Στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος της Ε.Ε. που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, 28 Ιουνίου στο Λουξεμβούργο επετεύχθη, μετά από ολονύχτιες διαπραγματεύσεις, συμφωνία επί πέντε νομοθετικών προτάσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, σε συνέχεια σχετικής συμφωνίας που επετεύχθη στο Ευρωκοινοβούλιο στις 21 Ιουνίου. Ειδικά για την ακτοπλοϊα οι αποφάσεις είναι σημαντικές καθώς χαλαρώνει ο ασφυκτικός κλοιός στον οποίο κινδύνευε να μπει με την ένταξη στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών, που θα σήμαινε ένα επιπλέον οικονομικό βάρος, εν μέσω μιας διαδικασίας που απαιτούνται μεγάλα ποσά για νέα πλοία.
Να σημειωθεί ότι την Ελλάδα και τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα, εκπροσώπησε ο Γενικός Γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, Πέτρος Βαρελίδης.
Βασικό θέμα του Συμβουλίου αποτέλεσε η αναθεώρηση του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ-ETS) με τη σταδιακή ένταξη της ναυτιλίας από το 2024, και τη δημιουργία του αυτόνομου ΣΕΔΕ για τις οδικές μεταφορές και τα κτίρια το 2027. Αποφασίστηκε, επίσης, η σύσταση του Κοινωνικού Κλιματικού Ταμείου (Social Climate Fund) στο οποίο θα διοχετευθεί μέρος των εσόδων από το αυτόνομο ΣΕΔΕ για την αντιστάθμιση των πιθανών κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων και τη στήριξη των πολιτών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Παράλληλα, υιοθετήθηκε η πρόταση Κανονισμού για τα πρότυπα επιδόσεων των εκπομπών CO2 από τα καινούργια επιβατικά και ελαφρά επαγγελματικά οχήματα. Με την πρόταση αυτή επιδιώκεται η επιτάχυνση της μετάβασης στην κινητικότητα μηδενικών εκπομπών, με την απαίτηση μείωσης των μέσων εκπομπών νέων αυτοκινήτων κατά 55% από το 2030 και 100% από το 2035 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2021 και κατά 50% και 100% για τα νέα ημιφορτηγά, αντίστοιχα. Έτσι, από το 2035 το σύνολο των νέων αυτοκινήτων και ελαφρών φορτηγών θα έχουν μηδενικές εκπομπές.
Επιπρόσθετα συμφωνήθηκε η αναθεώρηση του Κανονισμού LULUCF, ο οποίος θέτει έναν συνολικό στόχο της Ε.Ε. για την απομάκρυνση του άνθρακα από φυσικές καταβόθρες (όπως τα δάση και οι δασικές εκτάσεις), που ισοδυναμεί με 310 εκατ. τόνους εκπομπών CO2 έως το 2030 σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο.
Αναθεωρήθηκε, επιπλέον, ο κανονισμός επιμερισμού των προσπαθειών, ο οποίος αυξάνει το στόχο μείωσης των εκπομπών σε τομείς εκτός ΣΕΔΕ στο 40% μέχρι το 2030 σε σχέση με το 2005, έναντι του 30%, που υπάρχει αυτή τη στιγμή. Η χώρα μας θα πρέπει να συνεισφέρει κατά 22,7% σε μειώσεις εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με τα επίπεδα του 2005 έναντι 16% που είναι σήμερα.
Το σύνολο των προτάσεων διασφαλίζει τη μείωση των εκπομπών σε επίπεδο Ε.Ε. κατά 55% σε σχέση με το 1990 όπως προβλέπεται στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία.
Ο Γ.Γ. Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, στις παρεμβάσεις του, υπενθύμισε την ένθερμη υποστήριξη της Ελλάδας στην υιοθέτηση φιλόδοξων στόχων, όπως άλλωστε αποτυπώθηκε και με την πρόσφατη υιοθέτηση του πρώτου Εθνικού Κλιματικού Νόμου. Υποστήριξε, επίσης, τη δημιουργία ισχυρού Κοινωνικού Κλιματικού Ταμείου με σκοπό την άμβλυνση των κοινωνικών επιπτώσεων από την ένταξη των οδικών μεταφορών και των κτιρίων στο ΣΕΔΕ και ειδικότερα τη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών.
