Το 2023 δεν είναι 2020. Πρόγραμμα «ΓΕΦΥΡΑ» δεν θα υπάρξει για τους δανειολήπτες γιατί η επιβάρυνση προέρχεται από τόκους και δεν υπάρχει φαινόμενο μηδενισμού ή κατακόρυφης μείωσης του εισοδήματος όπως συνέβη το 2020. Επίσης, η κυβέρνηση δεν έχει περιθώρια να επιστρέψει στα πρωτογενή ελλείμματα την επόμενη χρονιά καθώς θα τεθούν υπό αμφισβήτηση δύο πολύ σημαντικοί εθνικοί στόχοι: η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σε μια περίοδο που οι αναταράξεις στα ομόλογα της Ευρωζώνης είναι έντονα και η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας που η χώρα θα βρει μπροστά της για πολλά-πολλά χρόνια.
Την Πέμπτη, η ΕΚΤ θα ανακοινώσει μια ακόμη αύξηση των επιτοκίων και το μόνο που μένει να διευκρινιστεί είναι αν θα είναι της τάξεως του 0,5% ή 0,75%. Από εκεί και πέρα, θα έχουμε και την συνάντηση των διοικήσεων των τραπεζών με το υπουργείο Οικονομικών για να επισημοποιηθούν τα μέτρα στήριξης των δανειοληπτών. Είναι προφανές ότι θα πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι.
Τον… τόνο έδωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας: οι τράπεζες δεν έχουν υπερκέρδη, αυτά που αποτυπώνονται στους φετινούς ισολογισμούς είναι μη επαναλαμβανόμενα σε μεγάλο βαθμό, το τραπεζικό σύστημα κινδυνεύει να έρθει αντιμέτωπο με μια νέα γενιά κόκκινων δανείων (όσο και αν το θέμα θεωρείται διαχειρίσιμο σε μεσοπρόθεσμη βάση) ενώ υπάρχει πάντοτε ο «μπαμπούλας» της αναβαλλόμενης φορολογίας.
Συμπέρασμα; Ας περιμένουμε κάποια μέτρα για τους (πολύ-πολύ) ευάλωτους με τα πολύ χαμηλά εισοδήματα και αυτά πάλι στο κομμάτι των τόκων, όχι του κεφαλαίου. Ναι στην επιτάχυνση του εξωδικαστικού στον οποίο ούτως ή άλλως κατευθύνονται οφειλές από την δεξαμενή των κόκκινων δανείων που έχουν μεταφερθεί από τις τράπεζες στους servicers. Ναι και στην αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων.
Όμως οι ρυθμίσεις των πράσινων ενήμερων δανειοληπτών, θα γίνονται με… φειδώ για να μην δημιουργηθεί μεγάλη δεξαμενή δανείων σε καθεστώς «υψηλού κινδύνου».