«Η αυτοδυναμία για εμάς είναι εθνικά αναγκαία διότι είναι η μόνη πολιτική συνθήκη που επιτρέπει στην Ελλάδα να κάνει τα αναγκαία άλματα αντί για βήματα σημειωτόν ή και άλματα προς τα πίσω», επισημαίνει, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή», ο υπουργός Επικρατείας ‘Ακης Σκέρτσος, θέτοντας και τα αντίστοιχα διλήμματα.
Ενώ για τη συμπληρωματική ρύθμιση για τον αποκλεισμό από τις εκλογές, των καταδικασμένων για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, στο πολιτικό «δια ταύτα» τονίζει: «Η εμπειρία της “πρώτη φορά ΧΑ” στο κοινοβούλιο δεν μας επιτρέπει κανένα εφησυχασμό»
Ξεκινώντας από αυτό το θέμα, αναλυτικώς, ο υπουργός Επικρατείας καταθέτει τη βεβαιότητά του, όπως αναφέρει, ότι «οι εγκληματίες και οι εχθροί της δημοκρατίας δεν έχουν καμία θέση στη Βουλή. Είναι ζήτημα αρχής για κάθε δημοκρατικό πολίτη και αξιακό ζήτημα για τη Νέα Δημοκρατία.
Το απέδειξε αυτή η παράταξη, η οποία ως κυβέρνηση έκανε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να διευκολυνθεί η Δικαιοσύνη να διώξει την εγκληματική οργάνωση, το 2014 και να καταδικάσει την ηγεσία και τα επιτελικά της στελέχη, το 2020. Η ρύθμιση που φέραμε», συνεχίζει, «υπηρετεί την αντίληψη της “μαχόμενης δημοκρατίας” έναντι όσων την περιφρονούν κατάφωρα και βάλλουν κατά των αξιών της εκ των έσω. Η εμπειρία της “πρώτη φορά ΧΑ” στο κοινοβούλιο δεν μας επιτρέπει κανένα εφησυχασμό».
Και, στο «δια ταύτα», «θεωρούμε ότι η διάταξη βρίσκεται εντός των ορίων του Συντάγματος καθώς ενεργοποιεί για πρώτη φορά τη συνταγματικά προβλεπόμενη “δημοκρατική ρήτρα” που επιτάσσει η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων να εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος αντί να το υπονομεύουν.
Η συνταγματικότητα της διάταξης θα κριθεί ασφαλώς από τα δικαστήρια, με πρώτον τον ‘Αρειο Πάγο, ο οποίος θα κληθεί, κατά πάσα πιθανότητα, να αποφασίσει αν οι καταδικασμένοι -έστω και πρωτόδικα- για εγκληματική οργάνωση μπορούν να είναι οι φυσικοί ηγέτες πολιτικών κομμάτων μέσω αχυρανθρώπων και με τεχνικές παράκαμψης των δημοκρατικών κανόνων.
Εμείς κάναμε το καθήκον μας απέναντι στη Δημοκρατία και θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να θωρακιστεί περαιτέρω η ανόθευτη κρίση της Δικαιοσύνης ώστε να μείνουν εκτός Βουλής οι εχθροί της δημοκρατίας».
Στο δεύτερο ερώτημα, αν ο αποκλεισμός τέτοιων σχημάτων υπηρετεί τον στόχο για αυτοδυναμία, διευκρινίζει: «Δεν χρειαζόμαστε δεκανίκια και τερτίπια. Ζητάμε να μας εμπιστευτούν ξανά οι πολίτες, αναλογιζόμενοι όσα πετύχαμε σε συνθήκες επάλληλων ιστορικών κρίσεων ακριβώς επειδή η κυβέρνηση ήταν αυτοδύναμη, άρα πιο γρήγορη και αποφασιστική στο να δράσει.
Χάρη στο ισχυρό κέντρο διακυβέρνησης η Ελλάδα έφερε διπλάσιους ρυθμούς ανάπτυξης από την υπόλοιπη Ευρώπη, μείωσε 50 φόρους, αύξησε τα εισοδήματα, έτρεξε ταχύτερα στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση έναντι των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων συνεργασίας. Και πρέπει να συνεχίσουμε με τέτοιους ρυθμούς αν θέλουμε να συγκλίνουμε σε όλα τα επίπεδα με την Ευρώπη».