Περαιτέρω, ζήτησε την παροχή πρόσθετων πόρων στη χώρα ως αντιστάθμισμα για την ένταξη της ναυτιλίας στο ΣΕΔΕ, πρόσθετα μέτρα για τις αεροπορικές και ακτοπλοϊκές μεταφορές στα νησιά καθώς και ενίσχυση των μέτρων για τη στήριξη των εξαγωγών των βιομηχανικών κλάδων (όπως η τσιμεντοβιομηχανία, η παραγωγή αλουμινίου κλπ.) που επηρεάζονται αρνητικά από την υιοθέτηση του μηχανισμού συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM) και την κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών που λαμβάνουν σήμερα.
Κλείνοντας, υποστήριξε την ανάγκη υιοθέτησης μια ισόρροπης συμφωνίας που θα εξασφαλίζει υψηλή φιλοδοξία ως προς τους κλιματικούς στόχους και διασφάλιση επαρκών πόρων για την επίτευξη των στόχων αυτών ιδίως από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. με αντίστοιχη μεταφορά πόρων από τα πιο πλούσια κράτη μέλη της Ε.Ε..
Η δέσμη νομοθετικών προτάσεων που υιοθετήθηκε περιλαμβάνει σημαντικά οφέλη για τη χώρα. Ειδικότερα:
• Η Ελλάδα εντάσσεται στο Ταμείο Εκσυγχρονισμού από το οποίο θα λάβει, για την περίοδο 2024 – 2030, τα έσοδα από τον πλειστηριασμό 19.493.000 δικαιωμάτων εκπομπών σημερινής αξίας περίπου 1,65 δισ. € (με βάση τη σημερινή τιμή CO2).
• Αποκρούστηκαν οι προσπάθειες μείωσης του συνολικού ύψους του Κοινωνικού Κλιματικού Ταμείου, το οποίο τελικά θα διαθέτει 59 δισ. € για την περίοδο 2027 – 2032 από τα οποία η Ελλάδα θαλάβει το 5,52%, δηλαδή 3,26 δισ. €, το 35% των οποίων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την άμεση εισοδηματική ενίσχυση των ευάλωτων νοικοκυριών.
• Δόθηκαν στη χώρα μας επιπλέον 6,86 εκατ. δικαιώματα για τα έτη 2024 – 2030 (αξίας περίπου 580 εκ. € με βάση τη σημερινή τιμή CO2) ως αντιστάθμισμα στην ένταξη της ναυτιλίας στο ΣΕΔΕ.
• Δόθηκε η δυνατότητα εξαίρεσης από την ένταξη στο ΣΕΔΕ έως το 2030 της ακτοπλοΐας και ορισμένων εμπορικών πλοίων για τις πλόες προς ή από νησιά έως 200.000 κατοίκων.
• Σε ότι αφορά τη ναυτιλία, κατόπιν αιτήματός μας, ως υπόχρεος για τη συμμετοχή στο ΣΕΔΕ ορίστηκε ο ναυλωτής αντί του πλοιοκτήτη.
• Βελτιώθηκε η γεωγραφική ισορροπία των έργων στο Ταμείο Καινοτομίας με τη δυνατότητα διεκδίκησης περισσότερων έργων από Ελληνικές επιχειρήσεις και της πρόβλεψης για ειδικές προσκλήσεις για έργα απανθρακοποίησης της ναυτιλίας.
• Θεσπίστηκε οριζόντιος μηχανισμός Βιώσιμων Εναλλακτικών Καυσίμων για τις αερομεταφορέςμε αξιοποίηση 20 εκ. δικαιωμάτων για την κάλυψη του 70% της διαφοράς της τιμής μεταξύ κηροζίνης και εναλλακτικών καυσίμων, εφόσον το αεροσκάφος ανεφοδιάζεται με εναλλακτικά καύσιμα σε ποσοστό άνω του 4% που είναι το ελάχιστο υποχρεωτικό σύμφωνα με την ενωσιακήνομοθεσία. Παράλληλα προβλέπεται ότι για τις πτήσεις σε αεροδρόμια νησιών με έκταση μικρότερη των 10.000 τ. χλμ. θα καλύπτεται το 100% της διαφοράς της τιμής.
• Προβλέφθηκε πιο σταδιακή κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών στις εξαγωγικές βιομηχανίες που ανήκουν στους κλάδους που επηρεάζονται από το CBAM.
Τον ερχόμενο Σεπτέμβριο αναμένεται να ξεκινήσουν συζητήσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για όλες τις νομοθετικές προτάσεις, με στόχο την θεσμοθέτηση του νομοθετικού πακέτου εντός του 2022 και την επίτευξη των φιλόδοξων ενωσιακών κλιματικών στόχων, που θα καταστήσουν την Ε.Ε. κλιματικά ουδέτερη και θα συμβάλουν στην ενίσχυση της ενεργειακής της ασφάλειας.