Μηνύματα για μεταρρυθμίσεις αλλά και προτάσεις που έχουν στην αιχμή τους κι ενεργειακά θέματα, καταθέτει ο Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, στην «Καθημερινή της Κυριακής».
Στέκεται, μάλιστα, ιδιαίτερα στο πώς τα έκτακτα έσοδα από τον πληθωρισμό μπορούν να ενισχύσουν τη διαδικασία της πράσινης μετάβασης, ενώ σημειώνει ότι το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που οφείλεται και στα ενεργειακά προϊόντα πρέπει να ενισχύσει “δράσεις” μαζέματός του, ενώ στέκεται σε θέματα, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του εθνικού κτηματολογίου, η ανθεκτικότητα των υποδομών, που αφορούν θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων του ΥΠΕΝ.
Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο του, ο Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, προτείνει
- Πρώτον, μεταρρυθμίσεις σε δικαιοσύνη, κτηματολόγιο, δράσεις σε ενίσχυση των υποδομών (που αφορούν έργα σε ενέργεια, δίκτυα κτλ), οι οποίες, όπως τονίζει, “ενισχύουν τον ρυθμό αύξησης του δυνητικού εγχώριου προϊόντος, αυξάνοντας έτσι τη δυνατότητα της οικονομίας για μεγαλύτερες δαπάνες (είτε επενδυτικές είτε καταναλωτικές), χωρίς επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου.”
- Δεύτερον, προτείνει, την “κατά το δυνατόν αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων του δημόσιου τομέα, με δημιουργία ειδικού αποθεματικού, όχι δηλαδή με διανομή στην τρέχουσα χρήση, έκτακτων δημοσίων εσόδων. Το πρόσφατο παράδειγμα της Ιρλανδίας, η οποία δημιούργησε από τα έκτακτα φορολογικά έσοδα, που προήλθαν από τον αυξημένο πληθωρισμό, ένα Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο για τη στήριξη της πράσινης μετάβασης και του ασφαλιστικού συστήματος, είναι παράδειγμα προς μίμηση.”
- Τρίτον, ο κ. Στουρνάρας, κάνει λόγο για προσπάθειες ακόμη μεγαλύτερης αύξησης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και υποκατάστασης των εισαγωγών και της προώθησης της εξοικονόμησης ενέργειας και της πράσινης μετάβασης, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα.”
- Τέταρτον, προτείνει “όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων (που δεν δημιουργούν εξωτερικές δανειακές υποχρεώσεις είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα) και ειδικότερα των παραγωγικών άμεσων ξένων επενδύσεων (greenfield investments), σε συνδυασμό με την βέλτιστη αξιοποίηση – και συνεπώς τη μέγιστη δυνατή εισροή – των πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.”
Ο κ. Στουρνάρας τονίζει ότι “καθώς οι προκλήσεις για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα παγκοσμίως παραμένουν υψηλές, με διαδοχικές κρίσεις και διάχυτη, αυξημένη αβεβαιότητα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα ήταν η απώλεια της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, που τόσο δύσκολα έχει ανακτηθεί, η παραβίαση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί και η επιστροφή σε πρακτικές του παρελθόντος. Απαιτείται υπευθυνότητα και δέσμευση των υπευθύνων χάραξης της οικονομικής πολιτικής, ώστε να διαφυλαχθούν οι θυσίες της προηγούμενης δεκαετίας και να συνεχιστεί η πρόοδος που έχει επιτευχθεί. Θα πρέπει να τεθεί ως πρωταρχικό καθήκον της επόμενης κυβέρνησης (α) το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, θα αυξήσει την ολική παραγωγικότητα της οικονομίας, θα διευρύνει τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, περιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, και (β) η επιστροφή σε πρωτογενή, διαρθρωτικά, δηλαδή κυκλικά διορθωμένα, δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, ώστε φέτος να ανακτηθεί, να διατηρηθεί, και μεσοπροθέσμως να υπερακοντιστεί, η επενδυτική βαθμίδα. Αυτό θα έχει ευνοϊκές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας, και θα ωφελήσει όλους τους πολίτες”.
Παράλληλα, όπως αναφέρει ο κ. Στουρνάρας, “η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο μετά τη μεγάλη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, στην οποία περιήλθε ως αποτέλεσμα αλόγιστης δημοσιονομικής πολιτικής και απώλειας της ανταγωνιστικότητάς της. Η σημαντική πρόοδος και η ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής, που διαπιστώνονται σήμερα και αντανακλώνται κυρίως στα χαμηλά περιθώρια (spreads) των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και σε πολλούς άλλους δείκτες της πραγματικής οικονομίας, των δημόσιων οικονομικών, των εξαγωγών και του χρηματοπιστωτικού τομέα, είναι αποτέλεσμα αρκετών παραγόντων. Κυρίως, όμως, είναι το αποτέλεσμα της επίπονης δημοσιονομικής προσαρμογής, της ριζικής αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, των εκτεταμένων και δύσκολων μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, στο ασφαλιστικό σύστημα, στο φορολογικό σύστημα, καθώς και της εκτεταμένης αναδιάρθρωσης και κεφαλαιακής ενίσχυσης του τραπεζικού τομέα” αναφέρει ο Δοικητής της ΤτΕ.
