Ως γνωστόν, παρά τη μεγάλη ύφεση στην ελληνική οικονομία το 2020, το ποσοστό ανεργίας κινήθηκε πτωτικά. Η μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας αποτυπώθηκε κυρίως στις ώρες απασχόλησης και σε πολύ μικρότερο βαθμό στον αριθμό των απασχολούμενων ατόμων. Το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 16,3% του εργατικού δυναμικού το 2020 από 17,3% το 2019.
Ειδικότερα και όπως σημειώνει η Eurobank, στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο «7 Ημέρες Οικονομία», δύο παράγοντες οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα: 1ον τα μέτρα των ασκούντων την οικονομική πολιτική για τη στήριξη της απασχόλησης (π.χ. επιδοτήσεις μισθωτής απασχόλησης) και 2ον η προερχόμενη από τη μείωση του αριθμού των ανέργων αύξηση του μη ενεργού πληθυσμού.
Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα παραμείνει σταθερό στο 16,3% το 2021 και στη συνέχεια θα μειωθεί με αργό ρυθμό στο 16,1% το 2022.
Βάσει των προαναφερθεισών προβλέψεων, η υγειονομική κρίση αναμένεται να βάλει φρένο στην πτωτική πορεία του ποσοστού ανεργίας των προηγούμενων ετών (μέση ετήσια μεταβολή την 7ετία 2013-2020 στις -1,6 ποσοστιαίες μονάδες έναντι -0,1 ποσοστιαίων μονάδων που εκτιμώνται για τη διετία 2020-2022). Την επαύριο της πανδημίας τα ρίσκα για την ελληνική αγορά εργασίας εστιάζονται: 1ον στην αντίδραση των επιχειρήσεων (ζήτηση εργασίας) όταν θα γίνει άρση των τρεχόντων μέτρων ενίσχυσης της απασχόλησης και 2ον στην ανάγκη για ανακατανομή θέσεων εργασίας, λόγω των εξελίξεων που πυροδότησε ή επιτάχυνε η υγειονομική κρίση στο μέτωπο των δομικών χαρακτηριστικών της οικονομίας (π.χ. ψηφιοποίηση, τηλεργασία).
Σημειώνεται ότι η διαρθρωτική ανεργία έχει υψηλή συμμετοχή στο τρέχον ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα. Αυτό σε έναν βαθμό αντανακλάται στο μεγάλο, πλην όμως μειούμενο τα τελευταία χρόνια, ποσοστό μακροχρόνια ανέργων (66,5% του συνόλου των ανέργων το 2020 από 73,6% το 2014).
Συνεπώς, η προβλεπόμενη ανάκαμψη των επόμενων ετών, ναι μεν δύναται να μειώσει την κυκλική συνιστώσα του ποσοστού ανεργίας στην Ελλάδα (σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το παραγωγικό κενό εκτιμάται ότι θα συρρικνωθεί στο -2,1% του δυνητικού ΑΕΠ το 2022 από -10,8% το 2020), εντούτοις για να διατηρηθεί η αναπτυξιακή πορεία μεσοπρόθεσμα χωρίς πληθωριστικές πιέσεις θα πρέπει να συνδυαστεί και με συρρίκνωση της διαρθρωτικής συνιστώσας του ποσοστού ανεργίας.
Μειωμένα τα φορολογικά έσοδα τον Απρίλιο 2021
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ), σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου 2021, το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους €6.211 εκατ., έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα €5.248 εκατ (που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2021 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2021) και πρωτογενούς ελλείμματος €1.516 εκατ. την ίδια περίοδο του 2020. Το ισοζύγιο ΚΠ παρουσίασε έλλειμμα ύψους €8.807 εκατ. έναντι στόχου για έλλειμμα €7.768 εκατ. (ήτοι υψηλότερο έλλειμμα κατά €1.039 εκατ.) και έναντι ελλείμματος €4.072 εκατ. για το αντίστοιχο διάστημα του 2020.
