Ο μηχανισμός που υποχρεώνει τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας να επιστρέφουν στο κράτος τυχόν υπερ-έσοδα που προκύπτουν από την αδικαιολόγητα υψηλή τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας είναι ήδη ενεργός. Άρα, θέμα κερδοσκοπίας ουσιαστικά δεν υπάρχει. Αν ο πάροχος ανεβάσει ψηλά τα τιμολόγια και εκ του αποτελέσματος κριθεί ότι δεν δικαιολογείται κάτι τέτοιο από την πορεία των τιμών στο χρηματιστήριο ενέργειας, η διαφορά θα επιστραφεί στο κράτος.
Το ερώτημα είναι… πότε. Η απάντηση είναι… αργότερα. Άρα η απόφαση να κρατούνται ψηλά οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας βοηθάει σε ταμειακό επίπεδο. Χωρίς να επιβαρύνεται η μεγάλη πλειοψηφία των καταναλωτών, καθώς λόγω των κρατικών επιδοτήσεων, οι τιμές του ρεύματος διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό σταθερές. Φυσικά, αυτό δεν ισχύει για όλους. Για τις επιχειρήσεις για παράδειγμα, κάθε ανατίμηση στα τιμολόγια λιανικής επιβαρύνει και το τελικό ύψος του λογαριασμού.
Τι θα γίνει λοιπόν τον Ιανουάριο μετά την ανακοίνωση των σημαντικών αυξήσεων από τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας; Όταν η ΔΕΗ ανεβάζει την τιμή της κιλοβατώρας στα επίπεδα των 49-50 λεπτών, είναι σαν να προεξοφλεί ότι η τιμή χονδρικής του Ιανουαρίου θα είναι στα 380-400 ευρώ. Προς το παρόν, η τιμή του ρεύματος έχει υποχωρήσει κάτω από τα 260 ευρώ ενώ το φυσικό αέριο υποχώρησε και πάλι κάτω από τα 100 ευρώ.
Ο Δεκέμβριος θα κλείσει μεν με σημαντική αύξηση σε επίπεδο χονδρικής σε σχέση με τον Νοέμβριο αλλά η τιμή για ολόκληρο τον Δεκέμβριο θα κινηθεί πιθανότατα κάτω από τα 300 ευρώ. Αν λοιπόν δεν υπάρξει απότομη άνοδο τον Ιανουάριο, οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας και κυρίως η ΔΕΗ θα επιστρέψουν χρήματα στο κράτος. Το ποσό θα εξαρτηθεί από το πώς ακριβώς θα εξελιχθεί η τιμή χονδρικής τον επόμενο μήνα.
Το ερώτημα είναι αν μέχρι να γίνει η εκκαθάριση από το κράτος και η επιστροφή των όποιων ποσών, θα έχουν γίνει οι καταβολές στις εταιρείες από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης ή όχι. Αν γίνουν οι πάροχοι θα διευκολυνθούν ταμειακά.