Νηνεμία επικρατεί στις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά, μετά την “καταιγίδα” αύξησης των τιμών στο δεκαήμερο από 11 Ιουλίου έως και 22 Ιουλίου, οπότε και καταγράφηκε άλλο ένα υψηλό ρεκόρ έτους με την τιμή ανά μεγαβατώρα στα 219,28 ευρώ.
Πάντως, με πτώση 2%, στα 104,26 ευρώ/MWh διαμορφώθηκε η Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (ΤΕΑ) της Αγοράς Επόμενης Ημέρας την Τρίτη 30/7/2024. Η υψηλότερη τιμή στη διάρκεια του 24ώρου διαμορφώθηκε στα 208,04 ευρώ/MWh, ενώ το χαμηλό του 24ωρου διαμορφώθηκε στα 59,69 ευρώ/MWh. Η συνολική ζήτηση διαμορφώθηκε σε υψηλά επίπεδα, στις 438.65 GWh. Στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής κυριαρχούν οι ΑΠΕ με 47,21% και ακολουθεί το φυσικό αέριο με 29,67%.
Να σημειωθεί ότι χθες, Δευτέρα, η τιμή στην Αγορά της Επόμενης Μέρας διαμορφώθηκε στα 106,02 ευρώ/MWh ανεβασμένη κατά 30,97%. Κι αυτό γιατι η χαμηλή ζήτηση λόγω του κύματος δροσιάς το Σαββατοκύριακό έριξε τη ζήτηση και τις τιμές, ομού βέβαια, με την αυξημένη συμμετοχή των ΑΠΕ.
Τη Δευτέρα, το μίγμα, επίσης, διαμορφώνεται ως εξής: ΑΠΕ στο 47%, φυσικό αέριο στο 32,03%, εισαγωγές στο 11,05%, μεγάλα υδροηλεκτρικά στο 5,41%. Η ζήτηση ανέβηκε κατά 13,70% ξεπερνώντας και πάλι τις 440 GWh. Υπενθυμίζεται ότι το Σαββατοκύριακό η ζήτηση έπεσε κάτω από τις 400 GWh.
Ετσι, την Κυριακη 28/7 η τιμή ήταν στα 80,95 ευρώ/MWh, με πτώση 21,81% σε σχέση με το Σάββατο 27/7, όπου τιμή ήταν στα 103,53 ευρώ/MWh, πεσμένη κατά 9,49% σε σχέση με την τιμή της Παρασκευής, που ήταν στα 114,39 ευρώ/MWh.
Ωστόσο, παρά, την καθοδική πορεία των τιμών, η μέση χονδρεμπορική τιμή του Ιουλίου, που αποτελεί και μια από τις βασικές παραμέτρους διαμόρφωσης των πράσινων και κίτρινων τιμολογίων του επόμενου μήνα, είναι σημαντικά υψηλότερη από τον Ιούνιο. Υπενθυμίζεται, ότι η Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (ΤΕΑ) του Ιουνίου ήταν στα 98,89 ευρώ ανά MWh και του Ιουλίου ανέρχεται μέχρι σήμερα στα 133,43 ευρώ (σ.σ. υπολείπεται και η τελευταία συνεδρίαση του μήνα) ενισχυμένη κατά 34,92%. Μέχρι, δε, χθες, ήταν στα 137,16 ευρώ/ΜWh, την ώρα που στα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας ήταν περίπου, στα 142 ευρώ/ΜWh,.
Ουσιαστικά χρονικά περιθώρια δεν υπάρχουν πολλά και έτσι δεν αναμένεται να υπάρξει δραματική αλλαγή στη μέση τιμή του μήνα, παρά το ότι τις τελευταίες μέρες καταγράφεται διαρκής πτώση, που οδηγεί το κόστος χονδρικής κάτω από το “όριο” των 140 – 150 ευρώ/MWh, που διαμορφώνεται περίπου το κόστος των λιγνιτικών μονάδων που ειναι και οι πιο ακριβές, λόγω και του κόστους των ρύπων.
Στο φόντο αυτό, αναμένεται να πιεστούν, κάπως, τα κυμαινόμενα και το ειδικό τιμολόγιο. Το ύψος, πάντως, που θα έχουν τον Αύγουστο θα καθοριστεί από το τι εμπορική πολιτική θα ακολουθήσουν οι πάροχοι και από τις εκπτώσεις που θα δώσουν στους καταναλωτές. Ήδη, η Protergia έχει ανακοινώσει ότι αφήνει αμετάβλητα τα ‘πράσινα” τιμολόγια, περίπου στα 15 λεπτά. ”Βαρόμετρο”, βέβαια, θα είναι και πάλι η ΔΕΗ με τις εκπτώσεις της, καθώς έχει το 70% της χαμηλής τάσης.
Η στόχευση, πάντως, είναι οι χρεώσεις να μην ξεπεράσουν τα 14-16 λεπτά ανά κιλοβατώρα και η επιδότηση θα κινηθεί σε τέτοια επίπεδα ώστε να καλύψει τη διαφορά από τις τιμές που θα ανακοινώσουν οι προμηθευτές την 1η Αυγούστου. Από την άλλη πλευρά οι επιχειρήσεις που έχουν τεθεί εκτός επιδοτήσεων επαφίενται στο πόσο θα λειτουργήσει ο ανταγωνισμός στην αγορά και κατά πόσον κάποιοι προμηθευτές θα θελήσουν να απορροφήσουν μέρος της αύξησης του χονδρεμπορικού κόστους, περιορίζοντας τις ανατιμήσεις.
