Η ανταλλαγή των επιστολών της ελληνικής κυβέρνησης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας είναι προφανές ότι στέλνει θετικά μηνύματα για την Ελλάδα στις αγορές. Η έξοδος είναι άλλο ένα βήμα επιστροφής στην κανονικότητα. Προσοχή όμως. Η 20η Αυγούστου δεν σηματοδοτεί το τέλος της εποπτείας από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέου τύπου εποπτείας. Κάτι που και οι αγορές αλλά και εμείς το… θέλουμε. Ή πιο απλά, αν δεν υπήρχε μια κάποιου τύπου εποπτεία θα έπρεπε να την… εφεύρουμε καθώς τα πλεονεκτήματα είναι ουκ ολίγα.
Από τις 21 Αυγούστου λοιπόν η Ελλάδα θα μπει στο καθεστώς της μεταπρογραμματικής επιτήρησης στο οποίο βρέθηκαν και όλες οι χώρες που ξεμπέρδεψαν με τα μνημόνια. Θα εξακολουθήσει δηλαδή να ελέγχεται δύο φορές τον χρόνο (αντί για τέσσερις), ενώ θα εκδίδονται αντίστοιχες εκθέσεις εκ των οποίων η πρώτη τον Νοέμβριο. Δημοσιονομικές δεσμεύσεις θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν ενώ προς το τέλος του χρόνου ή στις αρχές του 2023 θα μάθουμε ποιο θα είναι το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί η Ελλάδα την επόμενη 4ετία. Προς το παρόν, είναι σαφές ότι για το 2023 θα πρέπει να επιστρέψουμε στα πρωτογενή πλεονάσματα. Και για τα επόμενα χρόνια, θα μάθουμε το τι ακριβώς θα πρέπει να γίνει ανάλογα και με τις διαπραγματεύσεις για το σύμφωνο σταθερότητας οι οποίες πήγαν πίσω λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και την ενεργειακή ή πληθωριστική κρίση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Γιατί όμως θέλουμε (ή θα έπρεπε να θέλουμε) και εμείς μια εποπτεία; Διότι η εποπτεία είναι αυτή η που εξασφαλίζει τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τα ομόλογα και η εποπτεία είναι αυτή που εξασφαλίζει πρόσθετα μέτρα στήριξης για το χρέος σε περίπτωση που αυτό χρειαστεί. Το ξεχνάμε αλλά το πακέτο 2018 που σηματοδότησε την έξοδο από το μνημόνιο περιλάμβανε και τα μακροπρόθεσμα μέτρα στήριξης για το ελληνικό χρέος.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι αν η Ελλάδα τηρεί τα συμφωνηθέντα (και προς το παρόν τα τηρεί απαρέγκλιτα) αλλά για λόγους πέραν των δυνάμεων της προκύψει εκ νέου θέμα βιωσιμότητας, τότε οι δανειστές θα πρέπει να παρέμβουν και πάλι. Τέτοιο «μαξιλάρι» δεν το αφήνεις. Ούτε θέλεις να χάσεις το προνόμιο της στήριξης της ΕΚΤ τώρα που στις αγορές των ομολόγων έχουν ξεσπάσει θύελλες.
Ναι λοιπόν στον ενθουσιασμό της εξόδου αλλά να κατανοήσουμε όλοι και τα επόμενα πολλά (μα πάρα πολλά) χρόνια, η Ελλάδα θα πρέπει να ασκεί συνετή δημοσιονομική πολιτική και να παράγει πλεονάσματα.