Την εκτίμησή τους ότι θα μειωθεί φέτος η τιμή του ελαιόλαδου, εκφράζουν εκπρόσωποι του κλάδου λόγω της αύξηση της παραγωγής τόσο στην Ελλάδα όσο και στις βασικές ελαιοπαραγωγής χώρες Ισπανία και Ιταλία, αρκεί να επιβεβαιωθούν και στην πράξη, σύμφωνα με ρεπορτάζ της ΕΡΤNEWS.
Ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιόλαδου Γιώργος Οικονόμου, μιλώντας στο ΕΡΤNEWS τόνισε ότι «Η ποσότητα που αναμένουμε είναι της τάξεως των 230.000 τόνων, κατά πολύ αυξημένη σε σχέση με την περσινή, γεγονός που θα επηρεάσει ως αναμένεται και τις τιμές στο επίπεδο του παραγωγού».
Αν και την προηγούμενη χρονιά η τιμή παραγωγού κινήθηκε στα επίπεδα των 8 με 8,5 ευρώ το κιλό και σε ορισμένες περιοχές άγγιξε ακόμα και τα 10 ευρώ, η αυξημένη παραγωγή αναμένεται φέτος να ρίξει τις τιμές ακόμα και στα 6 ευρώ το κιλό.
Ο διευθυντής της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Μόσχος Κορασίδης είπε στο ΕΡΤNEWS ότι «Οι τιμές που αυτή τη στιγμή γίνονται οι συμφωνίες για το ελαιόλαδο, αν και είναι λίγες και μικρές, είναι λίγο χαμηλότερες από πέρυσι κατά 1 έως 1,5 ευρώ/λίτρο.
Παραμένουν υψηλές σχετικά για τον παραγωγό για να έχει εισόδημα, αλλά διαμορφώνουν μια τάση στην αγορά πιο μόνιμη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια».
Σύμφωνα με στελέχη του λιανεμπορίου τροφίμων, η τιμή του ελαιόλαδου στο ράφι θα υποχωρήσει από τα 12 με 13 ευρώ που είναι σήμερα κάτω από τα 10 ευρώ από τον Νοέμβριο και μετά.
Ο πρόεδρος της Οργάνωσης Αμπελουργών και Ελαιοπαραγωγών Κρήτης είπε στο ΕΡΤNEWS πως «Δεν μπορεί να ξέρει κανείς τις τιμές, διότι το πρόβλημα δεν είναι μεταξύ του παραγωγού και του προϊόντος που θα παραχθεί και στον καταναλωτή, αλλά έχει να κάνει με την ίδια την αγορά, η οποία υπερβάλλει στις τιμές που αγοράζει μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή, από το χωράφι στο ράφι.
- Δηλαδή η διαφορά όντως είναι τεράστια, και εκεί πρέπει να υπάρχει ένας έλεγχος της αγοράς».
- Σύμφωνα με τη Eurostat, τον Αύγουστο οι τιμές του ελαιολάδου στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 49,1% σε ετήσια βάση, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ισπανία ήταν 25,1%, στην Ιταλία 29,2% και στην Κύπρο 62,4%.