Ιδιαίτερα προσεκτικοί πρέπει να είναι οι άνθρωποι ηλικίας 20-50 ετών αυτό το διάστημα μέχρι να κάνουν το εμβόλιο, δηλαδή ως και τον Ιούνιο -Ιούλιο. Τα παραπάνω τόνισε ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας Σωτήρης Τσιόδρας στη διάλεξη του που έδωσε χθες στην Ακαδημία Αθηνών, με θέμα «Πανδημία SARS-COV-2: Η επιστήμη συνοδοιπόρος με την αβεβαιότητα στην αναζήτηση της αλήθειας».
Ο κ. Τσιόδρας επέστησε την προσοχή στις πιο παραγωγικές ηλικίες τονίζοντας ότι :«Ο κορωνοϊός το τελευταίο διάστημα προσβάλει τις ηλικίες 20 έως 50 ετών. Γι΄ αυτό θα πρέπει να συνεχίσουμε να έχουμε μέτρα μέχρι να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα του εμβολιασμού. Η επιστροφή στην κανονικότητα και όχι η εξαφάνιση της επιδημίας, όπως θέλουν να πιστεύουν κάποιοι, θα γίνει σταδιακά με τον έλεγχο της επιδημίας».
Θρομβώσεις- εμβόλιο Astrazeneca
Αναφερόμενος στα εμβόλια ξεκαθάρισε πως: «δεν φέρουν ζωντανό ιό, αλλά διδάσκουν την άμυνα μας πως θα τον σκοτώσει. Τα εμβόλια βοηθούν στη μείωση των περιστατικών και θανάτων που αποδίδονται στον κορωνοϊό».
Μάλιστα τόνισε ότι όποιος νοσήσει από κορωνοϊό έχει πιθανότητα 1/64 να πάθει θρόμβωση, ενώ εάν κάποιος έχει κάνει το εμβόλιο της AstraZeneca έχει πιθανότητα θρόμβωσης 1/100.000 «στο χειρότερο σενάριο».
«Δεν είμαστε αντίθετοι με την φάρμακο-επαγρύπνηση και την στοχευμένη έρευνα, εντούτοις πρέπει να αναφερθούμε στο τεράστιο συγκριτικό όφελος του εμβολιασμού», τόνισε με νόημα.
Οσον αφορά τα φάρμακα είπε ότι δυστυχώς ακόμα: «δεν έχουμε αντιικό φάρμακο που θα χορηγούνταν στην αρχή της νόσου. ‘Ενα χρόνο μετά, ακόμα ερευνούμε ποια φάρμακα βοηθούν», τόνισε.
Το καλό παράδειγμα του Ισραήλ και το κακό της Χιλής
Ο καθηγητής έκανε ειδική αναφορά στο καλό παράδειγμα του Ισραήλ εξηγώντας πως περισσότερα από 5 εκατ. άνθρωποι έχουν λάβει τουλάχιστον μια δόση εμβολίου κι αυτό οδήγησε σε μείωση των κρουσμάτων και των θανάτων: «Τα εμβόλια είναι η ορατή λύση για τον περιορισμό της νόσου. Μετά το Ισραήλ, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η δεύτερη χώρα που έχει προχωρήσει στους εμβολιασμούς. Όσο περισσότεροι εμβολιασμοί τόσο καλύτερα», συμπλήρωσε.
Αντίθετα για το κακό παράδειγμα της Χιλής είπε ότι : «Το 30% του πληθυσμού της Χιλής είχε εμβολιαστεί τουλάχιστον με μία δόση, όμως υπήρξε άρση των μέτρων, πτώση της συμμόρφωσης και τώρα η χώρα αυτή ζει ένα σφοδρό κύμα της πανδημίας».
Το lockdown σφυριά στο κεφάλι
Αναφορικά με τα μέτρα περιορισμού, είπε ότι: «Το lockdown είναι σφυριά στο κεφάλι. Ψάχνουμε να βρούμε χειρουργικούς τρόπους αντιμετώπισης της πανδημίας με τις λιγότερες κοινωνικές, οικονομικές και πνευματικές συνέπειες».
Μάλιστα τόνισε ότι συνάδελφοί του ψυχίατροι, τον ενημέρωσαν πως «έχει αυξηθεί κατά 15% το άγχος στο γενικό πληθυσμό κατά το τρίτο κύμα της πανδημίας».
Πολύ χρηστικές ήταν και οι συστάσεις που έκανε για το ατομικό τεστ: «Αν έχω συμπτώματα και είναι αρνητικό, θα πρέπει να επαναλαμβάνω τον έλεγχο». Ωστόσο υποστήριξε ότι τα self-test, ακόμα κι αν μόνο σε ποσοστό 25% γίνουν σωστά, θα έχουν σημαντικό όφελος στον έλεγχο της πανδημίας.
Όπως είπε το τρίτο κύμα της πανδημίας είναι εδώ και χτυπά περισσότερο την Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική γι΄αυτό: «Το μέλλον εξαρτάται τον εμβολιασμό», υπογραμμίζοντας ότι «η ανοσία θα επιτευχθεί σε ποσοστό 45% έως 85% σε μια κοινωνία που δεν εμβολιάζονται τα παιδιά.
«Ο κορωνοϊός είναι εδώ για να μείνει, τουλάχιστον με τα μέχρι τώρα δεδομένα. Το μέλλον της πανδημίας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες γι’ αυτό παραμένει καθοριστική η χρήση της μάσκας, από την οποία ελπίζουμε κάποια στιγμή να απαλλαγούμε. Όμως βλέπουμε ότι η χρήση μάσκας είχε πολλαπλά οφέλη, όπως η εξαφάνιση της γρίπης εφέτος»
Που «χτυπάει» ο κορωνοϊός
Αναφερόμενος στις επιπτώσεις που έχει ο κορωνοϊός στον ανθρώπινο οργανισμό είπε ότι υπάρχει πιθανότητα οι ασθενείς να παρουσιάσουν μακροπρόθεσμες επιπλοκές όμως ακόμα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αυτή η υπόθεση καθώς υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία στη βιβλιογραφία.
Ο κορωνοϊός επηρεάζει το αναπνευστικό, το καρδιαγγειακό, το νευρικό σύστημα, τα νεφρά, το δέρμα αλλά και την ψυχή, εξήγησε και πρόσθεσε ότι υπάρχουν και επιπτώσεις και σε εξωπνευμονικούς ιστούς όπως η όσφρηση και γεύση: «Το 44% των ανθρώπων που νόσησαν ανέφεραν μείωση της ποιότητας ζωής τους, 32% εξακολουθούσαν να έχουν συμπτώματα και 55% εξακολουθούσαν να έχουν πάνω από τρία συμπτώματα για αρκετό καιρό», κατέληξε.
Ρ. Μελά