Αναλυτικότερα, για την περίοδο Ιαν. – Απρ. 2021, τα καθαρά έσοδα ΚΠ διαμορφώθηκαν σε €15.115 εκατ., παρουσιάζοντας υστέρηση κατά €477 εκατ. (ή κατά -3,1%) σε σχέση με τον στόχο των €15.592 εκατ., ενώ σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2020 παρουσίασαν αύξηση κατά €1.015 εκατ. (ή κατά 7,2%). Τα έσοδα από φόρους εμφανίστηκαν μειωμένα σε σχέση με τον στόχο κατά €144 εκατ. (ή -1%), όπως και τα έσοδα από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) τα οποία παρουσίασαν υστέρηση κατά €344 εκατ. (ή -20,4%).
Πιο συγκεκριμένα για τον μήνα Απρίλιο, τα καθαρά έσοδα ανήλθαν σε €3.607 εκατ., αυξημένα κατά €181 εκατ. (η κατά 5,3%) σε σχέση με τον μηνιαίο στόχο. Η εν λόγω θετική απόκλιση οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τον Απρίλιο 2021 εισπράχτηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος το ποσό των €633,2 εκατ. που αφορά στο μέρισμα ύψους €470,5 εκατ. και στα έσοδα από ANFAs & SMPs ύψους €162,7 εκατ.3 Συνεπώς, αν ληφθεί υπόψη ότι η είσπραξη του προαναφερθέντος μερίσματος της Τράπεζας της Ελλάδος είχε προϋπολογισθεί να εισπραχθεί τον προηγούμενο μήνα, τα έσοδα από φόρους για τον μήνα Απρίλιο – τα οποία εμφανίζονται αυξημένα κατά €215 εκατ. (ή 6,6%) σε σχέση με τον μηνιαίο στόχο – στην ουσία είναι μειωμένα κατά €256 εκατ. (ή 7,9%).
Από την πλευρά των δαπανών, για την περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου 2021, καταγράφηκε υπέρβαση έναντι του στόχου της τάξης των €562 εκατ. (τροποποιημένη ταμειακή βάση, €23.992 εκατ. σε σύγκριση με τον στόχο των €23.360 εκατ.), ενώ σε σχέση με το αντίστοιχη χρονική περίοδο του 2020 καταγράφηκε αύξηση κατά €5.750 εκατ. (ή κατά 31,6%). Η υποεκτέλεση του Τακτικού Προϋπολογισμού ύψους €1.043 εκατ. οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι υπήρξε μεταγενέστερη του προϋπολογισμού απόφαση, να εξυπηρετηθεί μερικώς το μέτρο της επιστρεπτέας προκαταβολής και από πόρους του ΠΔΕ (αντί από τον Τακτικό Προϋπολογισμό). Συνεπώς, το σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, παρουσίασε αύξηση σε σχέση με τον στόχο κατά €1.605 εκατ.
Τα κυριότερα μέτρα κατά της πανδημίας για το πρώτο τετράμηνο του 2021 ανέρχονται σε €4,6 δις (έναντι του επικαιροποιημένου στόχου για συνολικά μέτρα ύψους €15 δις για το 2021) και συνοψίζονται στα εξής:
α) στη δαπάνη αποζημίωσης ειδικού σκοπού λόγω της πανδημίας του COVID-19 (μισθωτών) ύψους €1.385 εκατ., η οποία πληρώθηκε από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων,
β) στην επιστρεπτέα προκαταβολή ύψους €1.399 εκατ. από την κατηγορία των μεταβιβάσεων και €1.108 εκατ. από το ΠΔΕ,
γ) στην κρατική αποζημίωση εκμισθωτών ακινήτων ύψους €351 εκατ., λόγω των μειωμένων μισθωμάτων που λαμβάνουν,
δ) στην επιχορήγηση προς τον ΟΠΕΚΑ ύψους €155 εκατ., για την αποπληρωμή δανείων πληγέντων από την πανδημία
ε) στην ενίσχυση μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που επλήγησαν από τον COVID-19 στις Περιφέρειες ύψους €140 εκατ. από το ΠΔΕ
στ) στην επιδότηση τόκων δανείων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων ύψους €47 εκατ. από το ΠΔΕ.