Οι αυξανόμενες ανάγκες ασφάλειας, οι νέοι κανονισμοί και ο αυξανόμενος κίνδυνος επιθέσεων ransomware λόγω της τρέχουσας γεωπολιτικής κατάστασης συνεχίζουν να οδηγούν σε υψηλά επίπεδα τις ευρωπαϊκές δαπάνες για την ψηφιακή ασφάλεια αναφέρει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Πληροφορικής & Επικοινωνιών Ελλάδας (ΣΕΠΕ). Ως αποτέλεσμα, οι συνολικές δαπάνες για κυβερνο-ασφάλεια αναμένεται να αυξηθούν κατά 10,6% το 2023 σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα.
Μάλιστα, οι δαπάνες για την κυβερνο-ασφάλεια στην περιοχή της Ευρώπης υπολογίζεται ότι θα συνεχίσουν να παρουσιάζουν σχεδόν διψήφια αύξηση κατά την περίοδο μέχρι το 2026, οπότε θα φτάσουν στα επίπεδα των 71 δισ.δολ..
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της IDC, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Γαλλία θα είναι οι ευρωπαϊκές αγορές με τις υψηλότερες δαπάνες στον τομέα της ψηφιακής ασφάλειας. Οι τρεις αγορές θα αντιπροσωπεύουν -από κοινού- πάνω από το ήμισυ της ευρωπαϊκής αγοράς κυβερνο-ασφάλειας το 2023. Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η Τσεχική Δημοκρατία θα έχει την ταχύτερη ανάπτυξη το 2023, με τις σχετικές δαπάνες να «τρέχουν» με ποσοστό 12% σε ετήσια βάση.
Πρωταγωνιστής το λογισμικό
Από τους επιμέρους τομείς της αγοράς του cyber security το λογισμικό θα είναι ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής: οι δαπάνες για λογισμικό ψηφιακής ασφάλειας στην Ευρώπη θα οδηγήσουν την ανάπτυξη σε ετήσια βάση το 2023, καταγράφοντας αύξηση της τάξης του 11% το 2023. Ωστόσο, αλλά οι υπηρεσίες ασφαλείας θα είναι ο τομέας με τις υψηλότερες δαπάνες για το τρέχον έτος.
«Βλέπουμε ότι εκτός από το λογισμικό και το hardware, οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν επίσης πραγματική ανάγκη για υπηρεσίες ασφαλείας, που θα εγγυώνται τη συνεχή λειτουργία τους και την τήρηση των κανονιστικών ρυθμίσεων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για οργανισμούς με περιορισμένες ικανότητες στον τομέα της ασφάλειας, ειδικά για μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε λιγότερο ώριμους ψηφιακά κλάδους, όπως τα μέσα ενημέρωσης, η κατασκευή και η υγειονομική περίθαλψη» εξηγεί η IDC σε σχετικό report της.
Δραστήριες οι τράπεζες
Το 2023, ο χρηματοοικονομικός τομέας θα πραγματοποιήσει τις υψηλότερες δαπάνες για ψηφιακή ασφάλεια στην Ευρώπη το 2023, λόγω των αυξημένων αναγκών για προστασία των δεδομένων και για συμμόρφωση με τους κανονισμούς. Ταυτόχρονα, η δυναμική της αγοράς ωθεί τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αυξήσουν την ανταπόκριση και την ευελιξία τους.
«Οι υπηρεσίες ασφαλείας θα είναι ζωτικής σημασίας για την απελευθέρωση του πλήρους δυναμικού των εσωτερικών ομάδων πληροφορικής τους να επικεντρωθούν σε νέες υπηρεσίες και βελτιωμένη εμπειρία πελατών» σχολιάζει η IDC.
Εκτός από τον χρηματοοικονομικό τομέα, ο κλάδος της μεταποίησης και το Δημόσιο θα είναι οι κλάδοι, που επίσης θα πρωταγωνιστήσουν φέτος στις δαπάνες για ψηφιακή ασφάλεια.
Ο κλάδος της μεταποίησης θα συνεχίσει να εστιάζει στην προστασία των βιομηχανικών περιουσιακών στοιχείων, τα οποία θα συνδέονται ολοένα και περισσότερο με το εταιρικό δίκτυο πληροφορικής. Ο κυβερνητικός τομέας θα συνεχίσει να επενδύει στην προστασία δεδομένων και στην υλοποίηση των πρωτοβουλιών του για ψηφιακό μετασχηματισμό, οι οποίοι στοχοποιούνται από όλο και πιο εξελιγμένες επιθέσεις ransomware.
Τοπίο απειλών
«Το δυναμικό τοπίο απειλών έχει αναγκάσει τις ευρωπαϊκές εταιρείες να επανεξετάσουν την ανθεκτικότητά τους στον κυβερνοχώρο και να διασφαλίσουν προληπτικά ότι έχουν ανθεκτικότητα στις επιθέσεις» εξηγεί η IDC.
Όπως προσθέτουν οι αναλυτές της εταιρείας, «η υιοθέτηση αρχών μηδενικής εμπιστοσύνης για την ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας και την εφαρμογή ασφαλών ελέγχων πρόσβασης σε δίκτυα, εφαρμογές και συσκευές έχει γίνει κορυφαία προτεραιότητα, με καθορισμένη στρατηγική και υποστήριξη από τα ανώτερα στελέχη για νέες επενδύσεις και πρωτοβουλίες».