Σημαντικός πυλώνας για την διαδικασία της “πράσινης” μετάβασης είναι η παραγωγή υδρογόνου, σύμφωνα με όσα ανέφεραν ομιλητές στο Συνέδριο «Δίκτυα Υδρογόνου: Μετατρέποντας το Όραμα σε Δράση» του ΔΕΣΦΑ.
«Δεν έχουμε πολιτική για το υδρογόνο και πρέπει να επιταχύνουμε» είπε χαρακτηριστικά κ διευθύνουσα σύμβουλος του ΔΕΣΦΑ Μαρία Ρίτα Γκάλι και πρόσθεσε ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια καλά λειτουργούσα και αποτελεσματική αγορά.
«Χρειαζόμαστε καθαρή στρατηγική και συγκεκριμένους στόχους. Πρέπει να προχωρήσουμε από το όραμα στη δράση», συμπληρωσε κ. Γκάλι.
Πάντως, με βάση όσα ανέφερε στο εν λόγω συνέδριο ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, στις αρχές του 2024 θα τεθεί σε ισχύ το νέο θεσμικό πλαίσιο για την αδειοδότηση και την πιστοποίηση έργων υδρογόνου. Στόχος, όπως είπε, για το νέο θεσμικό πλαίσιο που εκπονείται από ειδική ομάδα εργασίας, είναι να διαμορφωθεί μια διαδικασία αδειοδότησης που να μην είναι πολύ «βαριά» με υπερβολικές ρυθμίσεις ώστε να διευκολυνθούν οι επενδύσεις. «Πολύ σύντομα, είπε ο γενικός γραμματέας, η Ελλάδα δεν θα είναι μια από τις οκτώ εξαιρέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ που δεν διαθέτουν στρατηγική για το υδρογόνο».
ΕΣΕΚ και υδρογόνο
Μάλιστα ο κ. Αϊβαλιώτης τόνισε ότι το νέο αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και ο Κλίμα, που κατατέθηκε ήδη στις Βρυξέλλες, προβλέπει πως έως το 2030 1,7 GW ενέργειας που θα παράγεται από ΑΠΕ θα κατευθύνεται στην παραγωγή πράσινου υδρογόνου ενώ το 2050 η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που θα χρησιμοποιείται για την παραγωγή υδρογόνου θα φθάσει στα 30 GW. Υπογράμμισε δε ότι η παραγωγή του πράσινου υδρογόνου θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ οι οποίοι είναι πάρα πολύ υψηλοί όπως για παράδειγμα η παραγωγή από υπεράκτια αιολικά που σχεδιάζεται να ανέρχεται σε 12GW έως το 2050.
Σε σχέση με την “πρόκληση” για χρηματοδότηση που θέτει ως “κομβική” για τη βιωσιμότητα έργων η αγορά, ο κ. Αϊβαλιώτης τόνισε ότι στο Ταμείο Ανάκαμψης μετά την αναθεώρηση του Repower EU προβλέπεται η χρηματοδότηση έργων άνω των 50 εκατ ευρώ μέσω της παροχής δανείων.
Από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της ΡΑΑΕΥ αρμόδιος για θέματα ενέργειας Δημήτρης Φούρλαρης παρουσίασε τους προβληματισμούς που υπάρχουν και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ότι αφορά τις αρχές που θα διέπουν τη νέα αγορά του υδρογόνου. Όπως είπε χαρακτηριστικά το γεγονός ότι η δέσμη μέτρων για την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα, η οποία θα τροποποιήσει την κύρια οδηγία και τον κανονισμό για το φυσικό αέριο, δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμη μετά από περισσότερα από δύο χρόνια δείχνει τη δυσκολία σχεδιασμού της νέας αγοράς και τις διαφορετικές απόψεις μεταξύ των κρατών μελών.
Σημείωσε ακόμη ότι το ΕΣΕΚ κάθε χώρας, αλλά οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να είναι προσεκτικές ώστε να βλέπουν τα επενδυτικά σχέδια του υδρογόνου, του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου με συντονισμένο τρόπο και σε περιφερειακό επίπεδο, ενώ αναφερόμενος στα υπάρχοντα δίκτυα φυσικού αερίου, σημείωσε ότι πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξουν λανθάνοντα περιουσιακά στοιχεία, ενώ ταυτόχρονα, πρέπει να αποφευχθεί η διασταυρούμενη επιδότηση.
Με βάση τον κ. Φούρλαρη η Ελλάδα ήταν από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη που εισήγαγε φυσικό αέριο και ότι αυτή τη φορά δεν πρέπει να μείνουμε πίσω και πρόσθεσε ότι τα βήματα θα πρέπει να είναι προσεκτικά διότι η απαλλαγή του ενεργειακού τομέα από τις εκπομπές άνθρακα θα λειτουργήσει μόνο εάν είναι εγγυημένη η ενεργειακή ασφάλεια και εάν το ενεργειακό σύστημα της ΕΕ είναι ανθεκτικό.
