Συνήθως αποφεύγω τις προσωπικές αναφορές. Τούτη τη φορά όμως ο κανόνας δεν ισχύει. Έτυχε την εποχή που ζούσα και εργαζόμουν στο Λονδίνο να είμαι με την ευρύτερη έννοια στην ομάδα “πίεσης” για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα.
Ετοιμάζαμε τα σχετικά ψηφίσματα για την Βουλή των Κοινοτήτων. Αντιμετωπίζαμε τις ειρωνείες και την χλεύη ενίοτε των Άγγλων συναδέλφων (όχι όλων είναι η αλήθεια-όπως ο Μάικλ Μπίνιον) και της διοίκησης του Βρετανικού Μουσείου. Μαζί μας πάντοτε ακαδημαϊκοί των μεγαλύτερων πανεπιστημίων και ο αείμνηστος Τόνυ Μπέν.
Οι Times όταν πέθανε η Μελίνα, είχαν “χτύπημα” στην πρώτη σελίδα με τον τίτλο ότι “πέθανε η γυναίκα που ήθελε να μας πάρει τα μάρμαρα” και άλλα παρόμοια… Βουλευτές της τότε αντιπολίτευσης του Εργατικού κόμματος, όπως η Μπάρμπαρα Ρότς και των Τόρυς, Ιαν Τουίν συνοδοιπόροι, με το αζημίωτο βέβαια καθώς υπερψηφίζονταν από τους Κύπριους του Λονδίνου, αλλά μαζί μας. Επισήμως η κυβέρνηση Μέιτζορ και κατόπιν Μπλέρ και Μπράουν πετούσαν το μπαλάκι στη διοίκηση του Μουσείου. Ακόμη και ο Μπόρις που έχει μια σχετική ελληνική παιδεία.
Οι πρωθυπουργοί γενικώς στις συναντήσεις τους με τους Έλληνες ομολόγους τους έριχναν το θέμα στις καλένδες. Εντάξει η πολιτική είναι πολιτική και η παρέλκυση κύριο γνώρισμα της. Μέχρι που ο Ρίσι Σούνακ μη εκλεγμένος πρωθυπουργός, που μαθηματικά οδηγεί το κόμμα του σε συντριπτική ήττα, ακύρωσε την επίσημη συνάντηση του με τον Έλληνα πρωθυπουργό. Αυτό συνιστά πολιτική απρέπεια από προσωπικότητα μεθοριακής δομής. Το ντιβάλι για τους Ινδούς (από όπου κατάγεται) είναι η γιορτή των φώτων, αλλά σε μερικές περιπτώσεις (εδώ του ταιριάζει) της αιθαλομίχλης. Αν ζούσε ο τεράστιος Μαχάτμα Γκάντι και μάθαινε τα καμώματα του, ενδεχομένως θα αυτοκτονούσε.