Σημαντική μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης για τα παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών σημειώθηκε πέρυσι (εισοδήματα 2021) και ανέρχεται σε 0,6 ποσοστιαίες μονάδες (15,5%) σε σχέση με το 2021 (16,1%). Στον αντίποδα, στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων 65 ετών και άνω παρατηρείται αύξηση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2022 (10,8%) σε σχέση με το 2021 (10,3%). Ενώ, στις ηλικίες 18 έως 64 ετών το ποσοστό των ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2022 ανέρχεται σε 14,6%, χωρίς μεταβολή σε σχέση με το 2021.
Από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την υλική και κοινωνική στέρηση και τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, διαπιστώνεται κυρίως η οικονομική αδυναμία των νοικοκυριών να αντικαταστήσουν τα φθαρμένα έπιπλα (53,7%), να πληρώσουν για μια εβδομάδα διακοπών (48,6%), καθώς και να καλύψουν έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες (43,6%).
Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 24,7% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 42,2% για τον φτωχό πληθυσμό. Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας έως και 17 ετών και ανέρχεται σε 42,4% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 37,4% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 59,5% για τον φτωχό πληθυσμό.
Το 32,2% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 4,9%.
Το 83,9% των φτωχών νοικοκυριών και το 34,2% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 410 ευρώ.
Το 84,1% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει αδυναμία πληρωμής μίας εβδομάδας διακοπών. Το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών ανέρχεται σε 40,5%.
Το 38,7% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών ανέρχεται σε 14,1%.
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 26,7%, ενώ το ποσοστό για τα φτωχά και για τα μη φτωχά νοικοκυριά είναι 84,5% και 13,3%, αντίστοιχα.
Το 30,6% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων. Το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται σε 60,9% για τα φτωχά νοικοκυριά και σε 24,7% για τα μη φτωχά.
Το 50,7% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου κ.λπ., ενώ για τα μη φτωχά νοικοκυριά το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 30,1%.
Το 73% των φτωχών νοικοκυριών και το 28,4% των μη φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.
Αναφορικά με την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες- για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω- προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:
Το 29,5% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 73,5% και 19,7%.
Το 34,9% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι. Το ποσοστό εκτιμάται στο 79,5% για το φτωχό πληθυσμό και στο 25% για τον μη φτωχό πληθυσμό.