Παραμονή της έναρξης του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου στην Πορτογαλία, 11 Ιουνίου του 2004, νωρίς το πρωϊ. Ακόμα στο δωμάτιο, με το κινητό κλειστό, επειδή ήξερα, όχι αυτά που θα ακολουθούσαν με την απίθανη πορεία της Εθνικής μας αλλά, πως έτσι κι αλλιώς στη διάρκεια των μεγάλων διοργανώσεων δεν ξεκουράζεσαι ποτέ.
Αυτή ήταν λοιπόν η πρώτη και μαζί η τελευταία ευκαιρία για λίγη περισσότερη χαλάρωση, καθώς από την επόμενη ημέρα θα ξεκινούσε το τρέξιμο. Των μεταδόσεων, του διαβάσματος, των μετακινήσεων.
Πίστευα πως δεν θα με αναζητούσε κανείς τόσο νωρίς και τέλος πάντων, εάν με καλούσε και έβρισκε το κινητό κλειστό, θα καταλάβαινε. Έτσι κι αλλιώς η κάλυψη της διοργάνωσης είχε ετοιμαστεί από την Αθήνα στην ΕΡΤ, καιρό. Τα μέλη της αποστολής είχαμε συμφωνήσει απλά πως όταν βρεθούμε σε εκείνο το πρώτο πρωϊνό, θα λέγαμε τις τελευταίες κουβέντες. Χαλαρά χωρίς συγκεκριμένη ώρα.
Το σταθερό τηλέφωνο στο δωμάτιο κουδουνίζει. “Σας θέλει ένας κύριος”, καλημερίζει ο Πορτογάλος από τη ρεσεψιόν. “Που είσαι; Έχουμε να μιλήσουμε για τη διοργάνωση και δεν έχεις κατέβει ακόμα”, ακούω τη φωνή του Διακογιάννη. “Κύριε Γιάννη κοιμήθηκα αργά, ένα βράδυ ελεύθερο είχαμε πριν αρχίσει το Euro. Βγήκαμε κάποιοι συνάδελφοι και περάσαμε ωραία, έως αργά. Ετοιμάζομαι για να κατέβω σε λίγο”, απάντησα, θεωρώντας πως ο άνθρωπος που είχε ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο και αγαπούσε την καλή ζωή θα καταλάβαινε. Εκείνος ωστόσο, απάντησε με τη μυθική φράση : “Δεν είσαι ακόμα έτοιμος; Δεν την καταλαβαίνω αυτή τη δημοσιογραφία!”.
Δεν έχω να πω περισσότερα από όσα ήδη γράφτηκαν από τη στιγμή που “έφυγε”, για τον πολιτισμό του ως άνθρωπο και δημοσιογράφο. Τα ξέρουν όλοι, διότι επρόκειτο για μύθο! Καθώς δεν μου έρχεται άλλη περίπτωση, με τέτοια ευρύτητα πνεύματος. Σε αυτό συμπεριλαμβάνω τα πάντα. Τις γνώσεις, την ευστροφία, τη διαχείριση των ανθρώπων, τη μεταδοτικότητα, το χιούμορ, την αγάπη για τη ζωή. Στον Γιάννη Διακογιάννη μάλλον ταιριάζει περισσότερο από κάθε άλλον το : “Πλήρης ημερών”.
Τα παραδείγματα και οι ιστορίες από τις δουλειές και τα ταξίδια, αμέτρητα. Να πέφτεις κάτω από τα γέλια με την οξυδέρκεια και την αμεσότητα του χιούμορ του. Σε μάλωνε και μάθαινες. Σε έφερνε σε δύσκολη θέση και ένιωθες ευεργετημένος.
Μετάδοση Αγγλία- Γαλλία, σε εκείνο το Euro, το 2004. Είναι ασφαλώς με τους γάλλους, είμαι με τους άγγλους. “Φρόντισε μην εκτεθείς”, μου λέει, περιμένοντας απάντηση και του τη δίνω, με πείραγμα : “Ενώ εσείς δεν είστε με τη Γαλλία;”. Και επανέρχεται: “Στον τηλεοπτικό αέρα δεν θα μου μιλάς στον πληθυντικό! Ο τηλεθεατής δεν φταίει σε κάτι…”.
