*Το χαλαρό 2024-Σήμερα αρκετός ΟΔΔΗΧ.
*Στα 18,9 δισ. ευρώ ανέρχονται οι δανειακές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου για το 2024. Όπως προβλέπεται στη «Στρατηγική Χρηματοδότησης» που δημοσιοποίησε ο ΟΔΔΗΧ, τα 10 δισ. ευρώ θα καλυφθούν με εκδόσεις ομολόγων, τα 4,1 δισ. ευρώ θα προέλθουν από άλλες πηγές, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το NGEu, το 1,6 δισ. ευρώ θα προέλθει από την πώληση μετοχών και άλλων περιουσιακών στοιχείων και τα 3,6 δισ. ευρώ από τα ρευστά διαθέσιμα που διαθέτει το Δημόσιο. Η διοίκηση του Οργανισμού υπολογίζει το λεγόμενο “μαξιλάρι” ρευστότητας στα 30 δισ. ευρώ, με τα 5,46 δισ. να αφορούν δανειακές ανάγκες για την αναχρηματοδότηση ομολόγων που λήγουν, τα 4,8 δισ. ευρώ για αποπληρωμή τόκων και άλλων επιμέρους υποχρεώσεων, τα 12 δισ. ευρώ για την οριστική εξόφληση εντόκων γραμματίων και 3,589 δισ. ευρώ για ανάγκες ρευστότητας σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους του 2024, ενώ από το σύνολο των αναγκών αφαιρούνται 6,9 δισ. ευρώ, λόγω των εκτιμήσεων για το πρωτογενές πλεόνασμα. Συγκριτικό πλεονέκτημα που διευκολύνει τις τακτικές διαχείρισης η σύνθεση του χρέους, καθώς πάνω από το 70% του αποθέματος είναι στα χέρια πιστωτών του επίσημου τομέα (κράτη μέλη της ΕΕ και διακρατικούς φορείς). Επιπλέον, το χρέος έχει μακροπρόθεσμες λήξεις και χαμηλά επιτόκια, καθώς το 100% του χρέους είναι με σταθερό επιτόκιο, περιορίζοντας έτσι τους κινδύνους επιτοκίων.
*Συνεπώς το 2024 (αλλά και το 2025) η Αθήνα έχει την ευχέρεια ευέλικτης διαχείρισης σε ορίζοντα που καλύπτει μέχρι και το 2032. Οκτώ χρόνια είναι πολλά αλλά και λίγα για αυτό στην Ομήρου και την πλατεία Συντάγματος εκπονούν από τώρα έναν μάκρο σχεδιασμό προκειμένου το βάρος που θα προκύψει να είναι διαχειρίσιμο.
*Σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ, σήμερα η χώρα πληρώνει για τόκους και χρεολύσια κάτω από 10% του ΑΕΠ της, μεσοσταθμικά. Για το ΔΝΤ το όριο βιωσιμότητας είναι στο 15% του ΑΕΠ, όμως για μια οικονομία όπως η ελληνική με τεράστιες ανάγκες για επενδυτικές αλλά και για κοινωνικές δαπάνες, ένα τέτοιο βάρος θα ήταν καταστροφικό. Στον ΟΔΔΗΧ, πάντως, δεν ανησυχούν για σημαντική επιβάρυνση, αντιθέτως, περιμένουν ότι –με βάση την αναμενόμενη ρύθμιση– θα είναι της τάξης του 1-2 δισ. ευρώ ετησίως. Για αυτό εξετάζουν όλα τα ενδεχόμενα και τα “παράθυρα ευκαιρίας”-αρχής γενόμενης από το διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου. Η λογική είναι “όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα” δεδομένης της ισχυρής ζήτησης που καταγράφεται για το ελληνικό χρέος.
*Η “τιμολόγησή” του 10Υ (σ.σ. στο 2,982% η τελευταία μέτρηση-26 Δεκ. έναντι 2,886% του ισπανικού και 2,465% του αντίστοιχου γαλλικού) συνδυαστικά με την ένταξη του (χρέους) στα “επενδύσιμα” (με προοπτική ένταξης σε διεθνείς δείκτες) καθιστούν ως πιθανότερα δύο ενδεχόμενα: είτε θα “βγει”, πιθανότατα με νέο 10ετές (στο διάστημα μέχρι 15-18 του Ιανουαρίου –τότε που ενεργοποιούνται οι πρώτες αγορές διεθνώς, είτε θα περιμένει μέχρι την ένταξη των ομολόγων στους δείκτες (Φεβρουάριος). Με την ΕΚΤ να συνεδριάζει στις 25 Ιανουαρίου ο ΟΔΔΗΧ πολύ δύσκολα να “βγει” την συγκεκριμένη εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση το κλίμα που επικρατούσε αυτές τις ημέρες στον Οργανισμό είναι συγκρατημένα αισιόδοξο, δεν έδειχναν να προβληματίζονται για το πότε και πως, θυμίζοντας πως το 2023 η πρώτη έκδοση πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιανουαρίου με το mandate να δίνεται σε Goldman Sachs, JPMC, BofA Securities, Barclays, Commerzbank, Societe Generale για νέο 10ετές (“ωρίμανση” 15 Ιουνίου 2033). Τα 17 ελληνικά κρατικά ομόλογα θα εισαχθούν στους δείκτες του Bloomberg και το rating θα αρχίσει να “μετρά” στους δείκτες από την 1η Φεβρουαρίου, δηλαδή τότε θα είναι διαθέσιμα για αγορά από primary και άλλους dealers. Η S&P Dow Jones αξιολογεί τις προσθήκες στους iBoxx δείκτες της σε ετήσια βάση, με τις αποφάσεις της να τίθενται σε ισχύ στα τέλη Ιανουαρίου. Πάντως το πιθανότερο είναι πως η διοίκηση θα επιδιώξει να έχει “βγει” περίπου στο διάστημα που ξεκίνησε το 2023. Άλλωστε, το λογικό είναι η Αθήνα να μην περιμένει να βγει μετά τις άλλες χώρες, διακινδυνεύοντας ένα premium της έκδοσης.
