Μεγάλο πανηγύρι γίνεται κάθε χρόνο το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος στην Αγιάσο της Λέσβου. Λαϊκά και παραδοσιακά μουσικά σχήματα του νησιού παίζουν μέχρι πρωίας στα καφενεία του Καμπουδιού και του Σταυριού. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του αναγνωστηρίου Αγιάσου, Παναγιώτη Κουτσκούδη, την παραμονή, μετά την τέλεση του εσπερινού που πραγματοποιείται στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδας, ακολουθεί το πέταγμα του φαναριού, το οποίο επαναλαμβάνεται και ανήμερα. Στους προσκυνητές προσφέρεται δωρεάν αυτή την ημέρα ο ζερτές, ένα παραδοσιακό νηστίσιμο γλυκό. Η συνταγή είναι ένα ποτήρι ρύζι, επτά ποτήρια νερό, ζάχαρη, ανθόνερο και πολλή κανέλα.
Το άναμμα των ουράνιων φαναριών αποτελεί αγαπημένο θέαμα μικρών και μεγάλων και έχει πλέον καθιερωθεί σε διάφορα μέρη του κόσμου ακόμη και σε πιο καθημερινούς εορτασμούς, όπως γάμοι ή γενέθλια.
Στην Αγιάσο το πέταγμα του φαναριού συνδέεται με τη γιορτή της Αγίας Τριάδας την ημέρα της Πεντηκοστής. Ο Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδας βρίσκεται στην περιοχή “Καμπούδι” στην πάνω είσοδο της Αγιάσου. Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ναός του χωριού.
Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας ο δημοδιδάσκαλος και ψάλτης Δημήτριος Χριστοφίδης κατασκεύασε την πρώτη μεγάλη χάρτινη σφαίρα, τη φούσκωσε με θερμό καπνό, κρατώντας το κυκλικό στόμιό της πάνω από καιόμενα άχυρα και στο μέσο του στομίου έδεσε σε σύρμα μικρό σφουγγάρι. Όταν είδε ότι η σφαίρα ανυψωνόταν, πότισε το σφουγγάρι με οινόπνευμα, το οποίο άναψε για να παράγεται νέος θερμός καπνός, σε αντικατάσταση του εξερχόμενου, και να διατηρείται η αιώρηση της σφαίρας περισσότερο. Την ανύψωσε δε στην αυλή της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας, κατά την ημέρα της γιορτής του Αγίου Πνεύματος προς μεγάλο ενθουσιασμό του πλήθους και την ονόμασε “κλεφτοφάναρο”.
Όμως το φανάρι αυτό ουσιαστικά δεν πέταξε ποτέ! Διότι χρησιμοποιούσε ως καύσιμη – καπνογόνα ύλη οινόπνευμα, το οποίο, όταν καίγεται, δεν παράγει πυκνό καπνό που είναι απαραίτητος για το φούσκωμα του φαναριού και το κράτημα του φουσκώματός του. Το φανάρι λοιπόν αυτό αναπηδούσε και σε μερικά μέτρα έπεφτε.
Το πρώτο φανάρι με τη μορφή και τεχνική που γνωρίζουμε σήμερα το πέταξε ο κεραμιστής, Νίκος Κουρτζής, ο οποίος χρησιμοποίησε ακάθαρτο πετρέλαιο που καίγεται βραδύτερα από το οινόπνευμα και παράγει πυκνό καπνό. Αυτό έδωσε στο φανάρι πολύ περισσότερη ώθηση και παρέτεινε τη διάρκεια της πτήσης. Σήμερα, χρησιμοποιείται πλέον το ήλιον.
Το έθιμο καταργήθηκε τα χρόνια της Χούντας, ως πράξη επικίνδυνη για τη δημόσια ασφάλεια, καθώς στο παρελθόν υπήρξε ένα περιστατικό δασώδους πυρκαγιάς μικρής έκτασης. Μετά την Επταετία επανήλθε και έγινε παράδοση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Τα ουράνια φανάρια έχουν τις ρίζες τους στην παράδοση της Κίνας και χρονολογούνται από την περίοδο των Εμπόλεμων Βασιλείων, τον 3ο αιώνα π.Χ. Η αρχική τους χρήση ήταν στους πολέμους για σηματοδότηση.
Στην Ελλάδα, το έθιμο φαίνεται να έχει τις αρχές του τον 19ο αιώνα, όταν στο Λεωνίδιο Αρκαδίας ξεκίνησε η παράδοση να ελευθερώνονται ουράνια φανάρια πάνω από τη θάλασσα κάθε Πάσχα, το βράδυ της Ανάστασης. Φανάρια πετάνε και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδας, όχι όμως στη γιορτή της Αγίας Τριάδας.