«Αγκάθι» εξακολουθεί να αποτελούν οι υψηλές τιμές σε τρόφιμα, ένδυση-υπόδηση, υγεία και εστίαση, παρά την υποχώρηση του πληθωρισμού σε άλλους τομείς και ιδίως στην ενέργεια, όπως σημειώνεται στο εβδομαδιαίο ενημερωτικό δελτίο της Eurobank.
Όπως σημειώνει η τράπεζα, πριν από περίπου έναν χρόνο, συγκεκριμένα τον Σεπ-22, ο ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα, δηλαδή η ετήσια μεταβολή του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), ήταν στο 12,1%, τιμή που αντιστοιχούσε σε υψηλό 30 ετών. Οι έντονες ανισορροπίες ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά που συνόδεψαν την πρώτη φάση της μεταπανδημικής περιόδου και το ενεργειακό σοκ που προκάλεσε ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας, ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό την απότομη άνοδο του πληθωρισμού στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, τον περασμένο χρόνο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο παρελθόν η ελληνική οικονομία είχε βιώσει εντονότερα επεισόδια πληθωριστικών πιέσεων (βλέπε Σχήμα 1), όπως αυτά που συνέβησαν τις δεκαετίες του 1970 (1η πετρελαϊκή κρίση το 1973 λόγω του πολέμου Αράβων-Ισραηλινών και 2η πετρελαϊκή κρίση το 1979 λόγω της Ιρανικής επανάστασης) και του 1980 (έντονα επεκτατική δημοσιονομική-νομισματική πολιτική, μη ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα και συναλλαγματικές κρίσεις).
Βάσει της πρόσφατης δημοσίευσης της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Σεπ-23 διαμορφώθηκε στο 2,4% (4,3% στην Ευρωζώνη σύμφωνα με την προκαταρτική εκτίμηση της Eurostat), μειωμένος κατά 9,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τον Σεπ-22, κυρίως λόγω της πτώσης των τιμών ενέργειας. Παρά ταύτα, η τιμή που έλαβε ο πληθωρισμός τον Σεπ-23, δεν ήταν ομοιόμορφη ανάμεσα στις επί μέρους ομάδες αγαθών και υπηρεσιών. Οι υψηλότερες ετήσιες αυξήσεις των τιμών καταγράφηκαν στη διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά (9,7%), στην ένδυση και υπόδηση (6,3%), στην υγεία (5,7%) και στα ξενοδοχεία-καφέ-εστιατόρια (4,9%). Αντιθέτως, και σε συνέχεια των προηγούμενων μηνών, οι τιμές παρουσίασαν πτώση σε ετήσια βάση στις κατηγορίες της στέγασης, νερού, ηλεκτρικού, αερίου και άλλων καυσίμων (-16,2% από αύξηση 38,1% τον Σεπ-22) και στις επικοινωνίες (-3,2%). Τέλος, εξαιρώντας τις κατηγορίες της ενέργειας, των τροφίμων, των αλκοολούχων ποτών και του καπνού, ο δομικός πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν στο 4,3% τον Σεπ-23, ελαφρώς χαμηλότερος από τον αντίστοιχο στην Ευρωζώνη (4,5%). Τα εν λόγω μεγέθη αντανακλούν τη διάχυση των πληθωριστικών πιέσεων και στις υπόλοιπες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών.
Για το σύνολο των τελευταίων 4 ετών, δηλαδή των μηνών που περιλαμβάνουν τόσο τον αρνητικό πληθωρισμό του πρώτου έτους της πανδημίας όσο και τον έντονο πληθωρισμό της πρώτης φάσης της μεταπανδημικής περιόδου, η σωρευτική μεταβολή του ΕνΔΤΚ στην Ελλάδα (Σεπ-23 vs Σεπ-19) διαμορφώθηκε στο 14,3% (μέση ετήσια μεταβολή 3,5%), η δεύτερη μικρότερη αύξηση ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης. Σε αυτό το αποτέλεσμα έπαιξε ρόλο το αρνητικό παραγωγικό κενό (6,1% του δυνητικού ΑΕΠ) και το πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας που είχε η Ελλάδα το 2019 (17,3%). Στην πρώτη θέση ήταν η Εσθονία με 35,4% και ακολούθησαν: Λετονία (31,7%), Σλοβακία (30,4%), Κροατία (24,6%), Αυστρία (22,7%), Ολλανδία (21,4%), Σλοβενία (20,8%), Ευρωζώνη (18,2%), Ιταλία (17,8%), Βέλγιο (17,7%), Ιρλανδία (17,0%), Λουξεμβούργο (16,6%), Ισπανία (16,4%), Πορτογαλία (15,7%), Κύπρος (15,5%), Γαλλία (15,3%), Φινλανδία (14,3%), Ελλάδα (14,3%) και Μάλτα (13,9%). Τέλος, σε ό,τι αφορά τις σωρευτικές αυξήσεις των τιμών στις επί μέρους ομάδες αγαθών και υπηρεσιών, ξεχωρίζει η διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά με 31,5% (μέση ετήσια μεταβολή 7,2%) και ακολουθούν: ξενοδοχεία-καφέ-εστιατόρια (16,6%), μεταφορές (13,6%), στέγαση, νερό, ηλεκτρικό, αέριο και άλλα καύσιμα (13,3%), διαρκή αγαθά-είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες (12,2%), ένδυση και υπόδηση (8,9%), υγεία (7,2%), εκπαίδευση (6,6%), αναψυχή-πολιτιστικές δραστηριότητες (4,2%), άλλα αγαθά και υπηρεσίες (3,7%), αλκοολούχα ποτά και καπνός (2,8%) και επικοινωνίες (-9,6%). Ως μέτρο σύγκρισης, στην περίπτωση που οι τιμές στην Ελλάδα (και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης) ενισχύονταν με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,0%, δηλαδή ίσο με τον μεσοπρόθεσμό στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), τότε η σωρευτική άνοδος του γενικού επιπέδου των στην 4ετία θα ήταν 8,2%.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 4,1%, 2,8%, 2,2%, 2,0%, 1,9% και 1,9% το 2023, 2024, 2025, 2026, 2027 και 2028 αντίστοιχα (βλέπε Πίνακα 2).