Η επικαιρότητα έχει φέρει στο φως για ακόμη μία φορά το σοβαρό ζήτημα που πρέπει να απασχολεί όλους μας: την προστασία των προσωπικών μας δεδομένων. Η επικοινωνία των πολιτικών προσώπων είναι θεμιτή και επιβεβλημένη, προκειμένου να μπορέσουν να προωθήσουν τις θέσεις και τις απόψεις τους στην κοινωνία, πρέπει όμως να γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζεται στους νόμους και στον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (GDPR).
Σύμφωνα με το άρθρο 5α του Συντάγματος: 1. Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων.
2. Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19.
Σύμφωνα με το άρθρο 9α του Συντάγματος: Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει.
Έχουμε λοιπόν δύο συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα: δικαίωμα στην επικοινωνία και στην πρόσβαση στην πληροφορία και προστασία των προσωπικών μας δεδομένων, πράγμα που σημαίνει πως η άσκηση του ενός δικαιώματος μας δεν δύναται να πλήττει κάποιο άλλο μας δικαίωμα, όπως είναι η προστασία των προσωπικών μας δεδομένων.
Η Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων πάνω στο ζήτημα της επικοινωνίας των πολιτικών προσώπων, εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές την 31.3.2023 (1/2023). Σύμφωνα με αυτές, πολιτική επικοινωνία ορίστηκε ότι είναι η επικοινωνία που πραγματοποιείται από πολιτικά κόμματα, βουλευτές, ευρωβουλευτές, παρατάξεις και κατόχους αιρετών θέσεων στην τοπική αυτοδιοίκηση ή υποψηφίους στις βουλευτικές εκλογές, τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο, προεκλογική ή μη, για την προώθηση πολιτικών ιδεών, προγραμμάτων δράσης ή άλλων δραστηριοτήτων με σκοπό την υποστήριξή τους και τη διαμόρφωση πολιτικής συμπεριφοράς.
Το πολιτικό πρόσωπο που επικοινωνεί, επεξεργαζόμενο τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών, καθίσταται ως Υπεύθυνος Επεξεργασίας, σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
Ο υπεύθυνος επεξεργασίας- εν προκειμένω το πολιτικό πρόσωπο- υποχρεούται µε βάση την αρχή της λογοδοσίας (βλ. άρ. 5 παρ. 2 σε συνδ. µε 24 και 32 ΓΚΠ∆) να επιλέξει την κατάλληλη νοµική βάση εκ των προβλεπόμενων από το άρθρο 6 παρ. 1 ΓΚΠ∆, πριν ξεκινήσει την οποιαδήποτε επεξεργασία, καθώς και να είναι σε θέση να αποδείξει στο πλαίσιο της εσωτερικής συµµόρφωσης την τήρηση των αρχών του άρθρου 5 παρ. 1 ΓΚΠ∆.
Σύμφωνα και με όσα ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η ΑΠΔΠΧ, η νομιμότητα επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων δύναται να βασίζεται είτε στην προηγούμενη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων (άρθρο 6,παρ. 1, εδ.α’ ΓΚΠΔ), είτε σε υπέρτερο έννομο συμφέρον που εκάστοτε συντρέχει (άρθρο 6 παρ. 1, εδ. στ’ ΓΚΠΔ).
Σε περίπτωση που τα προσωπικά δεδομένα (πχ ο λογαριασμός ηλεκτρονικής διεύθυνσης, το ονοματεπώνυμο, το τηλέφωνο) έχουν συλλεγεί για σκοπό άλλο από αυτό που προορίζονται και δεν έχει προηγηθεί η ορθή ενημέρωση προς το υποκείμενο των δεδομένων, η οποιαδήποτε συγκατάθεση του δεν θεραπεύει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων για τον περαιτέρω σκοπό και για την περαιτέρω χρήση τους. Ο Υπεύθυνος Επεξεργασίας, εν προκειμένω το πολιτικό πρόσωπο, πρέπει να αποδεικνύει ότι ο σκοπός για τον οποίο συλλέχθηκαν – βάσει της συγκατάθεσης των υποκειμένων- τα προσωπικά δεδομένα είναι συμβατός με τον σκοπό της επεξεργασίας τους. (άρθρο 6 παρ.4 ΓΚΠΔ).