*Το 2033 η οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη με το μνημονιακό παρελθόν της καθώς θα προστεθούν (με τη μία) 25 δισ. χρέους (ή 8% του ΑΕΠ που υπολογίζεται για τότε). Πρακτικά θα προστεθούν τόκοι δανείων του 2013, που «πάγωσαν» για δύο δεκαετίες σχεδόν, στο πλαίσιο ρυθμίσεων ελάφρυνσης του χρέους με τους Ευρωπαίους δανειστές. Αυτό σημαίνει ότι από το 2032, η οικονομία θα βαρύνεται με αυξημένα τοκοχρεολύσια, για την εξόφληση αυτού του νέου χρέους, ενώ παράλληλα στο κόστος εξυπηρέτησης θα προστίθεται επιπλέον και εξαιτίας της μετάβασης από τα χαμηλά επιτόκια των δανείων του επίσημου τομέα (1,5%) σε αυτά της αγοράς, στην οποία καταφεύγει ήδη όλο και περισσότερο.
*Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος έχει χτυπήσει εγκαίρως το “καμπανάκι” για να περιοριστούν οι κίνδυνοι. Σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα, το δημόσιο χρέος πρέπει να μειώνεται όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτα μεγέθη (όπως προβλέπεται να συμβεί για πρώτη φορά από το 2024, όταν θα μειωθεί στα 356 δισ. ευρώ από 357 δισ. ευρώ). Στόχος είναι να διατηρηθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες περίπου στα σημερινά επίπεδα.
*Στα 88,2 δισ. η αποτίμηση συνολικά των εισηγμένων στο ΧΑ, αρκετά χαμηλότερα (ως προς το ΑΕΠ) σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και τις 4 συστημικές τράπεζες παρά την θεαματική ανάκαμψη τους να έχουν χρηματιστηριακή αξία στα περίπου 20 δισ. Κλάδος με τη μεγαλύτερη διόρθωση μακροπρόθεσμα είναι αυτός που με την σταδιακή επαναφορά του προς την επενδυσιμότητα καθιστά το ΧΑ ως την αγορά με το μεγαλύτερο (δυνητικά) περιθώριο περαιτέρω μεγέθυνσης σταδιακά στα πρώτα ένα-δύο 3μηνα του 2024. Για τους χρηματιστές θα φανεί σταδιακά από την προσεχή εβδομάδα εάν θα είναι- και το 2024- ο κλάδος που “στηρίζει” τον πρωταθλητισμό του χρηματιστηρίου.
*Με 121,14% η μεταβολή για τη μετοχή της Πειραιώς (στα 3,18 ευρώ) σχεδόν διπλάσια της δεύτερης Εθνικής (με 68,30% στα 6,30 ευρώ) και 53,93& της Eurobank στα 1,624 και 50,05% της Alpha Bank στα 1,5005 ευρώ. Για τον κλάδο η Morgan Stanley έχει δώσει ψήφο εμπιστοσύνης (15/12), η JPMC εκτίμηση υπεραπόδοσης (14/12) μένει να φανεί εάν θα επιβεβαιωθούν, αρχής γενόμενης από τις πρώτες συνεδριάσεις του “νέου έτους”.
*Σημεία αναφοράς για τον Ιανουάριο, που ενδεχομένως να οδηγήσουν ορισμένους σε τοποθετήσεις προεξόφλησης είναι η πρώτη “έξοδος” του ΟΔΔΗΧ στις αγορές, κυρίως όμως το road show της JPMC στα τέλη του μηνός (24-25/1). Όσον αφορά στον Οργανισμό θυμίζω πως η πρώτη έκδοση για το 2023 έγινε μέσα Ιανουαρίου (17/1) με νέο 10ετές. Πιθανότατα ανάλογη τακτική να επιλεγεί και τον Ιανουάριο 2024. Για τον κύκλο παρουσίασης του μεγαλύτερου τραπεζικού οργανισμού διεθνώς, οι προσδοκίες είναι υψηλές με γνώστες να θεωρούν ότι θα μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη για τη συνέχεια. Διακριτή η προσπάθεια δημιουργίας μεγαλύτερων αποτιμήσεων, με ότι αυτή μπορεί να αποφέρει και ενόψει της αναδιάρθρωσης των δεικτών FTSE/Russell αλλά και MSCI.