Απαντήσεις σε μια σειρά θεμάτων της επικαιρότητας (απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας για τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, τοποθέτηση Χρ. Ράμμου, Τέμπη, debate, πολιτική μάχη εν όψει ευρωεκλογών) έδωσε ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος στον Real FM.
Ξεκινώντας, ωστόσο, από το πρόβλημα της ακρίβειας, ο υπουργός Επικρατείας αντέτεινε τη «σταθερά καλή και καλύτερη πορεία της οικονομίας, τη σταθερά αυξανόμενη πορεία των μισθών σε μόνιμη βάση απέναντι σε ένα παροδικό φαινόμενο που είναι ο πληθωρισμός».
Και, κάνοντας επίκληση σχετικών στοιχείων, «έχουμε πετύχει αύξηση του κατώτατου μισθού στην 5ετία, της τάξης του 28%, έναντι μιας μεσοσταθμικής αύξησης του πληθωρισμού στο 14%, την 5ετία. Επομένως κάτι μένει στην τσέπη, δηλαδή ένα πλεόνασμα 12-13 μονάδων» αναγνώρισε πως «δεν λέμε ότι είναι εύκολη η ζωή των πολιτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό», προσθέτοντας ότι «όμως αυτή η αύξηση σημαίνει ότι η οικονομία πηγαίνει καλύτερα».
Εξ άλλου, συνέχισε, «συμπάσχω και συντάσσομαι με οποιονδήποτε αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα αυτή τη στιγμή, να διαχειρισθεί το μηνιαίο προϋπολογισμό του. Ξέρουμε ποια είναι τα προβλήματα της αγοράς, προσωπικά έχω ασχοληθεί επισταμένα με το ζήτημα της ακριβής στέγης. Είναι το Νο1 πρόβλημα, αν θέλετε τη γνώμη μου, είναι σημαντικότερο από το πρόβλημα του καλαθιού του σούπερ μάρκετ. Γιατί καταλαμβάνει μεγάλο κομμάτι του μηνιαίου προϋπολογισμού για όσους δεν έχουν δικό τους σπίτι».
Επ’ αυτού του προβλήματος, λοιπόν, «εκεί έχουμε μια πολιτική, η οποία δεν υπήρχε πριν 3-4 χρόνια, που αφορά στο να γίνει πιο προσιτή η στέγη και ως προς την ενοικίαση και ως προς την αγορά. Φέρνει αποτελέσματα αυτή η πολιτική. Μην μηδενίζουμε τα πάντα, γίνεται μια συντεταγμένη προσπάθεια. Προσπαθούμε να σταθούμε και φέρνουμε αποτελέσματα σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, νέους, ζευγάρια, οικογένειες, με ένα μεγάλο μπουκέτο και μενού μέτρων στήριξης».
Βεβαίως, κατέληξε, «τα πράγματα δεν είναι εύκολα, όμως έχουμε μια οικονομία που πάει πολύ καλύτερα από τη υπόλοιπη ευρωπαϊκή οικονομία. Χάρη σε αυτή την καλύτερη επίδοση μπορούμε να δίνουμε καλύτερες συντάξεις και μισθούς».
Σε άλλο θέμα της επικαιρότητας, σε αυτό των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, αφού διευκρίνισε ότι στην αρμοδιότητά του έχει περάσει μόνο η ρυθμιστική εποπτεία της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, σημείωσε ότι «η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορά έναν νόμο του 2021, που εμείς αναγνωρίσαμε πρώτοι ότι είχε κενά και προβλήματα. Ουσιαστικά προέβλεπε να υπάρχει μια καθολική, χωρίς προϋποθέσεις, απαγόρευση της χορήγησης στοιχείων στον ενδιαφερόμενο, που ζητάει να μάθει γιατί, για παράδειγμα, γινόταν μια παρακολούθηση. Αυτό άλλαξε με νόμο αυτής της κυβέρνησης, το 2022, μετά την υπόθεση των υποκλοπών. Σεβόμαστε την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφορά όμως μια νομοθεσία, η οποία διορθώθηκε από την κυβέρνηση. Από εκεί και πέρα είναι στα χέρια της ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) η διαχείριση της υπόθεσης που αφορά τον κ. Ανδρουλάκη».
