Η τροπολογία για τη φορολόγηση των υπερκερδών που θα παράξουν οι εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας θα κατατεθεί στη Βουλή, αλλά ουδείς γνωρίζει αν υπάρχουν υπερκέρδη και ποιο είναι το ύψος τους. Τα δε πρώτα στοιχεία από τους ισολογισμούς δεν δείχνουν ότι κάποιοι πίνουν εις υγείαν των κορόιδων.
Τα πλαφόν, είτε στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, είτε στην τιμή του φυσικού αερίου, η Ελλάδα δεν μπορεί να τα επιβάλλει από μόνη της καθώς το δημοσιονομικό κόστος θα είναι τεράστιο ενώ τεράστιος θα είναι και ο κίνδυνος να προκληθούν σοβαρές δυσλειτουργίες στην αγορά. Η Ελλάδα θα γίνει παραγωγός φυσικού αερίου –αν γίνει καθώς τίποτα δεν είναι δεδομένο- μετά το 2028, άρα δεν μπορούμε να ποντάρουμε σε αυτή τη φάση στις έρευνες για υδρογονάνθρακες προκειμένου να στηρίξουμε την ενεργειακή επάρκεια της χώρας. Και όσον αφορά στις εναλλακτικές λύσεις που προωθούνται για να αντικατασταθεί άμεσα το ρωσικό φυσικό αέριο, πολύ δύσκολα θα αποδειχθούν επαρκείς ειδικά στις περιόδους αυξημένης ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια.
Πρώτον, διότι οι λιγνίτες έχουν «οροφή» όσον αφορά στις ποσότητες ρεύματος που μπορούν να παράγουν, δεύτερον διότι η αποθήκευση ενέργειας στην Ιταλία ούτε εύκολη, ούτε φθηνή υπόθεση, είτε και τρίτον διότι ακόμη και η αύξηση της δυνατότητας επεξεργασίας του υγροποιημένου φυσικού αερίου δεν μπορεί να γίνει από τη μια ημέρα στην άλλη.
Συμπέρασμα: οι πολίτες θα πρέπει να έρθουν κάποια στιγμή αντιμέτωποι με την σκληρή πραγματικότητα: Πρώτον: αν κοπεί το ρωσικό αέριο, το ενδεχόμενο να υπάρξουν προγραμματισμένες διακοπές στην ηλεκτροδότηση είναι κάτι παραπάνω από ανοικτό. Δεύτερον, αν δεν τελειώσει ο πόλεμος και αν δεν αποκατασταθεί η ηρεμία στις αγορές, θα είναι πολύ δύσκολο να μειωθούν οι τιμές είτε στο φυσικό αέριο, είτε στο ηλεκτρικό ρεύμα. Και είναι επίσης πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατον να επανέλθουν εκεί που βρίσκονταν πέρυσι. Τρίτον, ο κρατικός προϋπολογισμός δεν έχει τους πόρους για να στηρίζει τα νοικοκυριά εις το διηνεκές. Η αύξηση των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους είναι επικίνδυνες αποφάσεις που μπορούν να κοστίσουν. Και μια χώρα που έχει περάσει από τρία μνημόνια, γνωρίζει πολύ καλά ποιος είναι ο λογαριασμός.
Αντί λοιπόν κυβέρνηση και αντιπολίτευση να συζητούν για το αν υπάρχουν ή όχι «μαγικές συνταγές» (τις οποίες στο κάτω-κάτω καμία χώρα στην Ευρώπη δεν έχει βρει) ίσως θα ήταν προτιμότερο να αρχίσει να προετοιμάζει την κοινή γνώμη για το αυτονόητο: σε συνθήκες πολέμου, ίσως είναι καλύτερο αντί να ψάχνουμε το επόμενο μέτρο στήριξης, να αρχίσουμε να βρίσκουμε τρόπους περιορισμούς της ενεργειακής κατανάλωσης.