Η Λαγκάρντ… έκοψε, ο Μητσοτάκης… έραψε και η εβδομάδα θα ξεκινήσει με τις αγορές να παραμένουν «αισιόδοξες» για την πορεία της ελληνικής οικονομίας με ότι αυτό συνεπάγεται για την πορεία των ελληνικών ομολόγων.
Την Πέμπτη, η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όταν ερωτήθηκε σχετικά είπε αυτό που έπρεπε:
«έχουμε υπόψη μας το ζήτημα με τα ελληνικά ομόλογα, θα το αντιμετωπίσουμε στον κατάλληλο χρόνο». Και ποιο είναι αυτό το ζήτημα; Το τι θα γίνει στο μεσοδιάστημα από το τέλος του προγράμματος επαναγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ (το λεγόμενο PEPP) μέχρι τη στιγμή που η Ελλάδα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα για τα ομόλογά της ώστε αυτά να γίνονται αποδεκτά όπως και οι υπόλοιποι τίτλοι της Ευρωζώνης χωρίς να απαιτούνται «μεταμνημονιακές εποπτείες».
Τώρα, η αγορά γνωρίζει ότι η Λαγκάρντ έχει κάτι στο μυαλό της και περιμένει τις ανάλογες αποφάσεις που θα ανακοινωθούν προς το τέλος του χρόνου και ενόψει της νέας χρονιάς κατά την οποία ο ΟΔΔΗΧ στην Ελλάδα θα πρέπει να βγει στις αγορές για το χρηματοδοτικό πρόγραμμα του 2022.
Χθες, τα βλέμματα των επενδυτών στράφηκαν στην Θεσσαλονίκη. Η έντονη φημολογία γύρω από τα μέτρα στήριξης που θα ανακοίνωνε ο πρωθυπουργός ήταν ο λόγος για τον οποίο είχε σημάνει συναγερμός στους αγοραστές των ελληνικών τίτλων οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται για το ποια κοινωνική ομάδα θα ενισχυθεί στην Ελλάδα αλλά για το ποιο θα είναι το αποτύπωμα στον προϋπολογισμό. Είδαν λοιπόν χθες έναν πρωθυπουργό να τηρεί τις δεσμεύσεις της χώρας χωρίς παρέκκλιση. Τα 3,5 δις. ευρώ των μέτρων στήριξης (περίπου 2% του ΑΕΠ) φαντάζουν πολλά. Όμως, αν αναλύσει κανείς τα νούμερα διαπιστώνει ότι το δημοσιονομικό αποτύπωμα θα είναι ελάχιστο.
Από τα 3,5 δις. ευρώ, τα 1,055 δις. ευρώ «χτυπούν» στον προϋπολογισμό του 2021. Ο φετινός προϋπολογισμός ήταν ούτως ή άλλως γνωστό στις αγορές ότι θα είναι έντονα ελλειμματικός. Ο πρωθυπουργός δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να «μοιράσει» τον δημοσιονομικό χώρο που προκαλεί η ταχύτερη του αναμενομένου ανάπτυξη. Με μέτρα προσωρινού χαρακτήρα τα οποία δεν θα αφήσουν αποτύπωμα στον προϋπολογισμό του 2022. Το αντίθετο, είναι πιθανό να λειτουργήσουν και θετικά καθώς από τα 1,055 δις. ευρώ πάνω από 700 εκατ. ευρώ είναι «ζεστό χρήμα»: τα 660 εκατ. ευρώ σε επιχειρήσεις που θα απαλλαγούν από το βάρος πληρωμών για την επιστρεπτέα προκαταβολή (σ.σ τελικώς το ποσό που έδωσε το κράτος θα κουρευτεί έως και 75% αντί για έως 50% αν η επιχείρηση εμφανίζει ζημιές) και τα 50 εκατ. ευρώ σε νοικοκυριά που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα «ΓΕΦΥΡΑ» προκειμένου να πληρώσουν και για το επόμενο τρίμηνο τη δόση του στεγαστικού δανείου. Έτσι, η φετινή χρονιά θα κλείσει με έλλειμμα αντίστοιχο με αυτό που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση: κοντά στα 12 δις. ευρώ σε πρωτογενές επίπεδο χωρίς να αποκλείεται και καλύτερη επίδοση καθώς ο πήχης της ανάπτυξης από χθες έχει ανέβει στο 5,9%.
Αυτά για το 2021. Για το 2022, εμφανίστηκε εκ πρώτης όψεως ένα δημοσιονομικό βάρος 2,3 δις. ευρώ. Δεν είναι έτσι όμως. Πάνω από τα 1,7 με 1,8 δις. ευρώ ήταν μέτρα που είχαν ήδη προϋπολογιστεί (μάλιστα έχουν ήδη νομοθετηθεί). Είναι το πάγωμα της εισφοράς αλληλεγγύης, η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Αυτό σημαίνει ότι και για το 2022, η κυβέρνηση λέει στις αγορές ότι η «υπόσχεση» για δημοσιονομική εξυγίανση και περιορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος στη μισή ποσοστιαία μονάδα ισχύει κανονικά και αυτό αναμένεται να αποτυπωθεί και σε τρεις εβδομάδες από σήμερα στο προσχέδιο του προϋπολογισμού.
Ήταν μια ομιλία ισορροπιών από τον πρωθυπουργό. Οι θεσμοί δεν άκουσαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να υπόσχεται μέτρα μόνιμου χαρακτήρα σε μια περίοδο που συμφωνήθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο να παραχθούν μεν ελλείμματα αλλά μόνο με προσωρινές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι επενδυτές δεν έγιναν μάρτυρες ενός επεκτατικού προγράμματος που οδηγεί σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Και η κοινωνία στο εσωτερικό της χώρας, άκουσε μέτρα που απαντούν σε επίκαιρα ζητήματα: τις ανατιμήσεις στην ενέργεια, την ανάγκη για «διάσωση» των ζημιογόνων επιχειρήσεων που έπεσαν θύματα του κορωνοϊού, αλλά και την «απαίτηση» για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας «με ένσημα» ειδικά για τους νέους.