Ο άνθρωπος που κατάφερνε να σχολιάζει με μια λέξη, ταυτόχρονα με την περιγραφή του παιχνιδιού, ήταν εκείνος που ενώ είχε να μεταδώσει στο Μουντιάλ στο Μεξικό το 1986, νωρίς το πρωι που ξεκινούσαν τα παιχνίδια, είχε βάλει ακόμη πιο νωρίς, χαράματα δηλαδή, να ανοίγουν το μπαρ δίπλα στο ξενοδοχείο για να πηγαίνει να τραγουδάει με τον πιανίστα! Και το αφεντικό και ο πιανίστας και ο Διακογιάννης, ήθελαν και έπρεπε να δουν ποδόσφαιρο. Πριν απ΄όλα ωστόσο, έπρεπε να τραγουδήσει…
Θεωρούσε το ποδόσφαιρο μορφή τέχνης, λόγω της συναισθηματικής εξάρτησης όλων των εμπλεκομένων με το παιχνίδι. Έτσι το αποκαλούσε, παιχνίδι. “Αθλητισμός είναι ο στίβος”, έλεγε.
Δεν απαίτησε ποτέ από τον εαυτό του να υπολογίζεται περισσότερο από όσο εκείνος ήθελε. Ήταν αυστηρός ο Γιάννης Διακογιάννης με τον Γιάννη. Τον ενδιέφερε μόνο να περνάει καλά, ποιοτικά και να συναντά καλούς φίλους στα γήπεδα και τους χώρους της μουσικής. Μπορούσες να τον δεις την Κυριακή σε αγώνα και την επόμενη ημέρα σε σινεμά. Το Σάββατο είχε κλείσει εισιτήρια στη Λυρική.
Λάτρευε ό,τιδήποτε είχε ιστορία. Όχι μόνο την ιστορία ως αξία, αυτή καθ’ εαυτή, αλλά τη σημασία της, συνοδευτικά. Για τον άνθρωπο και τα γεγονότα. Εκτιμούσε περισσότερο λοιπόν εκείνους που είχαν να “πουν” με τη ζωή τους. Πιο πολύ τους πονεμένους, άρα και δημιουργικούς.
Διάβαζε, άκουγε, μάθαινε, ρωτούσε συνέχεια. Ρωτούσε τους πάντες για τα πάντα. Σε μία εποχή χωρίς διαδίκτυο, έλεγε απίθανα πράγματα στις μεταδόσεις, που μόνο εκείνος ήξερε, χάρη στην επιμονή του να συζητά με ξένους συναδέλφους, κάποιοι εκ των οποίων είχαν γίνει κολλητοί του.
Το 1978, στο παγκόσμιο κύπελλο της Αργεντινής, η ζωντανή μετάδοση του αγώνα της αγαπημένης του Γαλλίας κόντρα στην Ουγγαρία έχει καθυστερήσει περίπου δύο ώρες, επειδή και οι δύο αποστολές έφτασαν στο γήπεδο μόνο με λευκές φανέλες! Μέχρι να βρουν οι διοργανωτές φανέλες από μία τοπική ομάδα, στη Μαρ ντελ Πλάτα, έμεινε στον αέρα χωρίς να υπάρχει δράση και κάλυψε το τεράστιο κενό με τις γνώσεις και τις πληροφορίες του.
Δεν μάθαμε μόνο εμείς όλοι, από εκείνον. Η ίδια η ελληνική τηλεόραση έμαθε χάρη σε αυτόν να υπάρχει. Την αγαπούσε σαν παιδί του την τηλεόραση. Και συμπεριφερόταν ως πατέρας σε όλους. Η Μαρία Χούκλη το έμαθε από “την καλή”, στη σύνδεση του δελτίου ειδήσεων με το γήπεδο του Παναθηναϊκού : “Καλησπέρα κύριε Διακογιάννη”, τον καλωσόρισε με αγάπη και μία εισαγωγή αποθεωτική. Για να λάβει την… πληρωμένη απάντηση στον αέρα : “Καλησπέρα Μαράκι από τη Λεωφόρο!”.
Ζούσε με αυτοσαρκασμό και βέβαια ήξερε ποιους αγαπά, ώστε να ανοίγεται μπροστά τους. Με αυτούς ήταν πιο αυστηρός, καμιά φορά στα όρια της αδικίας. Σε διόρθωνε στον αέρα, λες και σου μιλούσε στο σαλόνι του : “Δεν υπάρχει επιθετικό φάουλ στο ποδόσφαιρο, Γιωργάκη”, είπε σε μετάδοση του 2004 στον Χαϊκάλη, τον οποίο σωστά εκτιμούσε, γι’ αυτό μετέδιδε μαζί του.
