Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024
ΑρχικήEDITOR'S PICKS2020: Annus mirabilis για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

2020: Annus mirabilis για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Του Κώστα Υφαντή
Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Η Τουρκία εδώ και μία πενταετία βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού και λειτουργεί με όρους έντασης, απειλής χρήσης βίας αλλά και στρατιωτικής εμπλοκής. Η ανόητη φιλοδοξία να αναδυθεί η χώρα σε περιφερειακό ηγέτη αποκάλυψε την αυταπάτη για την πραγματική τουρκική ισχύ, ενώ πλήγωσε βαθιά την όποια προοπτική εκδημοκρατισμού. Η αντίδραση του Προέδρου Ερντογάν με τις απειλές για μία πλημμυρίδα προσφύγων στην Ευρώπη, την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λοζάνης ως θεμέλιο της σύγχρονης Τουρκίας αλλά και της περιφερειακής αρχιτεκτονικής της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου είναι τα πιο χαρακτηριστικά συστατικά μιας στροφής προς έναν ακραίο εθνικισμό που θυμίζει τις αναθεωρητικές δυνάμεις του 19ου και 20 ου αιώνα.

Σε μία χώρα όπου η στρατηγική κουλτούρα διαμορφώνεται ιστορικά και από την αντίληψη περί αιώνιων εξωτερικών απειλών, ένα εθνικιστικό κάλεσμα μπορεί να λειτουργήσει συσπειρωτικά. Τουλάχιστον έτσι έχει γίνει με το Κόμμα της Εθνικιστικής Δράσης, το οποίο έχει καταστεί ο απόλυτα πιστός και αφοσιωμένος συνοδοιπόρος και επέτρεψε στον Ταγίπ Ερντογάν να αναδυθεί ως ένας παντοδύναμος και ελεύθερος από κάθε θεσμικό, δημοκρατικό έλεγχο Πρόεδρος Δημοκρατίας. Στην Ελλάδα, αυτές οι εξελίξεις είναι λόγος αφύπνισης και επαγρύπνησης. Η ένταση που χαρακτηρίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τα τελευταία σχεδόν τρία χρόνια επιβεβαιώνει ότι όσο τα ζητήματα παραμένουν άλυτα τόσο θα κυριαρχούν οι εθνικιστικές εξάρσεις και ο φόβος. Και ο τελευταίος δεν είναι ποτέ καλός σύμβουλος.

Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2016, στην Άγκυρα κυριαρχεί η ανασφάλεια, η συνωμοσιολογία και το κυνήγι μαγισσών. Η έτσι κι αλλιώς καχεκτική τουρκική δημοκρατία διολισθαίνει σταθερά προς έναν αναγνωρίσιμο κεντροασιατικό αυταρχισμό. Έναν ανταγωνιστικό αυταρχισμό, όπου μόνο οι εκλογικές αναμετρήσεις διασώζουν μία κατ’ επίφαση δημοκρατική διαδικασία. Ο Ταγίπ Ερντογάν είναι πλέον ο μακροβιότερος ηγέτης στην ιστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας. Δύσκολα θα βρεθεί άλλος να τον ξεπεράσει. Όπως όλοι οι ηγέτες που παραμένουν για πολλά χρόνια στην εξουσία, έτσι και ο Τούρκος Πρόεδρος έχει συνειδητά εξισώσει το καλό της Τουρκικής Δημοκρατίας με την αέναη παραμονή του στο τιμόνι της χώρας. Έτσι, κάθε εσωτερικός πιθανός αντίπαλος, εύκολα χαρακτηρίζεται ως εχθρός του λαού και του έθνους, ενώ η αναζήτηση εχθρών δεν περιορίζεται ποτέ εντός των τειχών. Και η Άγκυρα έχει διαμορφώσει μία μακρά λίστα εχθρών και αντιπάλων.