Εν συνεχεία δε, σημειώνει με έμφαση, πως «η αυτοδυναμία για εμάς είναι εθνικά αναγκαία διότι είναι η μόνη πολιτική συνθήκη που επιτρέπει στην Ελλάδα να κάνει τα αναγκαία άλματα αντί για βήματα σημειωτόν ή και άλματα προς τα πίσω. Γνωρίζουμε καλά, αναγνωρίζουμε δημόσια και με ειλικρίνεια και τι κάναμε και τι δεν κάναμε καλά. Και αυτό είναι που μας διαφοροποιεί από την αντιπολίτευση. Η βούληση να συγκρουστούμε πρώτα και πάνω απ’ όλα με τον δικό μας κακό εαυτό.
Προσωπικά πιστεύω ότι τα προβλήματα μας είναι πρωτίστως ενδογενή, δεν μας φταίνε ούτε οι ξένοι ούτε η μοίρα ή το κακό το ριζικό μας… Πήχης μας σίγουρα δεν είναι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που κόντεψε να θέσει εκτός ευρωζώνης την Ελλάδα. Αντίπαλός μας είναι τα καθημερινά προβλήματα των πολιτών που δεν έχουν χρώμα, είναι όμως πολλά, επίμονα και με βαθιές ρίζες. Και ξέρουμε ότι δεν αρκούν 4 χρόνια για να ξεριζωθούν προβλήματα και νοοτροπίες που χτίστηκαν τα προηγούμενα 40 και βάλε χρόνια».
Ενώ θέτει το δίλημμα, «στις 21 Μαΐου οι πολίτες καλούνται στην πραγματικότητα να αποφασίσουν αν το πολιτικό σύστημα θα γίνει εκ νέου παράγοντας κρίσης στη χώρα μας, όπως το είδαμε να συμβαίνει πολλές φορές τα προηγούμενα χρόνια, μέρος του προβλήματος και όχι μέρος της λύσης».
Ερωτηθείς για το αν το κυβερνών κόμμα απορρίπτει κάθε συνεργασία, απαντά ότι η Νέα Δημοκρατία διεκδικεί «ισχυρή αυτοδύναμη κυβέρνηση που θα κινείται πιο γρήγορα και πιο αποφασιστικά με την εμπειρία που διαθέτει πλέον για τις αναγκαίες υπερβάσεις. Απέναντι στη δική μας πρόταση είναι ένας ίδιος, απαράλλαχτος και αμετανόητος ΣΥΡΙΖΑ, μια άκρως επικίνδυνη εκδοχή της αριστεράς του κ. Βαρουφάκη και ένα ΠΑΣΟΚ που θέτει όρους συνεργασίας χωρίς λογική αλλά και χωρίς ειλικρινές προγραμματικό περιεχόμενο. ‘Αρα μια συνταγή επιβράδυνσης και όχι επιτάχυνσης».
Κληθείς, αμέσως μετά, να πάρει θέση επί της προτάσεως του προέδρου του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, για πρωθυπουργό τρίτο πρόσωπο, και με την πρόσθετη ερώτηση αν είναι θεμιτό να μην θέλει να συνεργαστεί ο Νίκος Ανδρουλάκης με αυτούς που θεωρεί υπεύθυνους για την παγίδευση των επικοινωνιών του, ο υπουργός Επικρατείας απαντά ως εξής: «Για το θέμα των παρακολουθήσεων -ένα από τα σοβαρά λάθη της κυβέρνησης μας αλλά και ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα τόσο για τη δημοκρατία όσο και για την εθνική μας ασφάλεια- ό,τι ήταν να ειπωθεί και να γίνει από την πλευρά μας έγινε.
Πλέον έχει επιληφθεί η Δικαιοσύνη, όπως είναι θεσμικά επιβεβλημένο και ας την αφήσουμε να κάνει τη δουλειά της. Από εκεί και πέρα όποιος μένει αιχμάλωτος του παρελθόντος στην πολιτική -αλλά και στη ζωή- δεν μπορεί να προετοιμάσει ούτε να εργαστεί για το μέλλον».