Οι προϋποθέσεις
Επίσης, με βάση όσα ανέφερε ο Νικόλαος Ντάβος, συνιδρυτής και διαχειριστής του CluBE – Cluster Βιοοικονομίας και Περιβάλλοντος Δυτικής Μακεδονίας και Εθνικός Εκπρόσωπος European Hydrogen Observatory (EHO) η ενεργειακή μετάβαση αποτελεί θέμα προτεραιότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι καθαρές πηγές ενέργειας διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Μάλιστα σε ανακοίνωσή του πριν λίγες μέρες με θέμα: Η Ανάγκη Προώθησης της Οικονομίας του Υδρογόνου στην Ελλάδα: Οι απαραίτητες επενδύσεις στις υποδομές των ηλεκτρικών δικτύων και το αναμενόμενο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ ο κ. Ντάβος επισήμανε:
«Η ενεργειακή μετάβαση αποτελεί πλέον θέμα προτεραιότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ οι καθαρές πηγές ενέργειας διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Η Ελλάδα, στρεφόμενη προς αυτή την κατεύθυνση, έχει την ευκαιρία αλλά και την πρόκληση, να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στην πράσινη ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης. Σε παγκόσμιο αλλά και σε εθνικό επίπεδο, η πρόκληση της κλιματικής κρίσης πλέον (και όχι αλλαγής) απαιτεί άμεση δράση, ενώ η Ευρώπη έχει δεσμευτεί σε ένα φιλόδοξο πλαίσιο για τη μείωση των εκπομπών αεριών θερμοκηπίου. Στο κέντρο αυτής της προσπάθειας βρίσκονται οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και η αποθήκευσή τους, ο εξηλεκτρισμός αλλά και το υδρογόνο ως ένας πράσινος και βιώσιμος ενεργειακός φορέας, ιδιαίτερα σε τομείς, όπως η βαριά βιομηχανία και οι μεταφορές μεγάλων αποστάσεων, όπου αυτές οι εκπομπές είναι δύσκολο να μειωθούν και οι εναλλακτικές λύσεις είτε δεν είναι διαθέσιμες είτε είναι δύσκολο να εφαρμοστούν (hard to abate sectors).
Αυτή όμως η ενεργειακή μετάβαση δεν θα μπορέσει να ολοκληρωθεί χωρίς τις απαραίτητες υποδομές στα ηλεκτρικά δίκτυα. Η δυνατότητα μεταφοράς αλλά και η σταθερότητα του δικτύου είναι απαραίτητες για την εξασφάλιση αξιόπιστης παροχής ηλεκτρικής ενέργειας. Οι τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας, όπως οι μπαταρίες, η αντλησιοταμίευση και το υδρογόνο θα πρέπει άμεσα να διαδραματίσουν εξέχοντα ρόλο στην αντιμετώπιση της διαλείπουσας φύσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Όμως τα ηλεκτρικά δίκτυα αποτελούν ήδη και θα αποτελέσουν ακόμα περισσότερο το επόμενο διάστημα τον σημαντικότερο παράγοντα καθυστέρησης της πράσινης και καθαρής ενεργειακής μετάβασης. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (International Energy Agency) πρόσφατα δημοσίευσε μία έκθεση όπου εξετάζεται η σημασία των ηλεκτρικών δικτύων στην μετάβαση προς τις καθαρές πηγές ενέργειας (https://www.iea.org/reports/electricity-grids-and-secure-energy-transitions/executive-summary).
Σύμφωνα με την έκθεση, για να εκπληρώσουμε τους ενεργειακούς και κλιματικούς μας στόχους, πρέπει να προσθέσουμε ή να αντικαταστήσουμε σε παγκόσμιο επίπεδο 80 εκατομμύρια χιλιόμετρα καλωδίων ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2040, ποσότητα ισοδύναμη με το συνολικό παγκόσμιο δίκτυο που κατασκευάστηκε τα τελευταία 100 χρόνια. Τα ηλεκτρικά δίκτυα είναι απαραίτητα για την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές και την αποτελεσματική ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Σύμφωνα με την έκθεση, σε ένα σενάριο κατά το οποίο οι εθνικοί στόχοι των χωρών για την ενέργεια και το κλίμα επιτυγχάνονται εγκαίρως και πλήρως, η αιολική και η ηλιακή ενέργεια αντιπροσωπεύουν πάνω από το 80% της συνολικής αύξησης της παγκόσμιας ισχύος ηλεκτροπαραγωγής τις επόμενες δύο δεκαετίες, σε σύγκριση με λιγότερο από 40% κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Στο σενάριο του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας για καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050, η αιολική και η ηλιακή ενέργεια αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 90% της αύξησης. Η επιτάχυνση της ανάπτυξης των ΑΠΕ απαιτεί τον εκσυγχρονισμό των δικτύων διανομής και τη δημιουργία νέων δικτύων μεταφοράς για τη σύνδεση των ανανεώσιμων πηγών που βρίσκονται μακριά από τα κέντρα ζήτησης, όπως οι πόλεις και οι βιομηχανικές περιοχές. Τα σύγχρονα και έξυπνα δίκτυα είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της ασφάλειας της ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη διάρκεια της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια. Καθώς αυξάνονται τα μερίδια των μεταβλητών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια, τα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτα για να προσαρμόζονται στις μεταβολές της παραγωγής. Σε ένα σενάριο που συνάδει με την επίτευξη των εθνικών κλιματικών στόχων, η ανάγκη για ευελιξία του συστήματος σύμφωνα με την έκθεση διπλασιάζεται μεταξύ 2022 και 2030.