Στο θέμα των επιδοτήσεων αναφέρθηκε χθες και ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη συνάντηση που είχε με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Είπε ότι η κυβέρνηση παρακολουθεί και με πολύ μεγάλη προσοχή τις εξελίξεις στην αγορά της ενέργειας και αναφέρθηκε στην απότομη αύξηση των τιμων της Όπως γνωρίζετε τις τελευταίες εβδομάδες υπήρξε μία πολύ απότομη αύξηση των τιμών της χονδρικής ενέργειας σε όλη την ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. «Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι παραγωγοί ενέργειας έβγαλαν σαφέστατα ουρανοκατέβατά κέρδη. Η κυβέρνηση αυτά τα κέρδη θα τα φορολογήσει επιβάλλοντας ένα έκτακτο τέλος όπως είχε κάνει και στο παρελθόν, στέλνοντας ένα μήνυμα ότι δεν μπορεί ο Έλληνας καταναλωτής να πληρώνει τις όποιες δυσλειτουργίες σε μια αγορά ενέργειας που σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν έχει φτάσει ακόμα στο σημείο της λειτουργίας που θα θέλαμε».
Πάντως ο κ Μητσοτάκης εκτίμησε ότι μπορεί η παρέμβαση της κυβέρνησης να επανέφερε τις τιμές σε κανονικά επίπεδα, αφήνοντας στην πραγματικότητα αιχμές κατά των παραγωγών.
«Χαίρομαι διότι τις τελευταίες ημέρες, ενδεχομένως και ως αποτέλεσμα των ανακοινώσεων της κυβέρνησης, οι τιμές επανήλθαν σε κανονικά επίπεδα αλλά θα πρέπει όλοι να γνωρίζουν ότι ανά πάσα στιγμή η κυβέρνηση θα είναι έτοιμη να παρέμβει οπότε διαπιστώνονται στρεβλώσεις στην αγορά και κέρδη τα οποία δεν δικαιολογούνται από την ομαλή λειτουργία της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας» είπε χαρακτηριστικά.
Η ρύθμιση για το ειδικό τέλος στο φυσικό αέριο
Στο μεταξύ, θέμα ημερών, αν όχι ωρών είναι η προώθηση στη Βουλή της διάταξης για τον έκτακτο φόρο στους ηλεκτροπαραγωγούς του φυσικού αερίου. Με βάση τις σχετικές ανακοινώσεις το ΥΠΕΝ υπό μορφή τροπολογίας θα εντάξει το σχήμα του έκτακτου τέλους σε νομοσχέδιο του υπ. Οικονομικών με τίτλο «Αναδιάρθρωση της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας και των θυγατρικών της», το οποίο ψηφίζεται σήμερα. Με βάση, δε, πληροφορίες, στα 10 ευρώ αναμένεται να είναι το ύψος του έκτακτου φόρου, που θα καταβληθεί από τους παραγωγούς με θερμικές μονάδες αερίου για κάθε μεγαβατώρα. Το έκτακτο τέλος που θα επιβληθεί στις μονάδες φυσικού αερίου θα έχει διάρκεια από 1 μέχρι και 3 μήνες.
Με δεδομένο ότι τον Ιούλιο η κατανάλωση προς ηλεκτροπαραγωγή ανήλθε περίπου σε σε 4,8 MWh, το έκτακτο τέλος, θα φέρει στον κρατικό κουμπαρά ένα ποσό μόνο για τον πρώτο μήνα στα επίπεδα των 48 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο οι παραγωγοί με μονάδες φυσικού αερίου θεωρούν ότι η όλη επιχείρηση για τα “ουρανοκατέβατα” κέρδη εκπορεύτηκε από επικοινωνιακούς και οχι πραγματικούς λόγους. Είναι, όπως αναφέρουν, σε χωρίς αντίκρισμα καθώς η αγορά ομαλοποιείται και μέσα από εκπτώσεις το κόστος θα ισορροπήσει για τον καταναλωτή. Επιπλέον σημειώνουν ότι η επιβολή τέλους ωθεί το κόστος παραγωγής προς τα πάνω, περισσότερο κι από το κόστος παραγωγής με λιγνίτες, κάτι που ίσως ευνοήσει τις εισαγωγές. Ταυτόχρονα, οι παραγωγοί θεωρούν ότι ουσιαστικά “επιδοτούνται” οι πάροχοι, που δεν έχουν καθετοποίηση, καθώς μπορούν και να “φουσκώσουν” τιμές αλλά και την ίδια ώρα να μην “τρομάξουν” οι καταναλωτές, λόγω των επιδοτησεων. Βέβαια, οι καθετοποιημένοι όμιλοι, με κυρίαρχη τη ΔΕΗ, έχουν τα μεγαλύτερα μερίδια αγοράς, και άρα ό,τι βγάλουν από τη μια “τσέπη” με το ‘εκτακτο τέλος, κάπως πώς, θα πάει μέσω των λογαριασμών λιανικής και τις επιδοτήσεις, σε αυτούς και πάλι, έστω και σε μειωμένο ποσοστό “ανάκτησης”.