Ο πληθυσμός γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία στην Ελλάδα έχει εισέλθει σε μία φάση συρρίκνωσης, εξέλιξη που θα συνεχιστεί και θα συνδυαστεί και με την περαιτέρω μείωση του αριθμού των γεννήσεων. Επιπρόσθετα, με δεδομένο ότι, ανεξάρτητα από την επίπτωση της πρόσφατης πανδημίας, ο αριθμός των θανάτων αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια λόγω της πληθυσμιακής γήρανσης, το ισοζύγιο γεννήσεις – θάνατοι θα παραμείνει και τις δυο επόμενες δεκαετίες αρνητικό. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι προφανές: τα επόμενα χρόνια, χωρίς εισροή αλλοδαπών, οι ρυθμοί μεταβολής του πληθυσμού της χώρας μας θα παραμείνουν έντονα αρνητικοί. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν αποτελέσματα έρευνας του καθηγητή Δημογραφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Χρήστου Μπάγκαβου, και παρατίθενται στο τελευταίο ψηφιακό τεύχος της σειράς «FlashNews» που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ (και υλοποιούμενου από τον ΕΛΚΕ του Παν. Θεσσαλίας) ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα».
Ο κ. Μπάγκαβος διακρίνει τρεις χρονικές περίοδοι, στις οποίες η εξέλιξη της γονιμότητας και των γεννήσεων ακολουθούν διαφορετικές πορείες. Η πρώτη αφορά το 1975-1980 όπου, ενώ ο δείκτης γονιμότητας μειώνεται κατά 4% (από 2,33 σε 2,23 παιδιά/γυναίκα) ο αριθμός των γεννήσεων αυξάνεται κατά 4% (από 142 σε 148 χιλιάδες). Η δεύτερη την περίοδο 1990-1999 όπου ενώ ο δείκτης γονιμότητας μειώνεται κατά 12% (από 1,39 σε 1,23 παιδιά/γυναίκα), ο αριθμός των γεννήσεων παραμένει σχετικά σταθερός (100 – 102 χιλιάδες). Η τρίτη περίοδος αφορά το 2013-2020, όπου η μείωση των γεννήσεων κατά 11% συνδυάζεται με μια ασθενή τάση αύξησης της γονιμότητας, το επίπεδο της οποίας το 2020 είναι περίπου κατά 7% υψηλότερο από αυτό του 2013. Η μείωση του πληθυσμού των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας έχει ξεκινήσει πριν από την οικονομική κρίση και επηρέασε ήδη πτωτικά την εξέλιξη του αριθμού των γεννήσεων μέχρι σήμερα. Η μείωση αυτή είναι συνέπεια αφενός μεν της σημαντικής μείωσης των γεννήσεων στη δεκαετία του 1980 (μείωση μεγαλύτερη του 30% μεταξύ 1980 και 1990), αφετέρου δε της μετανάστευσης (της εξόδου δηλαδή από την χώρα μας νέων αναπαραγωγικής ηλικίας την τελευταία δεκαετία). Για να το πούμε διαφορετικά, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, η μείωση του αριθμού των γεννήσεων δεν θα πρέπει να αποδίδεται μόνον στην μείωση της γονιμότητας την περίοδο που χρονικά ταυτίζεται με την οικονομική κρίση καθώς, ακόμη και αν η κρίση αυτή δεν υπήρχε (και αν υποθέσουμε ακόμη ότι και τάση αύξησης των δεικτών γονιμότητας της περιόδου 2003-2008 συνεχιζόταν και την επόμενη δεκαετία), η μείωση του αριθμού των γεννήσεων δεν θα είχε αποτραπεί, εξαιτίας της συρρίκνωσης του πληθυσμού των γυναικών 15-49 ετών. Ειδικότερα, αναφέρει ο κ. Μπάγκαβος, η μείωση των γεννήσεων ανάμεσα στο 2008 και το 2020, οφείλεται κατά 77% στη μείωση του πλήθους των γυναικών 15-49 ετών και μόνον κατά 23% στην πτώση των δεικτών γονιμότητας.