Από το 2008 το Ισραήλ έχει στοχοποιηθεί ως βασική πηγή των δεινών που μαστίζουν τον Ισλαμικό κόσμο. Στην Αίγυπτο υπάρχει ένα καθεστώς που ανέτρεψε την νόμιμη κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων, ενώ στη Συρία, διεφθαρμένα αραβικά καθεστώτα διέσωσαν τον Άσσαντ και απειλούν να εργαλειοποιήσουν τις Κουρδικές πολιτοφυλακές. Με το Ιράν η Άγκυρα έχει καλές σχέσεις επειδή η αντίληψη της κουρδικής απειλής είναι κοινή, αλλά μια πιο στενή σχέση με την Τεχεράνη θα φέρει την Άγκυρα αντιμέτωπη με το Ριάντ και τα Εμιράτα του Κόλπου και φυσικά με τις ΗΠΑ.

Με την Ρωσία αναπτύσσεται μια στενή συνεργασία αλλά και σε αυτή την περίπτωση η Άγκυρα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ανυπόφορες επιλογές. Οι Τουρκο-αμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο χειρότερο δυνατό σημείο. Η καχυποψία και η έλλειψη εμπιστοσύνης έχει εγκατασταθεί εδώ και χρόνια στους διαδρόμους του αμερικανικού Πενταγώνου και του Λευκού Οίκου. Η υπόθεση του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 είναι χαρακτηριστική. Η επιβολή σημαντικών κυρώσεων επιβεβαιώνει ότι οι ΗΠΑ δεν θα δεχθούν τίποτε περισσότερο από την πλήρη υποχώρηση της Άγκυρας.

Την ίδια στιγμή η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι ζωντανή μόνο επειδή κανείς δεν είναι διατεθειμένος να υπογράψει το πιστοποιητικό θανάτου. Και μπορεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύο φορές να έχει ζητήσει την αναστολή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων αλλά, προς το παρόν τουλάχιστον, γεωπολιτικές αξιολογήσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες εμποδίζουν μια τέτοια απόφαση. Στην τακτική της Τουρκίας να επιχειρεί να δημιουργεί τετελεσμένα στην Ανατολική Μεσόγειο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο απείλησε με κυρώσεις, αλλά αποδείχθηκε πόσο δύσκολη είναι η συναίνεση για μία τέτοια απόφαση. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ που έχουν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία είναι αρκετά. Η Ολλανδία, μόνο, έχει επενδύσεις που ξεπερνούν τα 37 δισεκατομμύρια, ενώ οι ευρωπαϊκές εξαγωγές στην τουρκική αγορά είναι πολλαπλάσιας αξίας.

Για να είμαστε προσγειωμένοι, όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ΕΕ δεν έχει τη δυνατότητα να πιέσει αποτελεσματικά την Τουρκία στο γεωπολιτικό περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Με την εξαίρεση της Γαλλίας, καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει το στομάχι και την ικανότητα να προβάλλει την απαραίτητη ισχύ στην περιοχή και να ανασχέσει την Τουρκική παρουσία. Και η Τουρκία το ξέρει αυτό. Όπως ξέρει ότι έχει και ένα ακόμη ισχυρό όπλο στο οπλοστάσιο της. Η συμφωνία ΕΕ-Τουρκία για τον έλεγχο των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών λειτουργεί ακόμη και μάλιστα πολύ καλύτερα από ότι πολλοί και πολλές εκτιμούσαν. Κανένας δεν θέλει να ξανανοίξει το θέμα γιατί αυτή την φορά το τουρκικό παζάρι θα είναι ακόμη πιο σκληρό.

Η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία καλούνται να αντιμετωπίσουν την έμπρακτη αμφισβήτηση των δικαιωμάτων τους σε ένα στρατηγικό περιβάλλον που έτσι κι αλλιώς είναι γεμάτο εστίες αστάθειας. Η Τουρκία αντιμετωπίζει την Ελλάδα σχεδόν ως περίκλειστη χώρα. Δεν αναγνωρίζει στα ελληνικά νησιά κανένα δικαίωμα εκτός από αιγιαλίτιδα ζώνη. Και αν στη περίπτωση των μεγάλων ελληνικών νησιών του Αιγαιακού χώρου είναι ίσως διατεθειμένη να συζητήσει, στην περίπτωση του συμπλέγματος του Καστελλόριζου η Τουρκία δεν θέλει απολύτως καμία συζήτηση ούτε καν σε επίπεδο διερευνητικών επαφών. Είναι προφανές ότι δεν θέλει να αποδεχθεί την πρόβλεψη του Δικαίου της Θάλασσας ότι τα νησιά έχουν δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και το Καστελλόριζο είναι κομβικής σημασίας για την Τουρκική επιδίωξη. Αυτό που περιμένει η Άγκυρα είναι ότι η Αθήνα «οφείλει» να συμμορφωθεί και να αποδεχθεί την Τουρκική θέση.