Η συγκατάθεση λοιπόν δεν αποτελεί «πανάκεια» και οφείλει να γίνεται με νόμιμη διαδικασία, όπως ορίζεται στον ΓΚΠΔ και καθορίζεται και στις κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής (1/2023). «Η συγκατάθεση πρέπει να παρέχεται με σαφή θετική ενέργεια η οποία να συνιστά ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει ένδειξη της συμφωνίας του υποκειμένου των δεδομένων υπέρ της επεξεργασίας των δεδομένων που το αφορούν για τον συγκεκριμένο σκοπό, και απαιτείται να πληροί όλες τις προϋποθέσεις νομιμότητας του άρθρου 7 ΓΚΠΔ.».
Η συγκατάθεση αυτή μπορεί να παρέχεται ενδεικτικά μέσω κάποιου εντύπου ενημέρωσης που να περιέχεται σε αυτό και το πεδίο συγκατάθεσης και να δίνεται στο υποκείμενο στο πλαίσιο πχ κάποιας πολιτικής εκδήλωσης, ή εναλλακτικά μέσω της ιστοσελίδας του πολιτικού προσώπου.
Η νομική βάση που σύμφωνα με αυτή, δύναται να λαμβάνει χώρα επίσης σύννομα η πολιτική επικοινωνία είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, εφόσον αυτό αποδεικνύεται.
Οι εκλογικοί κατάλογοι των κομμάτων που προορίζονται αποκλειστικά για πολιτική επικοινωνία αποτελούν νόμιμη πηγή σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 5 και 6 ν. 2623/1998 και το άρθρο 23 του κωδικοποιητικού π.δ. 96/2007
Τα δικαιώματα των υποκειμένων των προσωπικών δεδομένων σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων είναι τα εξής:
-Δικαίωμα ενημέρωσης και διαφάνεια (άρθρα 12-14 ΓΚΠΔ)
-Δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων (άρθρο 15 ΓΚΠΔ)
-Δικαίωμα διόρθωσης (άρθρο 16 ΓΚΠΔ)
-Δικαίωμα διαγραφής («δικαίωμα στη λήθη») (άρθρο 17 ΓΚΠΔ)
-Δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας (άρθρο 18 ΓΚΠΔ)
-Δικαίωμα στη φορητότητα των δεδομένων (άρθρο 20 ΓΚΠΔ)
-Δικαίωμα εναντίωσης (άρθρο 21 ΓΚΠΔ)
-Δικαίωμα στη μη αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ (άρθρο 22 ΓΚΠΔ)
Ο Υπεύθυνος Επεξεργασίας, εν προκειμένω το πολιτικό πρόσωπο, έχει υποχρέωση να ενημερώνει τα υποκείμενα για τα δικαιώματα τους και να διευκολύνει τα υποκείμενα για την άσκηση τους.
Συμπερασματικά των ανωτέρω, σε περίπτωση που ένας πολίτης αντιληφθεί (μέσω πχ της αποστολής από πολιτικό πρόσωπο ενός μηνύματος) ότι τα προσωπικά του δεδομένα επεξεργάστηκαν με μη νόμιμο τρόπο (καθώς πχ δεν έχει ποτέ παράσχει την συγκατάθεση του, ή δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη έννομου συμφέροντος για την επεξεργασία), οφείλει να επικοινωνήσει με τον αποστολέα, ο οποίος είναι και ο Υπεύθυνος Επεξεργασίας, προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματα του και κατ επέκταση να ασκήσει καταγγελία στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, προκειμένου να διερευνηθεί το νόμιμο της επεξεργασίας.
Συμπέρασμα επίσης: Οι πολιτικοί μας που φιλοδοξούν να πάρουν τα ηνία της κοινωνίας στα χέρια τους, (κάποιοι τα έχουν ήδη) οφείλουν να προστατεύουν τα δικαιώματα των πολιτών και της κοινωνίας που φιλοδοξούν μέσα από τις θέσεις τους να υπηρετήσουν. Πέρα από το ζήτημα της νομιμότητας, η σχέση πολίτη και πολιτικού πρέπει πέρα και πάνω από όλα να βασίζεται στην ηθική.