Όπως αναφέρει, “οι σημαντικές αυτές αλλαγές διόρθωσαν, σε μεγάλο βαθμό, τα προηγούμενα λάθη της οικονομικής πολιτικής και τις βασικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω αλλαγών, έχει αρχίσει και πάλι η πραγματική σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τώρα, όμως, βασίζεται σε υγιή βάση και όχι σε γιγαντιαία «δίδυμα» ελλείμματα), η πολύ σημαντική αποκλιμάκωση του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, ενώ τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου βρίσκονται, αυτή τη στιγμή, ένα μόνο σκαλοπάτι πίσω από την επενδυτική βαθμίδα, η οποία σηματοδοτεί και πιστοποιεί την επιστροφή στην κανονικότητα.
Καθοριστικός παράγοντας, αρχικά στη διάσωση, έπειτα στην ανάκαμψη και τελικά στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, ήταν και είναι η στήριξη των εταίρων της Ελλάδας και κυρίως των ευρωπαϊκών θεσμών. Η πρωτοφανής, ιστορικά αλλά και σε έκταση, με πολύ ευνοϊκούς όρους, αναχρηματοδότηση και αναδιάρθρωση σχεδόν ολόκληρου του δημοσίου χρέους, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η δυνατότητα αγοράς τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – παρά την έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας – και η μεγάλη συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NextGenerationEU (NGEU), αποτελούν σημαντικά παραδείγματα αυτής της στήριξης.”
Τα καμπανάκια
Σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα, “παρά τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, τόσο σε όρους σχετικού μοναδιαίου κόστους εργασίας όσο και σχετικών τελικών τιμών, και παρά την άνοδο στην κλίμακα της κατάταξης διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται ακόμη σχετικά χαμηλά στους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Παραδείγματα τέτοιων εγγενών αδυναμιών αποτελούν οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης, οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του εθνικού κτηματολογίου (καταστάσεις, δηλαδή, που μεταξύ άλλων δημιουργούν αντικίνητρα στην πραγματοποίηση επενδύσεων, ιδιαίτερα από το εξωτερικό), η υστέρηση σε ορισμένες βασικές υποδομές, η μικρή συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με τη δυσμενή εξέλιξη του δημογραφικού, η ανεπαρκής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ελλείψεις στο λεγόμενο «τρίγωνο της γνώσης» (παιδεία–έρευνα‒καινοτομία), οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών, και οι στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας. Το ΑΕΠ της χώρας (και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ) εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά των επιπέδων του 2008, το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το δεύτερο υψηλότερο διεθνώς, ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βρίσκεται σήμερα (πρόβλεψη για το 2023) στο 7% του ΑΕΠ.”
Μάλιστα ο Διοικητής της ΤτΕ, αναφέρει ότι, “το πολύ υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει να προβληματίσει. Ουδείς αγνοεί ότι το 2022 το υψηλό έλλειμμα που σημειώθηκε (9,7% του ΑΕΠ) οφείλεται περίπου κατά 40% στις αυξημένες τιμές καυσίμων. Επίσης, δεν απαιτείται μηδενικό έλλειμμα ή, ακόμη περισσότερο, πλεόνασμα, σε μια οικονομία που φιλοδοξεί να συγκλίνει ξανά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της με αυτό των εταίρων της και, ιδιαίτερα, που θέλει να αυξήσει το ποσοστό των εθνικών επενδύσεών της (σήμερα 14% του ΑΕΠ) στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (22% του ΑΕΠ). Και η οποία, παρεμπιπτόντως, δαπανά για την εθνική της άμυνα – για εξοπλισμούς – ποσοστό του ΑΕΠ πολύ υψηλότερο (υπερδιπλάσιο) από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όμως, ένα έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών πάνω από 4% του ΑΕΠ που διατηρείται μεσοπρόθεσμα έρχεται σε σύγκρουση με τον έλεγχο των μακροοικονομικών ανισορροπιών (macroeconomic imbalances procedure) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως, όμως, υποδηλώνει ότι η εθνική δαπάνη είναι σημαντικά και διαχρονικά μεγαλύτερη από την εγχώρια παραγωγή ή, ταυτόσημα, ότι οι επενδύσεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα είναι σημαντικά υψηλότερες από τις αντίστοιχες αποταμιεύσεις.”