Στο “μικροσκόπιο” του Συνηγόρου του Καταναλωτή με μια μακρά λίστα παραπόνων μπαίνει ο ΔΕΔΔΗΕ από τον Συνήγορο του Καταναλωτή με βάση την ετήσια έκθεση πεπραγμένων 2023 της Ανεξάρτητης Αρχής Συνήγορος του Καταναλωτή, που παραδόθηκε χθες από τον επικεφαλής της, Λευτέρη Ζαγορίτη στον πρόεδρο της Βουλής, Κωνσταντίνο Τασούλα η Αρχή.
Όπως αναφέρεται ο Συνήγορος έχει δεχτεί πολλές αναφορές από καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας για εσφαλμένες μετρήσεις κατά την αλλαγή παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας, που οδηγούν σε επιβαρύνσεις σε καταναλωτές. Μάλιστα έχει προχωρήσει σε έγγραφες συστάσεις που, ωστόσο, δεν οδηγούν σε αποτέλεσμα, παρά την ενημέρωση τόσο του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας όσο και της ΡΑΑΕΥ.
Ειδικότερα, βασικά σημεία των αναφορών που υποβάλλονται στην Αρχή κατά του ΔΕΔΔΗΕ έχουν να κάνουν με την αμφισβήτηση των μεγεθών κατανάλωσης που αποτυπώνονται στους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας, είτε κατά την έκδοση των τακτικών εκκαθαριστικών λογαριασμών (λόγω λαθών στη συλλογή των μετρήσεων ή λόγω τεχνικών προβλημάτων των μετρητών ηλεκτρικής ενέργειας) είτε κατά την έκδοση λογαριασμών κατανάλωσης μετά τη διαδικασία αλλαγής προμηθευτή ή αλλαγής πελάτη στην εκάστοτε παροχή.
Επίσης, σημαντικός εντός του 2023 ήταν και ο αριθμός των παραπόνων σχετικά με τον γενικό τρόπο λειτουργίας του ΔΕΔΔΗΕ. Όπως αναφέρεται, ο διαχειριστής δικτύου παίζει κρίσιμο ρόλο στην ομαλή λειτουργία της αγοράς, καθώς είναι υπεύθυνος για την καταμέτρηση της κατανάλωσης, τη συντήρηση του δικτύου, αλλά και την παροχή υπηρεσιών, όπως νέες συνδέσεις, αντικαταστάσεις μετρητών, επαύξηση ισχύος παροχών, κ.λπ. Κάποιες από αυτές τις υπηρεσίες θεωρούνται τόσο σημαντικές, ώστε έχουν θεσπιστεί συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα μέσα στα οποία ο διαχειριστής οφείλει να ολοκληρώσει τις εργασίες του («εγγυημένες υπηρεσίες»).
Παρά το εξαντλητικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία του διαχειριστή, σημειώνεται στην έκθεση, εντούτοις παρατηρούνται ιδιαίτερα προβλήματα σε πεδία, όπως σε ζητήματα που αφορούν στην ορθή και έγκαιρη καταμέτρηση των οικιακών καταναλώσεων ρεύματος, στην έγκαιρη υλοποίηση νέων συνδέσεων, στην εγκατάσταση μετρητών με μειωμένο (νυκτερινό) τιμολόγιο ή στην καθυστερημένη διακοπή της ηλεκτροδότησης, ύστερα από αίτημα του καταναλωτή
Σε ό,τι αφορά τη διόρθωση των λανθασμένων μετρήσεων ιδιαίτερα κατά την αλλαγή παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας, ο Συνήγορος του Καταναλωτή σημειώνει ότι αφορά καταναλώσεις, οι οποίες εύκολα προκύπτει, κατόπιν απλής εξέτασης του ιστορικού κατανάλωσης, ότι είναι λανθασμένες λόγω αυθαίρετων καταχωρίσεων του νέου προμηθευτή, οι οποίες ωστόσο γίνονται δεκτές από το ΔΕΔΔΗΕ.
Εξωδικαστική επίλυση διαφορών
Την ίδια ώρα σημαντικό πρόβλημα στην εξωδικαστική επίλυση καταναλωτικών διαφορών παραμένει η πρακτική του ΔΕΔΔΗΕ να υποβάλει απαντήσεις από τα κατά τόπους καταστήματα της εταιρείας και όχι από κάποια κεντρική υπηρεσία, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται σημαντικές αποκλίσεις στον τρόπο χειρισμού παρόμοιων προβλημάτων, σύμφωνα με τις εκάστοτε πεποιθήσεις του τοπικού υπεύθυνου. Εκτός των άλλων η διαδικασία συμβιβαστικής επίλυσης των ανωτέρω διαφορών ανέδειξε νέα σημαντικά θέματα αναφορικά με την τήρηση των υποχρεώσεων λειτουργίας του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και την εξυπηρέτηση των καταναλωτών από τον ΔΕΔΔΗΕ.
Πιο συγκεκριμένα, παρατηρήθηκαν τα εξής:
· Μη τήρηση της υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης, σε περίπτωση διακοπής της ηλεκτροδότησης για διάστημα άνω των 12 ωρών.
· Μη τήρηση της διαδικασίας καταβολής αποζημίωσης στον καταναλωτή, σε περίπτωση καθυστέρησης διακοπής της ηλεκτροδότησης.
· Μη τήρηση συμφωνημένων συναντήσεων για την πραγματοποίηση τεχνικών εργασιών.
· Μη έγκαιρη λήψη μέτρησης ύστερα από καταγγελία της σύμβασης προμήθειας, με αποτέλεσμα τη χρέωση του καταναλωτή για χρονικό διάστημα μετά την αποχώρησή του από το ακίνητο.
· Άρνηση ένταξης καταναλωτών στο ΚΟΤ, ύστερα από σχετικές διορθώσεις του αρμόδιου φορέα («ΗΔΙΚΑ Α.Ε.»).
· Μη τήρηση του ελέγχου της ορθότητας των δηλώσεων εκπροσώπησης (αριθμός μετρητή, διεύθυνση παροχής).
· Μη αναλυτική αιτιολόγηση της διόρθωσης μετρήσεων.
· Διόρθωση καταναλώσεων πέραν του νόμιμου διαστήματος (12 μήνες) από την ημερομηνία διαπίστωσης του προβλήματος, με αποτέλεσμα την υπέρμετρη χρέωση των καταναλωτών.