Στο σημείο αυτό, ο υπουργός Επικρατείας προχώρησε σε ένα πολιτικό σχόλιο, όπως είπε, για το ΠΑΣΟΚ και τον πρόεδρό του, Νίκο Ανδρουλάκη: «Το ζήτημα έχει αντιμετωπισθεί νομοθετικά και βρίσκεται από εκεί και πέρα στα χέρια της Δικαιοσύνης. Περαιτέρω πολιτική εργαλειοποίηση δείχνει μια ένδεια πολιτικών προτάσεων σε άλλα ζητήματα. Δείχνει μια προσπάθεια εργαλειοποίησης και απομόνωσης ενός συγκεκριμένου προβλήματος, που εμείς πρώτοι αναδείξαμε, εμείς το φέραμε στη δημοσιότητα».
Κληθείς να σχολιάσει όσα δήλωσε ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος από το Συνέδριο των Δελφών, ο υπουργός περιορίσθηκε να πει ότι «πρώτοι από όλους, οι φορείς που εκπροσωπούν τις Ανεξάρτητες Αρχές, πρέπει να περιφρουρούν τον ρόλο τους ως Ανεξάρτητες Αρχές, τίποτε άλλο».
Ενώ αναφορικώς με όσα διημείφθησαν μεταξύ της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη και συγγενών των θυμάτων των Τεμπών, ο Ά. Σκέρτσος δήλωσε: «Κανείς μας δεν μπορεί και δεν πρέπει να σχολιάζει τη Δικαιοσύνη. Όταν αποφασίζει να μιλά, μιλά πρώτα και κύρια με τις αποφάσεις της. Οι δηλώσεις της κυρίας Αδειλίνη είναι αυτές που είναι». Από εκεί και πέρα, «το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών αποτελεί ένα εθνικό και συλλογικό τραύμα, και δεν μπορεί να μονοπωλείται πολιτικά».
Ενώ στο ερώτημα γιατί δεν διατάχθηκε διοικητική έρευνα για τη διαρροή ηχητικών συνομιλιών μεταξύ των εργαζομένων στον σιδηρόδρομο, παρέπεμψε στην εν εξελίξει έρευνα της Δικαιοσύνης. Άλλωστε, συμπλήρωσε, «πρέπει να σεβαστούμε το έργο και τον ρόλο της, να μην κάνει κανείς από εμάς τον εισαγγελέα. Εγώ προσωπικά έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, είναι το καταφύγιο κάθε πολίτη για να βρει το δίκιο του». Είναι, επιπλέον, «μια πάρα πολύ ευαίσθητη υπόθεση, που καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο έχουμε αναλάβει να αναβαθμίσουμε και να βελτιώσουμε τη λειτουργία των σιδηροδρόμων», επισήμανε.
Ζητώντας δε, να επιδειχθεί ευαισθησία στους συγγενείς, «αυτούς τους πονεμένους ανθρώπους», και τα θύματα, αξίωσε «να αφήσουμε την υπόθεση έξω από την πολιτική σπέκουλα, ακούσαμε πάρα πολλά fake news». Και η κυβέρνηση, «αν όντως έκανε ένα λάθος, ήταν ότι από σεβασμό στον πόνο των ανθρώπων δεν μπήκε σε πολιτική αντιπαράθεση και δεν πολιτικοποίησε αυτήν την υπόθεση. Νομίζω ότι έπραξε σωστά».
Πάντως, προσέθεσε, «στη Βουλή δόθηκαν όλες οι απαντήσεις σε όλα τα fake news». «Ακούμε τώρα ότι η νέα έρευνα που ζητήθηκε από τη Δικαιοσύνη σε σχέση με τη μεταφορά του υλικού σε ένα παρακείμενο χώρο, δεν έχει φέρει αποτελέσματα. Τα fake news και οι θεωρίας συνωμοσίας της αντιπολίτευσης πέφτουν ένα ένα», τόνισε ακόμη επαναλαμβάνοντας ότι «όλη αυτήν την υπόθεση έχει αναλάβει να διαλευκάνει η Δικαιοσύνη με τον πλέον έγκυρο και ταχύτερο δυνατό τρόπο».
