Αρνητικές είναι οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το 2023 κυρίως λόγω των επιπτώσεων της ακρίβειας σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της ΓΣΕΒΕΕ με θέμα: «Εισόδημα – Δαπάνες Νοικοκυριών 2022».
Σύμφωνα με την έρευνα, τα νοικοκυριά εκδηλώνουν απαισιοδοξία ως προς τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση η οποία φαίνεται ότι τροφοδοτείται κυρίως από την ακρίβεια, καθώς στο ερώτημα εάν η αύξηση των τιμών έχει επηρεάσει τα νοικοκυριά των ερωτώμενων σε βαθμό να αναγκαστούν να μειώσουν δαπάνες για βασικές ανάγκες, το 56,7% απάντησε «πολύ», το 28,4% «λίγο», ενώ το 14,8% απάντησε αρνητικά.
Πιο αναλυτικά, αναφέρονται τα εξής:
Η ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών (11η κατά σειρά) το 2022 διεξήχθη υπό τις συνθήκες που έχει διαμορφώσει η πολύμηνη κρίση ακρίβειας.
Οι ανατιμήσεις κυρίως στην ενέργεια που ξεκίνησαν από τα μέσα του 2021 και αυξήθηκαν εκθετικά το 2022 λόγω και των δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων διαχύθηκαν σε όλο σχεδόν το εύρος της οικονομίας προκαλώντας ιδιαίτερα υψηλό πληθωρισμό.
Τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, ώστε να περιορίσει τις δυσμενείς επιπτώσεις των ανατιμήσεων στα εισοδήματα των νοικοκυριών, φαίνεται ότι δεν ήταν αρκετά. Όπως προκύπτει από την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών επιδεινώθηκε σημαντικά το 2022, ενώ οι προσδοκίες για το μέλλον σημειώνουν αρνητικό πρόσημο, καθώς πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (51,9%) εκτιμούν ότι η κατάστασή τους θα επιδεινωθεί το 2023, κάτι που είχε να παρατηρηθεί από την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ το 2018.
Εκτός από τις χαμηλές προσδοκίες που δημιουργεί η πληθωριστική κρίση, δύο είναι οι βασικές αρνητικές επιπτώσεις των ανατιμήσεων στα νοικοκυριά με βάση τα ευρήματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Η πρώτη εντοπίζεται στη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων μεταξύ των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, και των νοικοκυριών με υψηλά εισοδήματα. Συγκεκριμένα, το 30,1% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 30.000 ευρώ δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε το 2022, έναντι 11% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 58,9% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό. Στον αντίποδα, το 22,7% των νοικοκυριών με εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ δήλωσε πως το εισόδημα του αυξήθηκε, έναντι 16,7% που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε και 60,6% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό.
Δεδομένου ότι η εν λόγω επίπτωση παρατηρήθηκε και στις αντίστοιχες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια της πανδημικής έξαρσης, η συνέχιση της τάσης αυτής αρχίζει να λαμβάνει διαστάσεις διαρθρωτικού προβλήματος. Μάλιστα, φαίνεται πως πλέον επηρεάζει έντονα και τα μεσαία εισοδήματα, καθώς σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά (57,3%) δήλωσαν πως χρειάζεται να κάνουν περικοπές για να καλύψουν τα αναγκαία, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σχέση τόσο με την έρευνα του 2021 (42,3%), όσο και με τις έρευνες του 2020 (47,9%) και του 2019 (48,7%). Επιπλέον, σταθερά υψηλό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που φαίνεται ότι διαβιεί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (11,9%).
Η δεύτερη σημαντική επίπτωση σχετίζεται με την επιδείνωση που παρουσιάζουν τα ευρήματα της έρευνας αναφορικά με την μηνιαία επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (52,4%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους επαρκεί για 18 ημέρες (μεσοσταθμικά) και συνδέεται με τις αυξήσεις των τιμών τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και των ειδών διατροφής οι οποίες αποτελούν για σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά τις κατηγορίες που έχουν τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημά τους.
Τέλος, πάνω από 6 στα 10 νοικοκυριά δήλωσαν ότι το καλάθι του νοικοκυριού δεν έχει συμβάλει στην αποκλιμάκωση των τιμών, ενώ ως καταλληλότερα μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας το 51,1% των νοικοκυριών θεωρεί πως είναι η αύξηση μισθών και συντάξεων και το 28,6% η μείωση φόρων και τελών στα καύσιμα.
Προσδοκίες για το 2023
Ιδιαίτερα αρνητικές προσδοκίες καταγράφονται στα νοικοκυριά για το 2023.
Συγκεκριμένα, πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (51,9%) εκτιμούν ότι το 2023 θα χειροτερέψει η οικονομική τους κατάσταση, έναντι μόλις του 15,4% που εκτιμά ότι θα βελτιωθεί και του 29,3% που εκτιμά ότι θα παραμείνει η ίδια.
Η απαισιοδοξία που εκδηλώνουν τα νοικοκυριά ως προς τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση φαίνεται ότι τροφοδοτείται κυρίως από την ακρίβεια, καθώς στο ερώτημα εάν η αύξηση των τιμών έχει επηρεάσει τα νοικοκυριά των ερωτώμενων σε βαθμό να αναγκαστούν να μειώσουν δαπάνες για βασικές ανάγκες το 56,7% απάντησε «πολύ», το 28,4% «λίγο», ενώ το 14,8% απάντησε πως δεν το έχει επηρεάσει.
Οι αυξήσεις των τιμών τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και των ειδών διατροφής αποτελούν για σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά τις κατηγορίες που έχουν τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημά τους και ακολουθούν οι αυξήσεις στην βενζίνη (28,5%) και στο πετρέλαιο θέρμανσης (23,2%).
Μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας
Ως καταλληλότερο μέτρο για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της ακρίβειας το 51,1% των νοικοκυριών θεωρεί πως είναι η αύξηση μισθών και συντάξεων και το 28,6% η μείωση φόρων και τελών στα καύσιμα.
Το 41,5% των νοικοκυριών αγοράζει προϊόντα από το καλάθι του νοικοκυριού έναντι του 52% που δεν το αξιοποιεί.
Το 61,6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το καλάθι του νοικοκυριού δεν έχει ή μάλλον δεν έχει συμβάλει στην αποκλιμάκωση των τιμών, έναντι του 33% που δήλωσε ότι έχει ή μάλλον έχει συμβάλει.
Τέλος, ιδιαιτέρως αρνητικά αξιολόγησαν τα νοικοκυριά κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας γενικά τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Ειδικότερα το 47,3% των νοικοκυριών τα αξιολόγησε ως ανεπαρκή, το 23,4% ως μάλλον ανεπαρκή, ενώ μόλις το 17,9% και το 7,9% αξιολόγησαν τα μέτρα ως μάλλον επαρκή και επαρκή αντίστοιχα.
Τέλος, ιδιαιτέρως αρνητικά αξιολόγησαν τα νοικοκυριά κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας γενικά τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Ειδικότερα το 47,3% των νοικοκυριών τα αξιολόγησε ως ανεπαρκή, το 23,4% ως μάλλον ανεπαρκή, ενώ μόλις το 17,9% και το 7,9% αξιολόγησαν τα μέτρα ως μάλλον επαρκή και επαρκή αντίστοιχα.