Σήμερα όμως, τα σημαντικότερα εμπόδια για την ανάπτυξη των ηλεκτρικών δικτύων διαφέρουν ανάλογα με την περιοχή όπως αναφέρει και η έκθεση. Η οικονομική κατάσταση των διαχειριστών των δικτύων αποτελεί σημαντική πρόκληση σε ορισμένες χώρες, ενώ η πρόσβαση σε χρηματοδότηση και το υψηλό κόστος αρχικού κεφαλαίου αποτελούν τα βασικά εμπόδια σε άλλες, μεταξύ αυτών και στη χώρα μας. Επιπλέον άλλα εμπόδια σχετίζονται με την αποδοχή των τοπικών κοινωνιών και των πολιτών για νέα έργα αλλά και η ανάγκη για αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο.
Είναι πλέον όλο και περισσότερο σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη ενεργειακή μετάβαση χωρίς να υπάρξει παράλληλα ανάπτυξη των ηλεκτρικών δικτύων και της αποθήκευσης ενέργειας. Η γρήγορη ανάπτυξη των είναι το βασικό συστατικό αυτής της μετάβασης. Ωστόσο, τα ηλεκτρικά δίκτυα -τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο- που μεταφέρουν την ηλεκτρική ενέργεια στους καταναλωτές, δεν καταφέρνουν να παρακολουθήσουν αυτήν την ανάπτυξη.
Επομένως, τα ηλεκτρικά δίκτυα αποτελούν πλέον σημαντικό εμπόδιο για την Ευρώπη και όλες οι χώρες θα πρέπει να εργαστούν από κοινού ώστε να βρεθούν οι βέλτιστες λύσεις για τις διασυνδέσεις και την ανάπτυξή τους. Επίσης θα πρέπει να διερευνηθεί και να σχεδιαστεί το πως οι υπάρχουσες υποδομές (όπως αυτές του φυσικού αερίου και ο εκσυγχρονισμός τους για την μεταφορά υδρογόνου), θα μπορέσουν να επιταχύνουν την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, όχι μόνο για την μεταφορά τους αλλά και για την αποθήκευσή τους. Ο μετασχηματισμός/εκσυγχρονισμός (retrofitting) των αγωγών φυσικού αερίου και η χρήση του υδρογόνου που παράγεται με ανανεώσιμο τρόπο είναι ένας αποδοτικός και βιώσιμος τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα οφείλει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς διαθέτει τις απαραίτητες φυσικές προϋποθέσεις (ήλιο και αέρα) για την ανάπτυξη της οικονομίας του υδρογόνου. Αυτή η ανάπτυξη θα έχει πολλαπλά οφέλη, τόσο περιβαλλοντικά (μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ, μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και μείωση των εκπομπών) όσο και οικονομικά (προσέλκυση επενδύσεων, δημιουργία πολλών και βιώσιμων θέσεων εργασίας, εξαγωγές υδρογόνου). Η επένδυση στις υποδομές είναι απαραίτητη για την υλοποίηση αυτού του στόχου, ενώ η αναθεώρηση του ΕΣΕΚ αλλά και η Εθνική Στρατηγική για το Υδρογόνο (που έχει καθυστερήσει) θα πρέπει να δώσουν την απαραίτητη χάραξη των στόχων προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να εξασφαλιστεί η αναγκαία χρηματοδότηση και να προωθηθούν οι κατάλληλες επενδύσεις. Επομένως, ευελπιστούμε το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ που αναμένεται να ανακοινωθεί τις επόμενες ημέρες, να περιλαμβάνει σημαντική αύξηση στους στόχους για το υδρογόνο, τόσο σε εγκατεστημένη ισχύ μονάδων ηλεκτρόλυσης όσο και στην παραγωγή πράσινου υδρογόνου.»