Ανάπτυξη άνω του 8% προβλέπει για το 2021 η Τράπεζα της Ελλάδος. Όπως αναφέρεται στην ενδιάμεση έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, το 2022 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει στο 5% και το 2023 στο 3,9% υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από τον διεθνή τουρισμό, την ανάκαμψη της ευρωζώνης και την επιτάχυνση των επενδύσεων.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται η πρόβλεψη αυτή υπόκεινται σε αβεβαιότητες και κινδύνους οι οποίες σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας, την επιτάχυνση του πληθωρισμού, την πιθανη αύξηση των κόκκινων δανείων μετά τη λήξη των μέσων κρατικής στήριξης και ενδεχομένως ένα χαμηλό ποσοστό απορρόφησης των κονδυλίων των next generation eu.
Επίσης, εξακολουθεί να υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα που σχετίζεται με τις πληθωριστικές πιέσεις στις πρώτες ύλες, στο κόστος μεταφορών και στην ενέργεια. Η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων στις τιμές εισαγομένων θα μπορούσε να περιορίσει την ιδιωτική κατανάλωση και τη δυναμική της ανάπτυξης. Παράλληλα, μια ταχύτερη του αναμενομένου αλλαγή κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ θα μπορούσε να προκαλέσει ισχυρούς κλυδωνισμούς στις χρηματοπιστωτικές αγορές, επηρεάζοντας αρνητικά την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία.Τέλος, η αυξημένη διασύνδεση κρατικού και τραπεζικού τομέα εντείνει τόσο τους δημοσιονομικούς όσο και τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους.
Όσον αφορά στις εξελίξεις, στον τραπεζικό τομέα, η ΤτΕ προειδοποιεί ότι η υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων το εννεάμηνο του 2021 λόγω της εφαρμογής του σχεδίου “Ηρακλής” δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Η συστηματική καταγραφή νέων ΜΕΔ (Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια) και το γεγονός ότι η πλήρης επίπτωση της πανδημίας στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών αναμένεται να εμφανιστεί με χρονική υστέρηση.
Το απόθεμα των ΜΕΔ ανήλθε στο τέλος Σεπτεμβρίου 2021 σε 20,9 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 26,3 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2020 και κατά 86,3 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του 2021 οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις δανείων ύψους 26,2 δισ. ευρώ (λόγω της αξιοποίησης του προγράμματος “Ηρακλής”), και λιγότερο σε εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω αναδιαρθρώσεων/ρυθμίσεων δανείων, είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.). Επίσης, τη μείωση των ΜΕΔ υποβοήθησαν, μετά και τη λήξη των μέτρων αναστολής πληρωμής δόσεων, τα μέτρα των τραπεζών για διευκόλυνση πελατών τους όσον αφορά τους όρους αποπληρωμής των δανείων τους.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων εμφάνισε σημαντική μείωση, αλλά παρέμεινε υψηλός (15%) το Σεπτέμβριο του 2021 σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (2,3% σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών). Ο δείκτης κάλυψης των ΜΕΔ από συσσωρευμένες προβλέψεις διαμορφώθηκε σε 43,5%, έναντι 44,4% το Σεπτέμβριο του 2020.
Σχολιάζοντας η ΤτΕ, την πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας της 16ης Δεκεμβρίου να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου μετά το Μάρτιο του 2022 και μέχρι τουλάχιστον τη λήξη της περιόδου των επανεπενδύσεων το τέλος του 2024, μεγαλύτερου ύψους από τις επανεπενδύσεις των εξοφλήσεων των ομολόγων που αποκτώνται από το Ευρωσύστημα στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (PEPP), αναμένεται ότι θα διατηρήσει ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες και χαμηλό κόστος δανεισμού τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Υπό την έννοια, αυτή παρέχει ένα “παράθυρο ευκαιρίας”, το οποίο όμως πρέπει να αξιοποιηθεί τάχιστα προκειμένου να αποκτηθεί η επενδυτική βαθμίδα.