Σύμφωνα με τους ετήσιους εθνικούς λογαριασμούς της Ελληνικής Στατιστική Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), τα τρία τελευταία χρόνια οι επενδύσεις παγίων στην ελληνική οικονομία βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης, στοιχείο σημαντικό για τη διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων, την ενίσχυση της παραγωγικότητας και των πραγματικών μισθών, επισημαίνει η Eurobank στην τακτική της έκδοση για την ελληνική οικονομία.
Μετά από μια 8ετία (2012-2019) που οι επενδύσεις παγίων κυμαίνονταν κατά μέσο όρο στο 11,1% του ονομαστικού ΑΕΠ, το 2022 διαμορφώθηκαν στο 13,7%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε €28,5 δισεκ. σε τρέχουσες τιμές (€26,7 δισεκ. σε σταθερές τιμές έτους αναφοράς 2015, 13,9% του πραγματικού ΑΕΠ). Παρά ταύτα, για άλλο ένα έτος, το 13ο στη σειρά, υπολείπονταν των αποσβέσεων παγίων με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του κεφαλαιακού αποθέματος της οικονομίας (2010-2022 απώλειες €101,1 δισεκ. σε τρέχουσες τιμές).
Σε σύγκριση με το 2019 ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου κατέγραψε αύξηση κατά 45,5% σε τρέχουσες τιμές (+€8,9 δισεκ.) και κατά 35,4% σε σταθερές τιμές (+€7,0 δισεκ.). Αξίζει να σημειώσουμε ότι η κατηγορία του μηχανολογικού εξοπλισμού και οπλικών συστημάτων συνεισέφερε το 34,5% (€3,1 δισεκ.) της προαναφερθείσας αύξησης και ακολούθησαν οι κατηγορίες των άλλων κατασκευών με 26,6% (€2,4 δισεκ.), των κατοικιών με 21,2% (€1,9 δισεκ.), των άλλων προϊόντων με 9,9% (€0,9 δισεκ.), του εξοπλισμού τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνίας με 4,2% (€0,4 δισεκ.) και του μεταφορικού εξοπλισμού με 3,7% (€0,3 δισεκ.).
Τούτων δοθέντων, το 82,3% (€7,3 δισεκ.) της αύξησης των επενδύσεων παγίων τα τρία τελευταία χρόνια αφορά κεφαλαιουχικά αγαθά που ταξινομούνται στις κατηγορίες των κατασκευών και του μηχανολογικού εξοπλισμού και οπλικών συστημάτων. Οι επενδύσεις είναι σημαντικό να ενισχυθούν σε εξωστρεφείς ιδιωτικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως και σε τομείς του δημόσιου τομέα με υψηλό βαθμό θετικών εξωτερικών οικονομιών (π.χ. υποδομές). Παράλληλα με την αύξηση των επενδύσεων παγίων τα τρία τελευταία χρόνια, καταγράφηκε και υψηλή συσσώρευση αποθεμάτων, μια μεταβλητή για την οποία δεν υπάρχουν αναλυτικά στοιχεία στους εθνικούς λογαριασμούς. Συγκεκριμένα, η μεταβολή των αποθεμάτων από 1,7% του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές το 2019 (€3,2 δισεκ.) ενισχύθηκε στο 7,7% (€16,0 δισεκ.) το 2022, ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ τον ιστορικό μέσο όρο (1,2% του ΑΕΠ).
Όπως έχει αναφέρει σε παλαιότερο δελτίο η τράπεζα, η εν λόγω απότομη άνοδος είναι πιθανόν να συνδέεται με την αύξηση του κόστους των καυσίμων, των πρώτων υλών, των υλικών και των ενδιάμεσων αγαθών, αλλά και με έργα παγίων που βρίσκονται σε εξέλιξη, κυρίως στον τομέα των κατασκευών.
Αθροίζοντας τις επενδύσεις παγίων με τη συσσώρευση αποθεμάτων καταλήγουμε στη συνολική δαπάνη για επενδύσεις που πραγματοποιούν οι φορείς της οικονομίας σε μια περίοδο (π.χ. τρίμηνο, εξάμηνο, έτος). Στην περίπτωση της Ελλάδας η συνολική δαπάνη για επενδύσεις το 2022 ανήλθε στο 21,4% του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές (€44,5 δισεκ.) από 12,4% το 2019 (€22,8 δισεκ.). Το 59,0% της προαναφερθείσας αύξησης προήλθε από τη συνιστώσα της μεταβολής των αποθεμάτων και το υπόλοιπο 41,0% από τη συνιστώσα των επενδύσεων παγίων. Σε σταθερές τιμές, ήτοι σε πραγματικούς όρους, η συνολική δαπάνη για επενδύσεις στην Ελλάδα το 2022 ανήλθε στο 19,1% του ΑΕΠ (€36,7 δισεκ.) από 12,1% το 2019 (€22,3 δισεκ.). Το 51,4% της εν λόγω αύξησης προήλθε από τη συνιστώσα της μεταβολής των αποθεμάτων και το υπόλοιπο 48,6% από τη συνιστώσα των επενδύσεων παγίων.
Η αύξηση των επενδύσεων παγίων όπως και των εν εξελίξει έργων παγίων αποτελούν θετικά στοιχεία για την πορεία της οικονομίας και τον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης. Ωστόσο, εξίσου σημαντικό για τη βιωσιμότητα του μοντέλου ανάπτυξης και την αποφυγή κινδύνων στη μεσομακροπρόθεσμη περίοδο είναι η ενίσχυση της συνολικής αποταμίευσης και η μείωση της εξάρτησης στις εισαγωγές, κυρίως αγαθών, έτσι ώστε να συγκρατηθεί και στη συνέχεια να μειωθεί ο εξωτερικός δανεισμός, ειδικά στην Ελλάδα που το εξωτερικό χρέος είναι πολύ υψηλό. Σύμφωνα με τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική αποταμίευση στην Ελλάδα το 2022 ανήλθε στα €23,0 δισεκ. (ροή όχι συσσωρευμένος πλούτος) από €18,4 δισεκ. το 2019.
Ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθε στο 11,0% από 10,0% το 2019. Ως εκ τούτου, η αύξηση των συνολικών επενδύσεων την τελευταία 3ετία χρηματοδοτήθηκε κυρίως από εξωτερικό δανεισμό, στοιχείο που αντανακλάται στην αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών από το 1,5% του ΑΕΠ το 2019 στο 9,7% το 2022.
Οι παραπάνω σχέσεις αποκαλύπτουν έναν από τους ανελαστικούς περιορισμούς που αντιμετωπίζει κάθε οικονομία σε κάθε περίοδο, ήτοι η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων στο ΑΕΠ και ταυτόχρονα η συγκράτηση ή η μείωση του εξωτερικού ελλείμματος, συνεπάγονται τη μείωση του μεριδίου της κατανάλωσης στο ΑΕΠ (δηλαδή σε φάση ανάκαμψης το ΑΕΠ να ενισχύεται με υψηλότερο ρυθμό από ότι η κατανάλωση), δηλαδή την ενίσχυση της αποταμίευσης. Τα οφέλη είναι σημαντικά και αφορούν όχι μόνο τις παρούσες αλλά και τις μελλοντικές γενιές.