Ποιες είναι οι προοπτικές εξέλιξης του αριθμού των γεννήσεων τα επόμενα χρόνια; Τα αποτελέσματα των δημογραφικών προβολών του 2019 της EUROSTAT οι οποίες εκπονήθηκαν πριν από την πρόσφατη πανδημία αλλά λαμβάνουν υπόψη την οικονομική κρίση, δείχνουν ότι, ακόμη και αν έχουμε ένα θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο της τάξης των 260 χιλιάδων την περίοδο 2020-2040, τότε και πάλι ο πληθυσμός των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας θα μειωθεί περισσότερο από 20% με αποτέλεσμα χωρίς καμία μεταβολή των δεικτών γονιμότητας, τη μείωση των γεννήσεων κατά 13% ανάμεσα στο 2020 και το 2030και σε την σταθεροποίησή τους (-1%) ανάμεσα στο 2030 και το 2040. Αν δε υιοθετήσουμε και ένα από τα σενάρια των προβολών της EUROSTAT για την γονιμότητα (αύξηση των δεικτών της την εικοσαετία 2020-2040 κατά 7%), αναφέρει ο κ. Μπάγκαβος, τότε η μείωση αυτή των γεννήσεων απλώς θα επιβραδυνθεί χωρίς να ανακοπεί (οι γεννήσεις θα μειωθούν κατά 10% ανάμεσα στο 2020 και το 2030 και θα αυξηθούν κατά μόλις 2% ανάμεσα στο 2030 και το 2040).
Ο συγγραφέας στην ίδια εργασία θέτει κα το ερώτημα εάν τα επόμενα χρόνια μπορεί να αποφευχθεί η περαιτέρω μείωση των γεννήσεων έτσι ώστε αυτές να παραμένουν γύρω από τις 85.000. Για να επιτευχθεί αυτό σημειώνει απαιτείται μια αύξηση των δεικτών γονιμότητας από 1,4 παιδιά ανά γυναίκα το 2020 σε 1,6 το 2040, μια αύξηση δηλαδή διπλάσια από την υπόθεση που υιοθετείται στις προβολές της EUROSTAT του 2019 (προβολές που έγιναν πριν την πανδημία). Εκτιμά δε ότι η αύξηση αυτή είναι πολύ λίγο πιθανή καθώς η εξέλιξη των δεικτών γονιμότητας την δεκαετία που διανύουμε θα επηρεαστεί πιθανότατα και από την πανδημία και δεν αποκλείεται οι δείκτες γονιμότητας να κινηθούν όχι ανοδικά αλλά ακόμη και πτωτικά, με αποτέλεσμα το 2020-2040 να έχουμε ακόμη λιγότερες γεννήσεις από αυτές που θα είχαμε εν απουσία της υγειονομικής κρίσης.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα αυτά στο ΑΠΕ- ΜΠΕ, ο καθηγητής Δημογραφίας και επιστημονικός υπεύθυνος του προαναφερθέντος ερευνητικού προγράμματος κ. Βύρων Κοτζαμάνης δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι: «Με δεδομένη τη συνέχιση της τάσης μείωσης του πληθυσμού των νέων σε ηλικία απόκτησης παιδιών, οι γεννήσεις στη χώρα μας δεν αναμένεται να αυξηθούν τις δυο επόμενες δεκαετίες ακόμη και αν οι νέοι αυτοί αποφασίσουν να κάνουν περισσότερα παιδιά από τους γονείς τους. Επομένως η οφειλόμενη στο αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων μείωση του πληθυσμού μας θα είναι ακόμη μεγαλύτερη τις δυο επόμενες δεκαετίες συγκρινόμενη με αυτήν του 2011-2020, καθώς οι θάνατοι θα έχουν αυξητική τάση. Εάν δε και το μεταναστευτικό ισοζύγιο (είσοδοι –εξόδιο ) συνεχίσει να είναι αρνητικό (όπως την προηγούμενη- δεκαετία) ο πληθυσμός μας θα μειωθεί ανάμεσα στο 2021 και στο 2040 κατά περισσότερο από 950 χιλιάδες που θα είναι και η αναμενόμενη σωρευτική υπεροχή στην εικοσαετία αυτή των θανάτων έναντι των γεννήσεων…».