“Η ελληνική οικονομία, μετά από μια ταχεία ανάκαμψη το 2021, που της επέτρεψε να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών που προκλήθηκαν από την πανδημία, είχε εισέλθει στο 2022 με τους πρόδρομους δείκτες να σηματοδοτούν προοπτικές δυναμικής ανάπτυξης. Η ουκρανική κρίση, όπως και σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία, μπορεί προσωρινά να προκαλέσει επιβράδυνση της ανάπτυξης και αύξηση του πληθωρισμού, αλλά δεν θα ανατρέψει την πραγμάτωση του δυναμικού της ελληνικής οικονομίας”.
Αυτό τόνισε ο επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Τάσος Αναστασάτος, κατά τη παρέμβασή του στο 23ο Ετήσιο Συνέδριο Capital Link Invest in Greece, New York Forum. Παράλληλα, ο ίδιος πρόσθεσε:
“Το μέγεθος του αντίκτυπου της κρίσης θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, όπως η διάρκεια του πολέμου, η φύση και η διάρκεια των κυρώσεων της ΕΕ και τα μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Ο άμεσος αντίκτυπος θα είναι περιορισμένος, καθώς οι εμπορικοί, τουριστικοί και χρηματοοικονομικοί δεσμοί με τη Ρωσία και την Ουκρανία είναι σχετικά μικροί. Ωστόσο, η Ελλάδα έχει έκθεση στις ρωσικές εισαγωγές για το ενεργειακό της μείγμα και η αυξημένη αβεβαιότητα μπορεί να επιδράσει στη συμπεριφορά των καταναλωτών και των επενδύσεων στο βραχυπρόθεσμο διάστημα.
Από την άλλη πλευρά, οι τελευταίες πληροφορίες δείχνουν ότι η δραστηριότητα σε αρκετούς κλάδους συνεχίζει αμείωτη και υπάρχουν προσδοκίες για μια ισχυρή τουριστική σεζόν, μετά την εξομάλυνση της κατάστασης στην Ουκρανία. Επιπλέον, η Ελλάδα θα επωφεληθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (2ος μεγαλύτερος δικαιούχος στην ΕΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ της), το ΕΣΠΑ 2021-2027 και τα κεφάλαια της ΕΤΕπ. Αυτοί οι πόροι, μαζί με τα κινητοποιούμενα ιδιωτικά και τραπεζικά κεφάλαια, όχι μόνο παρέχουν άφθονη ρευστότητα, αλλά βοηθούν επίσης στον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας προς την κατεύθυνση της επίτευξης βιώσιμης ανάπτυξης με κινητήριες δυνάμεις τις εξαγωγές και τις επενδύσεις.
Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της διοχέτευσης πόρων σε επιλεγμένες οικονομικές δραστηριότητες (πράσινη μετάβαση και ψηφιοποίηση ειδικότερα), καθώς και μέσω των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που συνοδεύουν την εκταμίευση των κεφαλαίων. Οι οικονομικές προοπτικές υποστηρίζονται από διευκολυντική νομισματική πολιτική -ευέλικτη επανεπένδυση έως το τέλος του 2024 των ελληνικών ομολόγων που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του PEPP της ΕΚΤ -, συνεχιζόμενα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης, μαξιλάρι ρευστότητας άνω των €31 δισ. και σημαντικά βελτιωμένες χρηματοοικονομικές συνθήκες (ριζική μείωση των ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών, άνετη ρευστότητα και κεφαλαιακή επάρκεια)”.