Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς παρακολουθεί με αγωνία τις επιπτώσεις της παρατεταμένης ενεργειακής κρίσης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που δέχονται ένα ακόμη ισχυρό πλήγμα και που επιδεινώνεται καθημερινά από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, με τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς να εκτροχιάζονται. Οι επιχειρήσεις καλούνται να αντεπεξέλθουν, σε ιδιαίτερα υψηλά λειτουργικά κόστη με πρόσθετες επιβαρύνσεις 20-40%, σε μια περίοδο όπου μειώνεται συνεχώς η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Πλέον, το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων, να οδηγούνται για την κάλυψη βασικών αναγκών, όπως είναι η αγορά τροφίμων, η προμήθεια καυσίμων και η πληρωμή λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος ή φυσικού αερίου. Η κυβέρνηση, μέχρι στιγμής, προσπαθεί, μέσα από πρωτοβουλίες που λαμβάνει, να περιορίσει τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ενισχύσεις που πρέπει να συνεχισθούν όσο διαρκεί η ενεργειακή κρίση. Το μεγάλο ερώτημα, που κανείς πλέον δεν μπορεί να απαντήσει, είναι η διάρκεια που θα έχει αυτή η μεγάλη ενεργειακή κρίση. Για αυτόν τον λόγο, απαιτείται ευρωπαϊκή λύση. Από την πλευρά τους, οι επιχειρήσεις ακροβατούν σε ένα τεντωμένο σχοινί, με το μέλλον, για αρκετές από αυτές, να είναι αβέβαιο. Επιχειρήσεις που κατάφεραν, μετά από σχεδόν 12 χρόνια οικονομικής, υγειονομικής και τώρα ενεργειακής κρίσης, να παραμείνουν όρθιες. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, όμως, έχει επιδεινώσει την κατάσταση, αλλάζοντας τις ισορροπίες στον εμπορικό χάρτη, με πολλές ελληνικές επιχειρήσεις να αναζητούν νέες αγορές για να εξασφαλίσουν την επάρκειά τους. Πλέον, οι εταιρείες καταστρώνουν τα σχέδιά τους αναζητώντας, αφενός νέες αγορές για να προμηθευτούν, κυρίως, πρώτες ύλες που εισήγαγαν από τη Ρωσία και την Ουκρανία και, αφετέρου, καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να συγκρατήσουν το κόστος σε επίπεδα που θα μπορούν να πληρώσουν οι Έλληνες καταναλωτές. Πρόκειται για μια δισεπίλυτη εξίσωση καθώς, πλέον, ακόμη και χώρες που διαθέτουν σημαντικά αποθέματα σε πρώτες ύλες έχουν διακόψει ή έχουν περιορίσει αισθητά τις εξαγωγές τους προκειμένου να διασφαλίσουν τη δική τους επάρκεια, σε περίπτωση που ο πόλεμος στην Ουκρανία διαρκέσει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αλλάξει ριζικά το παγκόσμιο εμπόριο σιτηρών. Παραγγελίες από την Ουκρανία και τη Ρωσία έχουν ακυρωθεί, ενώ μεγάλα φορτία παραμένουν «εγκλωβισμένα» σε καράβια στη Μαύρη Θάλασσα. Οι αλευροβιομηχανίες βρίσκονται σε μια διαρκή αναζήτηση αλεύρων από άλλες χώρες, ωστόσο, το υψηλό κόστος αποτελεί σημαντικό «αγκάθι». Ήδη προγραμματίζονται παραγγελίες για να προμηθευτούν μεγάλες ποσότητες αλεύρων από χώρες όπως η Λετονία, η Πολωνία, η Γερμανία, η Γαλλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και ο Καναδάς. Σύμφωνα με στοιχεία, οι μεγαλύτερες παραγωγικές χώρες αλεύρων είναι κατά σειρά η Γερμανία, η Ταϊλάνδη, το Βέλγιο, η Τουρκία, η Γαλλία, το Βιετνάμ, η Αμερική, ο Καναδάς, η Ολλανδία και η Κίνα. Το θετικό, όμως, είναι ότι, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει πρόβλημα επάρκειας. Υπάρχουν χώρες οι οποίες παράγουν σημαντικές ποσότητες που μπορούν να εξασφαλίσουν την επάρκεια και στην χώρα μας. Ωστόσο, το κόστος της προμήθειας αλεύρων από αυτές τις χώρες είναι εξαιρετικά υψηλό. Σημειώνεται ότι η τιμή του σιταριού έχει διπλασιασθεί μέσα σε ένα χρόνο, καταγράφοντας ιστορικά ρεκόρ. Υπέρογκες ανατιμήσεις, οι οποίες έχουν ήδη γίνει αντιληπτές από τους καταναλωτές. Οι τιμές των αλεύρων, μάλιστα, συμπαρασύρουν το κόστος και σε πολλά βασικά αγαθά, όπως είναι το ψωμί και τα μακαρόνια. Αγωνία υπάρχει, όμως, και για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο του σιταριού το ερχόμενο καλοκαίρι, καθώς θα είναι σχεδόν αδύνατο να καλλιεργηθούν οι τεράστιες εκτάσεις με σιτάρι στην Ουκρανία, ενώ αμφίβολες είναι και οι εξαγωγές από τη Ρωσία.
