Ο Τζίτζι Ρίβα έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους καλύτερους επιθετικούς του ιταλικού ποδοσφαίρου. Όχι μόνο επειδή πέτυχε να είναι ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής ομάδας της Ιταλίας και της Κάλιαρι που τη λάτρεψε και τον λάτρεψε, αλλά γιατί ήταν στο γήπεδο φιγούρα κυριαρχική. Από εκείνους που από το περπάτημά τους σε οδηγούν να αξιολογήσεις σχολιάζοντας : “Πολύ μεγάλος ποδοσφαιριστής…”.
Ο θάνατός του, τη Δευτέρα 22 Ιανουαρίου στην καρδιολογική κλινική του νοσοκομείου στο Κάλιαρι, αφορά στη νομοτέλεια της ζωής, όμως αυτή δεν σημαίνει ότι συνεπάγεται και αδιαφορία. Δυστυχώς ο Ρίβα μετά το θάνατό του δεν θα αποκομίσει ποτέ της προσοχής που αξίζει στο μέγεθος του.
Το απόλυτο σύμβολο της Κάλιαρι και ολόκληρης της Σαρδηνίας, ο επιθετικός που έκανε υπερήφανη την Ιταλία, σήμερα “ακούγεται” σε αρκετούς ως κάτι εντελώς ξεπερασμένο…
Διότι στην τωρινή εποχή, που μπορεί κανείς να γίνει διάσημος με οποιονδήποτε τρόπο και να επικοινωνήσει στην παγκόσμια κοινότητα όποιο μήνυμα επιθυμεί, όσο ασήμαντο αλλά και επικίνδυνο μπορεί αυτό να είναι, ο αποχαιρετισμός ενός 79χρονου ποδοσφαιριστή περνά σε άλλη μοίρα. Πολύ πιο πίσω από τη δεύτερη και την τρίτη…
Υπάρχει απάντηση πολύ συγκεκριμένη γι΄αυτό και δεν έχει να κάνει μόνο με την αξία της στιγμής που ισχυροποιεί πιο πολύ το παρών. Η εξήγηση, για το ποδόσφαιρο, είναι ότι οι αλλαγές το έχουν κάνει να μοιάζει με άλλο σπορ!
Αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος ώστε να μη συγκινεί το ίδιο ένας ποδοσφαιριστής της παλαιάς εποχής, καθώς όταν εκείνος αγωνιζόταν δεν υπήρχε VAR, τεχνολογία της γραμμής, οι πέντε αλλαγές, ούτε καν τέταρτος διαιτητής! Για την ταχυδύναμη καλύτερα να μη μπούμε σε συζήτηση…
Αυτές οι διαφοροποιήσεις από μόνες τους μετατρέπουν τους ήρωες των προηγούμενων δεκαετιών σε κάτι…ξένο μπροστά στα μάτια των νέων ανθρώπων που απολαμβάνουν το ποδόσφαιρο τώρα.
Σίγουρα, για να προχωρήσεις είναι σημαντικό να γνωρίζεις την ιστορία, όμως -επαναλαμβάνω πως- το σπορ άλλαξε θεαματικά. Κατέστησε αναπόφευκτα τους ήρωες που το υπηρέτησαν στο μακρινό παρελθόν σε πρωταγωνιστές όχι δεύτερης αλλά διαφορετικής κατηγορίας, όσο κι αν αυτοί μεγαλούργησαν.
Επίσης αυτό που κατάφερε ο Τζίτζι Ρϊβα, στις μέρες μας είναι αδύνατο να συμβεί. Ως εξαιρετικός εκτελεστής, οδήγησε την Κάλιαρι στην κατάκτηση του μοναδικού της πρωταθλήματος. Με τα τωρινά δεδομένα, ακόμη κι αν μία ομάδα τέτοιου βεληνεκούς (ως μέγεθος φανέλας και ονόματος) καταφέρει να φτάσει στην κορυφή (εάν το κάνει η Τζιρόνα στην Ισπανία για παράδειγμα), δεν θα μπορεί να το οφείλει αποκλειστικά σε έναν ποδοσφαιριστή. Πολύ απλά διότι τώρα το ποδόσφαιρο παίζεται αλλιώς.
Η τελευταία φορά που η μπάλα γνώρισε έναν ήρωα να παίρνει μία ομάδα από το χέρι έως το τέλος, συνέβη στο Μουντιάλ του 1986 με τον Μαραντόνα. Δεν βάζω στη συζήτηση τη Μπαρσελόνα του Μέσι, διότι ο pulga είχε αρκετούς πολύ σπουδαίους συμπαίκτες. Ο Μαραντόνα στην εθνική του ομάδα, το πολύ δύο τρεις ακόμα καλούς.
Ο Ρίβα αποτέλεσε και θα αποτελεί για πάντα σύμβολο της Σαρδηνίας και όταν αποσύρθηκε το 1976, παρέμεινε στο Κάλιαρι όπου άνοιξε ποδοσφαιρικές ακαδημίες. Στα μέσα της δεκαετίας του 80′ ανέλαβε πρόεδρος του συλλόγου και από το 2019 έλαβε την τιμή του επίτιμου.
Στην Κάλιαρι το…κοντέρ σταμάτησε στα 164 γκολ σε 315 συμμετοχές, τη στιγμή που με τη “Σκουάντρα Ατζούρα” σημείωσε 35 γκολ σε 42 εμφανίσεις.
Ως προπονητής πέρασε από τον πάγκο της Ιταλίας το 1988 και παρέμεινε στο προπονητικό τιμ μέχρι το 2013, έχοντας συμμετοχή στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2006.
Όταν ο ίδιος φορούσε τη φανέλα της Ιταλίας πάντως ήταν τόσο μεγάλος που έκανε τον κόσμο να μην είναι σίγουρος ότι μπορεί να ηττηθεί από ολόκληρο Πελέ. Τουλάχιστον πριν ξεκινήσει ο τελικός του 1970…