Επίσης, «ο όρος του κυρίου Ανδρουλάκη “ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας για πρωθυπουργός” προσκρούει όχι μόνο στα εγχώρια και ευρωπαϊκά πολιτικά ειωθότα αλλά και στα δημοκρατικά αυτονόητα. Ζητάει δηλαδή, να μην αναλάβει το τιμόνι της χώρας ο αρχηγός του κόμματος που υπερψηφίστηκε από τους πολίτες, έχει τη νομιμοποίηση και την εντολή από το λαό να κυβερνήσει για τον λαό, αλλά κάποιο άλλο πρόσωπο που δεν θα το γνωρίζουν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες προ των εκλογών».
Και, στο ερώτημα, εάν βλέπει αντίφαση με την τοποθέτηση εξωκοινοβουλευτικών υπουργών, σημειώνει: «Καμιά αντίφαση. Πιστεύω ακράδαντα ότι οι πολιτικοί μας ηγέτες οφείλουν να έχουν ισχυρή λαϊκή νομιμοποίηση ώστε να μπορούν να τιθασεύσουν και να ισορροπήσουν τα πολλά αντικρουόμενα συμφέροντα που υπάρχουν στους κόλπους κάθε πολυσυλλεκτικού κόμματος και κάθε κοινωνίας. Πρωθυπουργοί -προϊόντα παρασκηνιακών μεθοδεύσεων είναι συνταγή αποτυχίας και ακυβερνησίας.
Από το λαό για το λαό και μόνο. Είναι αρμοδιότητα και συνταγματικό δικαίωμα του εκλεγμένου επικεφαλής της κυβέρνησης να διαλέξει τους συνεργάτες του, τα πρόσωπα με τα οποία θα υλοποιήσει το εγκεκριμένο από τους ψηφοφόρους πρόγραμμα του, είτε είναι πολιτικοί είτε είναι τεχνοκράτες. Και αυτό αποτελεί άλλη μια κατάκτηση του Κ. Μητσοτάκη», επισημαίνει.
Τέμπη και επιτελικό κράτος τίθενται, εν συνεχεία, επί τάπητος, με τον υπουργό Επικρατείας να λέει πως «στην περίπτωση των Τεμπών είχαμε την κραυγαλέα -και με τόσο τραγικά αποτελέσματα -αποτυχία του κράτους με το οποίο είμαστε σε πόλεμο από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Ένας δύσκολος και άνισος πόλεμος με το αδιάφορο και αναποτελεσματικό κράτος του παρελθόντος, που είχε ευνουχίσει τη δημόσια διοίκηση και τους κρατικούς λειτουργούς από κάθε έννοια ευθύνης και λογοδοσίας».
Γι’ αυτό, συμπεραίνει, «ζητάμε μια δεύτερη θητεία να συνεχίσουμε αυτό το δύσκολο έργο, να κερδίσουμε τον πόλεμο και να κάνουμε κανόνα τους πολλούς και άξιους κρατικούς λειτουργούς που υπάρχουν και προσφέρουν ήδη πολλά».
Επιπροσθέτως, «το επιτελικό κράτος αποτελεί θεσμική κατάκτηση για τη χώρα μας και θα είναι μεγάλο πισωγύρισμα αν ακυρωθεί. Πέτυχε την εξασφάλιση του μεγαλύτερου στην ΕΕ πακέτου χρηματοδότησης μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ αλλά και να είμαστε πρωταθλητές στην απορρόφηση τους. Πέτυχε στην εμβολιαστική εκστρατεία μας, στην αναδιάρθρωση της Πολιτικής Προστασίας, στη δημιουργία του νέου ΕΦΚΑ και στην εξάλειψη των εκκρεμών συντάξεων, στην οργάνωση της απάντησής μας στην ενεργειακή κρίση».
Στο ερώτημα εάν ο πολίτης θα δει κατεδαφίσεις στη Μύκονο, διαμηνύει πως «αν βασιζόμασταν στο “βαθύ κράτος” όχι, γιατί υπηρεσίες του είναι που υποθάλπουν την ανομία με την καταπάτηση των κανόνων και την γιγάντωση της αυθαιρεσίας. Με το επιτελικό κράτος ναι μπαίνει επιτέλους τέλος στο καθεστώς των σκανδαλωδών παρανομιών».