Μεγάλο είναι το πρόβλημα με τις εισαγωγές ζωοτροφών, εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, τόσο σε ό,τι αφορά πρώτες ύλες, όπως είναι το καλαμπόκι που χρησιμοποιείται για τη σίτιση των ζώων από τους κτηνοτρόφους, όσο και για έτοιμες ζωοτροφές, που προορίζονται για τα κατοικίδια. Οι εμπορικές επιχειρήσεις βολιδοσκοπούν, εδώ και αρκετές ημέρες, χώρες από τις
οποίες μπορούν να κάνουν παραγγελίες. Αναζήτηση, η οποία είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, καθώς αρκετές χώρες έχουν διακόψει τις εξαγωγές ζωοτροφών προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δική τους επάρκεια. Χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Σερβία, από τις οποίες θα μπορούσαμε να εισάγουμε ζωοτροφές, έχουν διακόψει τις εξαγωγές προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δική τους επάρκεια. Σημειώνεται ότι οι μεγαλύτερες εξαγωγικές χώρες σε ζωοτροφές σε όλον τον κόσμο είναι, κατά σειρά, η Ολλανδία, η Γερμανία, η Αμερική, η Γαλλία, η Κίνα, η Ταϊλάνδη, το Βέλγιο, η Πολωνία, η Αγγλία και ο Καναδάς. Χώρες από τις οποίες μπορούν να αυξηθούν οι ελληνικές εισαγωγές προς τη χώρα μας. Η αναζήτηση νέων αγορών έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται σημαντικά το κόστος των ζωοτροφών, προκαλώντας αλυσιδωτές επιπτώσεις σε μια σειρά από προϊόντα, όπως το κρέας και το γάλα.
Ισχυρή πίεση δέχονται οι εισαγωγές των λιπασμάτων, καθώς η Ρωσία αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα του κόσμου, με τη συνολική τους αξία να ξεπερνούν τα 6,1 δισ. ευρώ. Μάλιστα, το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, καθώς, η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα λιπασμάτων στον κόσμο, η Κίνα, έχει περιορίσει σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό τις εξαγωγές. Το πρόβλημα είναι δυσεπίλυτο αφού, εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, έκλεισαν εργοστάσια, ενώ κάποια άλλα μείωσαν την παραγωγή τους. Από τις μεγαλύτερες εξαγωγικές χώρες λιπασμάτων είναι, επίσης, ο Καναδάς, η Αμερική, το Μαρόκο, η Λευκορωσία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία.
Ο Πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π., Βασίλης Κορκίδης, αναφορικά με τους 7 ελέγχους για την ανάσχεση της ακρίβειας, δήλωσε:
«Ο βραχνάς της ακρίβειας απαιτεί, τόσο τη λήψη μέτρων από πλευράς κυβέρνησης, όσο και εφαρμογής τους από τις επιχειρήσεις. Επίσης, όπως η επιχειρηματικότητα γίνεται αποδέκτης οικονομικής στήριξης, πρέπει αντίστοιχα να διευκολύνει ελέγχους και κρατικές παρεμβάσεις κατά της ακρίβειας. Το Ε.Β.Ε.Π. έχει συζητήσει, με τις επιχειρήσεις μέλη του, τους 7 ελέγχους που απαιτούνται το επόμενο χρονικό διάστημα και έχει προτείνει την εφαρμογή τους, ώστε να προστατευτεί η βιομηχανία, το εμπόριο και οι υπηρεσίες από τις προκλήσεις των αναγκαίων και την αποφυγή των ευκαιριακών ανατιμήσεων. Ο πρώτος έλεγχος είναι η δήλωση αποθεμάτων συγκεκριμένων αγαθών με ειδική πλατφόρμα καταγραφής, παρακολούθησης και διαχείρισης. Ο δεύτερος έλεγχος είναι η εφαρμογή πλαφόν, θέτοντας όρια περιορισμού εύλογου κέρδους price signaling, που συνδέεται με τον τρίτο, για την αποφυγή απροσδόκητων κερδών windfall profits. Ο τέταρτος είναι η χαρτογράφηση παραγωγής, σύμφωνα με την Economic Intelligence Platform. Ο πέμπτος έλεγχος προβλέπει αυτεπάγγελτα έρευνα για παρακίνηση αύξησης τιμών. Ο έκτος αφορά στις εισηγήσεις ειδικών ανά κλάδο για αρρυθμία εφοδιασμού της αγοράς και τέλος ο έβδομος έλεγχος είναι η εφαρμογή κανονιστικών πράξεων από αρμόδια υπουργεία και ανεξάρτητες αρχές. Η επιτυχία ανάσχεσης της ακρίβειας εξαρτάται από την ταυτόχρονη λειτουργία του συνόλου του προγράμματος ελέγχων και την αξιοποίηση όλης της σειράς των εργαλείων παρέμβασης στην αγορά, όμως, κατά την άποψή μου, καταλυτικό ρόλο θα παίξει, πριν κοστολογήσουμε, να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της ζημιάς που κάνει η ακρίβεια στην οικονομία.»