Στα ύψη εκτοξεύει τις δαπάνες για τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες και υπηρεσίες συνδρομητικής τηλεόρασης ο πληθωρισμός. Για το τρέχον έτος, οι εκτιμήσεις τοποθετούν τις σχετικές δαπάνες στο $1,55 τρισ., αυξημένες κατά 3% σε σχέση με το 2022.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Πληροφορικής & Επικοινωνιών Ελλάδας (ΣΕΠΕ), ο οποίος επικαλείται πρόβλεψη, που ανήκει στην εταιρεία ερευνών IDC, υπάρχει βελτιωμένη κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με την προηγούμενη, που δημοσιεύθηκε τον Μάιο, ενώ πρόκειται – συνολικά – για την τρίτη αναθεώρηση – επί τα βελτίω – των εκτιμήσεων για την πορεία της αγοράς τους τελευταίους 12 μήνες, με τον πληθωρισμό να είναι ο κύριος παράγοντας.
Οι γεωγραφικές περιοχές, που έχουν αναθεωρήσεις προβλέψεων άνω του μέσου όρου για τις τηλεπικοινωνιακές δαπάνες και τις δαπάνες για υπηρεσίες συνδρομητικής τηλεόρασης, είναι, σύμφωνα με την ανάλυση της IDC, η Μέση Ανατολή και η Αφρική (MEA) και η Λατινική Αμερική.
Αυτό είναι, κυρίως, συνέπεια του υπερπληθωρισμού που συμβαίνει σε χώρες, όπως η Τουρκία, η Ουγκάντα, η Αίγυπτος και η Αργεντινή, όπου είναι φυσιολογικό να βλέπουμε τα τριμηνιαία ARPU (μέσα έσοδα ανά χρήστη) να αυξάνονται περισσότερο από 50% σε ετήσια βάση.
Από την άλλη, οι προσδοκίες για την αγορά τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στη Δυτική Ευρώπη έχουν μειωθεί ελαφρώς, κυρίως λόγω του επιδεινωμένου οικονομικού περιβάλλοντος σε μερικές βασικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας.
Ο ρόλος του πληθωρισμού
“Ο πληθωρισμός είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, αλλά οι τάσεις που διαμορφώνει στις διάφορες τοπικές αγορές ποικίλλουν σημαντικά. Σε πολλές χώρες, οι ρυθμιστικές αρχές επέτρεψαν στους φορείς εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιών να αυξήσουν τα τιμολόγιά τους (συχνά εφαρμόζοντας ένα μοντέλο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), με αποτέλεσμα την υγιή αύξηση των εσόδων από υπηρεσίες σε ετήσια βάση.
Σε άλλες χώρες, ωστόσο, αυτή η κίνηση οδήγησε στην επιτάχυνση της μετανάστευσης των πελατών σε φθηνότερα πακέτα τιμολογίων και φθηνότερους φορείς εκμετάλλευσης, επομένως οι ρυθμοί αύξησης της αξίας ήταν πολύ χαμηλότεροι από τις ονομαστικές αυξήσεις των τιμολογίων”, εξηγεί η IDC.
Μια τρίτη ομάδα περιλαμβάνει χώρες, όπως η Ιταλία, όπου οι υφιστάμενες συνθήκες ανταγωνισμού δεν επέτρεψε στους φορείς εκμετάλλευσης να προβούν σε προσαρμογές τιμολογίων. Και μεταξύ μιας τέταρτης ομάδας χωρών, κυρίως των αναπτυσσόμενων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και της Αφρικής, οι αυξήσεις των δασμών αποτράπηκαν από τη χαμηλή αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
“Οι τιμές όλων των αγαθών και υπηρεσιών έχουν αυξηθεί. Η οικονομική ανάπτυξη άρχισε πρόσφατα να επιβραδύνεται, μετά τις αυξήσεις των επιτοκίων της Κεντρικής Τράπεζας. Οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις έχουν δεχτεί πίεση, καθώς προσπαθούν να διατηρήσουν μια ισορροπία μεταξύ του αυξανόμενου κόστους και των περιορισμένων προϋπολογισμών. Αν και η ελαστικότητα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών είναι σχετικά χαμηλή και είναι δύσκολο για τους πελάτες να φανταστούν την καθημερινή ζωή χωρίς αυτές, τυχόν υπερβολικές αυξήσεις τιμολογίων ενδέχεται να επηρεάσουν τη ζήτηση”, αναφέρει η IDC.