Στο ερώτημα αν βρίσκει κοινά στοιχεία μεταξύ των κ.κ. Κασσελάκη και Βελόπουλου -σε συνέχεια σχετικής διαπίστωσης του πρωθυπουργού στη συνέντευξή του στον ΑΝΤ1- ο Ά. Σκέρτσος απάντησε ότι τους προέδρους του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και της Ελληνικής Λύσης «τους ενώνει μια μεγάλη απόσταση, που τους χωρίζει από το κράτος δικαίου και τον σεβασμό στους θεσμούς. Ο ίδιος ο κ. Κασσελάκης ομολόγησε ότι έχει την ψυχή Πολάκη».
Και, εν συνεχεία, «ο κ. Πολάκης τι μας λέει; Ότι μόλις έρθει στα πράγματα, αν του δοθεί αυτή η δυνατότητα, θα ξηλώσει τους δικαστές, θα επιτεθεί στη Δικαιοσύνη. Άρα οι ίδιοι οι άνθρωποι, που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση για το κράτος δικαίου, για τη λειτουργία των θεσμών, της Δικαιοσύνης, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι λένε ότι θα έρθουν και θα κάνουν μια ευθεία επίθεση στη Δικαιοσύνη. Αυτά όλα τα ζήσαμε πριν δέκα χρόνια. Από το 2010-12 ως το 2018 ζήσαμε αυτήν την επίθεση στους θεσμούς. Αυτό είναι που απορρίφθηκε το 2019».
Εξάλλου, «ο κ. Τσίπρας μετά από πέντε χρόνια αποφάσισε να κάνει την αυτοκριτική του και μας είπε ότι ένα από τα βασικά πεδία αποτυχίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν το κράτος δικαίου, η υπόθεση Novartis, η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, που κατέληξαν σε καταδίκη δύο στελεχών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Το δικό τους λεκέ πηγαίνουν να τον πετάξουν στην κυβέρνηση που δίνει ένα συστηματικό αγώνα να βελτιώσει και τη λειτουργία της δημοκρατίας με διεύρυνση δικαιωμάτων, με καλύτερη λειτουργία του ιδίου του κράτους, με έμφαση στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, με ένα νέο πλαίσιο για την τοποθέτηση διοικήσεων σε κρίσιμους οργανισμούς».
Κλείνοντας, «εμείς δεν θα επιλέξουμε την πόλωση», δήλωσε στηλιτεύοντας από την άλλη, την αντιπολιτευτική πόλωση, που οφείλεται, όπως υποστήριξε, στην «έλλειψη εναλλακτικής προγραμματικής, επί της ουσίας, πρότασης διακυβέρνησης από όλα αυτά τα κόμματα της αντιπολίτευσης».
Άλλωστε, επιχειρηματολόγησε, «δεν είναι ένα κόμμα που ηγείται της αντιπολίτευσης, δεν υπάρχει ένας ισχυρός αντιπολιτευτικός πόλος, αλλά πολλά κόμματα που ερίζουν για τη δεύτερη θέση. Αυτό οδηγεί σε μια πόλωση, ένταση, υιοθετώντας δυστυχώς και θεωρίες συνωμοσίας και τεχνητή όξυνση. Δεν θα πέσουμε σε αυτό το επίπεδο πολιτικού διαλόγου, θα συνεχίσουμε να παράγουμε θετικό κυβερνητικό (έργο)», διαβεβαίωσε εν κατακλείδι ο Ά. Σκέρτσος.
Ερωτηθείς, τέλος, αν θα γίνει τηλεμαχία μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, ο υπουργός Επικρατείας παρατήρησε: «Δεν νομίζω ότι είθισται να γίνεται debate στις ευρωεκλογές, τα debates γίνονται στις εθνικές εκλογές».