Με έλλειμμα κοντά στο ένα δισ. θα έρθουν αντιμέτωπα τα ξενοδοχεία της χώρας, λόγω ανείσπρακτου τζίρου από την περσινή σεζόν αλλά και εξαιτίας της μείωσης των προκαταβολών για το τρέχον έτος. Το ποσό αυτό μάλιστα έρχεται να προστεθεί στον ήδη ισχνό τζίρο του, την ώρα που οι προβλέψεις για ανάκαμψη στο άμεσο μέλλον παραμένουν δυσοίωνες.
Ειδικότερα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΙΤΕΠ πέραν της μηδενικής ζήτησης που παρατηρείται αυτή την περίοδο λόγω των υγειονομικών συνθηκών, ο ανείσπρακτος τζίρος για την προηγούμενη χρονιά για το σύνολο των καταλυμάτων ξεπερνά τα 278 εκατομμύρια ενώ η συρρίκνωση των προκαταβολών υπολογίζεται κοντά στα 124 εκατ. παρουσιάζοντας μια μεταβολή της τάξης του 83,3% σε σχέση με τα προηγούμενα έτη> Κάπως έτσι το πρόσθετο έλλειμμα που δηιουργείται ανέρχεται κοντά στα 900 εκατ. ευρώ.
Κι όλα αυτά την ώρα που ο τζίρος των ελληνικών ξενοδοχείων για την περίοδο που λειτούργησαν πέρυσι ανήλθε μόλις στα 1,8 δισ. ευρώ από τα 8,4 δισ. που ήταν το 2019, καταγράφοντας δηλαδή πτώση της τάξης του 78,1%.
Να υπενθυμίσουμε ότι με το ξέσπασμα της πανδημίας και το πρώτο Lockdown που την ακολούθησε το σύνολο των ξενοδοχειακών μονάδων της χώρας κατέβασε ρολά. Το σήμα για την επανεκκίνησή τους δόθηκε τον Ιούνιο, ακόμα και τότε βέβαια τα περιοριστικά μέτρα και ο φόβος για την πανδημία συρρίκνωσε την ταξιδιωτική κίνηση σε βαθμό τέτοιο που πολλές τουριστικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να τερματίσουν νωρίτερα την σεζόν. Κάπως έτσι η σεζόν για τα εποχικά καταλύματα περιορίστηκε στους 3,2 μήνες ενώ για τα συνεχούς λειτουργίας στους 7 μήνες κατά μέσο όρο.
Ακόμα και αυτούς τους μήνες όμως η πληρότητα κινήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Για την ακρίβεια η μέση πληρότητα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου στο σύνολο του ξενοδοχειακού δυναμικού υπολογίζεται στο 23,1%, δεδομένου ότι ακόμα και τους παραδοσιακά δυνατούς μήνες η πληρότητα στο 60% περίπου των ξενοδοχείων που παρέμειναν ανοιχτά δεν ξεπέρασε το 41%. Η εικόνα επιδεινώθηκε τους μήνες που ακολούθησαν, με την πληρότητα να κινείται μεν κοντά στο 35% για πολύ μικρότερο όμως αριθμό καταλυμάτων που παρέμειναν ανοιχτά.
Η χαμηλή ζήτηση επηρέασε, όπως ήταν αναμενόμενο και την μέση τιμή δωματίου, η οποία έπεσε στα 84 ευρώ από τα 100 που ήταν πέρυσι.
Τα αρνητικά ρεκόρ του κλάδου δεν αναμένεται να βελτιωθούν τουλάχιστον τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους, με τις ενδείξεις των προκρατήσεων να παραμένουν απογοητευτικές και σε συνδυασμό με τα ρευστά υγειονομικά δεδομένα να απαγορεύουν τις εκτιμήσεις.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Αλέξανδρος Βασιλικός, τονίζει ότι ενίσχυση της ρευστότητας κρίνεται απαραίτητη για την επιβίωση του κλάδου.
Σύμφωνα με τον κ. Βασιλικό τα χρηματοδοτικά εργαλεία για τη στήριξη του ξενοδοχειακού κλάδου, κάλυψαν μέχρι στιγμής το 1/3 κατά μέσο όρο των συνολικών αναγκών ρευστότητας των ξενοδοχείων και στήριξαν κατά κύριο λόγο την απασχόληση. «Οι αστάθμητοι παράγοντες όμως με τους οποίους ξεκινά και το νέο έτος η συνέχιση της ενίσχυσης της ρευστότητας είναι το οξυγόνο που χρειάζεται επειγόντως ο κλάδος για να παραμείνει ισχυρός. Όχι μόνο προς όφελος των επιχειρήσεων και των εργαζομένων τους αλλά και προς όφελος της εθνικής οικονομίας συνολικά και όλων των κλάδων που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το ελληνικό ξενοδοχείο και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής επιχειρηματικότητας» συμπλήρωσε ο κ. Βασιλικός σχολιάζοντας την έρευνα του ΙΤΕΠ.
Νίκη Παπάζογλου