Σε έφτανε στα όρια να δει εάν άντεχες. “Μαρσέλ Ντεσαγί, ο βράχος στην άμυνα”, μου λέει στον αέρα μετάδοσης Champions League, σε αγώνα της Chelsea. Αποφεύγω την επερχόμενη… κακοτοπιά. Κούνια που με κούναγε. Αφού δεν απαντώ, επανέρχεται. “Μαρσέλ Ντεσαγί. Ο βράχος. The Rock! Όπως ο Σον Κόνερι!!”, συνεχίζει, ενώ το ματς “τρέχει”. Άλλαξε συζήτηση, άμα μπορείς…
Λάτρευε τη μπύρα Γκίνες. Αεροδρόμιο Ελληνικού, 8.30 το πρωϊ. Αναχώρηση για Λονδίνο, για τον τελικό κυπέλλου Αγγλίας το 1998. Είναι ήδη εκεί. “Καλημέρα κύριε Γιάννη”. Αφήνει την αθλητική εφημερίδα και με κοιτάζει σοβαρά : “Γκίνες πίνεις;”. Τολμώ να προτείνω καφέ. “Άλλο σε ρώτησα. Γκίνες πίνεις;”, επιμένει. “Η μαύρη δεν είναι;”. Κουνάει το κεφάλι, στη λογική “πώς πάω να μεταδώσω μαζί του εάν δεν πίνει μαύρη μπίρα;”. Μου έμαθε με το που πατήσαμε το πόδι μας στο Λονδίνο. Ήπια, τη λάτρεψα και κάναμε μετάδοση εν ειρήνη…
Δεν έμπαινες εύκολα στον κύκλο του. Είχε αμέτρητους γνωστούς και φίλους από το επάγγελμα, τον διέκρινε ωστόσο μία μορφή αγοραφοβίας. Το 2004 στην Πορτογαλία έχει έρθει ο κολλητός μου, να δει αγώνες. “Χάρηκα πολύ κύριε Δημήτρη” του συστήνεται.
“Μα καλά μη μου μιλάτε όλο το βράδυ στον πληθυντικό” του είπε ο φίλος μου, μετά από ατελείωτη συζήτηση με κρασί. “Δεν θέλω οικειότητες!”, του έκλεισε το στόμα, αν και είχαμε φτάσει ξημερώματα…
Στην καθημερινή εκπομπή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας είχα την τιμή να βρίσκομαι δίπλα στον Παύλο Τσίμα. Ο κακός χαμός στο αθλητικό και στην ΕΡΤ συνολικά, επειδή ο Παύλος δεν ήταν αθλητικός συντάκτης και παρ’ όλα αυτά έλαβε το χρίσμα του κεντρικού παρουσιαστή από τη διοίκηση στο ραδιομέγαρο. Ο Διακογιάννης ήρθε καλεσμένος ένα βράδυ, μετά την αγωνιστική δράση, με μία μπίρα (ξανθή όχι Γκίνες…) στο χέρι. Μπήκε στο στούντιο και πριν πει καλησπέρα, έδωσε την “έγκρισή του”, για όσα λέγονταν και ακούγονταν την παρουσία του Τσίμα, τη στιγμή που με κοίταξε: “Ο Παύλος είναι Παναθηναϊκός…”.
Ετοιμόλογος, μεταδοτικός, παρατηρητικός και πάνω από όλα δημοσιογράφος. Δεν έβαλε ποτέ δίπλα στο όνομά του το χαρακτηρισμό “σπίκερ”, ούτε “παρουσιαστής”. Αν και σφράγισε ο ίδιος, με την “υπογραφή του” την Αθλητική Κυριακή. Πάνω από όλα για εκείνον ήταν η δημοσιογραφία. Αυτή (η δημοσιογραφία) που δεν την… κατάλαβε, όταν άκουσε στο τηλέφωνο ότι κοιμήθηκα παραπάνω…
Ακόμα και το φευγιό σου το έκανες με στιλ. Εν μέσω Μουντιάλ. Εάν ο Μέσι σε είχε γνωρίσει θα έπαιζε χτες βράδυ και για εσένα…