Από το 1974 έως και σήμερα, η ελληνική στρατηγική υπήρξε σταθερή και σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματική. Ένα μείγμα λειτουργικής εμπλοκής και εσωτερικής και εξωτερικής εξισορρόπησης και αποτροπής. Με διαφορές στην ένταση και την ρητορική, αυτό το μείγμα λειτούργησε σχετικά καλά.

Η τρέχουσα συγκυρία και η τουρκική πρόκληση της «Γαλάζιας Πατρίδας» κινητοποίησε την Αθήνα και την έσπρωξε να απαντήσει με έναν τρόπο που πραγματικά ξαφνιάζει σε σχέση με το παρελθόν. Η ελληνική διπλωματία αναγκάστηκε να σκεφτεί στρατηγικά. Αν και θα ακουστεί παράδοξο, είναι η Τουρκική ηγεμονική ατζέντα που είναι υπεύθυνη για την πρωτοφανή ικανότητα της Αθήνας να διαβάζει με στρατηγικό τρόπο τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τις περιφερειακές δυναμικές. Είναι η Τουρκία που έβγαλε το Αιγαίο από το στενό διμερές πλαίσιο των τελευταίων 45 ετών. Είναι η Τουρκία ως περιφερειακός αποσταθεροποιητής που ανάγκασε την Αθήνα να κινηθεί και να ορίσει τα συμφέροντά της σε ένα ευρύτερο γεωστρατηγικό περιβάλλον και να καταστεί ελκυστικός εταίρος για άλλους παραδοσιακούς παίκτες στην περιοχή. Η Αθήνα έχει πλέον συνεργασίες στρατηγικού χαρακτήρα με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Σαουδική Αραβία, ενώ η προσπάθεια εξισορρόπησης του τουρκικού γεωπολιτικού αποτυπώματος φτάνει μέχρι την Νότια Ασία και την Ινδία. Την ίδια στιγμή οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε εξαιρετικό επίπεδο και θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται όσο η Αθήνα αναβαθμίζει το γεωστρατηγικό της προφίλ ως εταίρος χωρών σημαντικών για τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή.

Και βεβαίως, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι η απόφαση να ενισχυθεί η αποτρεπτική ικανότητα της χώρας με μια μεγάλη οικονομική θυσία σε μία καθόλου ευνοϊκή δημοσιονομική συγκυρία. Είναι η κατάρρευση της ισορροπίας ισχύος τα τελευταία δέκα χρόνια που έκανε την Τουρκία πιο επιθετική, θα είναι η αποκατάσταση της στρατιωτικής ισορροπίας ισχύος που θα την αναγκάσει να περιοριστεί.

Το 2021 θα είναι και αυτό έτος έντασης και κινδύνων. Η Αθήνα οφείλει να είναι προετοιμασμένη για το χειρότερο αλλά και για το καθόλου μακρινό ενδεχόμενο να ξεκινήσει μία διαδικασία διαλόγου. Είτε πρόκειται για το γνωστό πλαίσιο των διερευνητικών είτε για μία περιφερειακή πολυμερή διάσκεψη – ιδέα που υιοθετείται και από την ΕΕ – η ελληνική διπλωματία οφείλει να είναι προετοιμασμένη να (συν)διαμορφώσει την διαδικασία, το πλαίσιο και την ημερήσια διάταξη. Απαιτείται ψυχραιμία, σε βάθος σχεδιασμός με βάση το χειρότερο δυνατό σενάριο και αποφασιστικότητα.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΑΚΤΗ ΜΙΑΟΥΛΗ» (Τεύχος 57-Δεκέμβριος 2020)

spot_img
300px by 250px ad for bank of Chania

MUST READ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