Σε χαμηλότερα επίπεδα κινήθηκε στο δεύτερο εξάμηνο του 2021 ο Δείκτης Εξαγωγικών Προσδοκιών (TCI) των ελληνικών επιχειρήσεων, σε σχέση τόσο με το πρώτο εξάμηνο του ίδιου έτους, όσο και με το διάστημα Ιουνίου-Δεκεμβρίου του 2020. Ο δείκτης TCI, που καταρτίζεται από τον Σύνδεσμο Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ), σε συνεργασία με την εταιρεία DHL, βασίστηκε στα ευρήματα έρευνας, που πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 25/10/21-26/11/21, σε επιλεγμένο δείγμα 250 εξαγωγικών επιχειρήσεων από όλη τη χώρα (οι 222 ανταποκρίθηκαν). Διαμορφώθηκε δε στις 115 μονάδες (TCI μεγαλύτερος των 100 μονάδων δηλώνει αισιοδοξία και μικρότερος απαισιοδοξία), έναντι 138,8 μονάδων του πρώτου εξαμήνου του 2021 και 123 μονάδων του δεύτερου εξαμήνου του 2020.
Αναλυτικότερα, οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για τις εξαγωγές κινήθηκαν σε ιδιαίτερα θετικά επίπεδα, αφού το ποσοστό όσων αναμένουν αύξησή τους διαμορφώθηκε σε 55%. Σταθερή πορεία των εξαγωγών της αναμένει σχεδόν μια στις τρεις επιχειρήσεις (ποσοστό 32%), ενώ το 13% δήλωσε ότι αναμένει μείωση (έναντι 8% στο προηγούμενο εξάμηνο). Έντονος προβληματισμός προκύπτει ωστόσο από τις απαντήσεις σχετικά με τις διεθνείς οικονομικές συνθήκες, καθώς μόλις το 18% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι προσδοκά βελτίωσή τους. Αντίθετα, ένας στους τρεις αναμένει επιδείνωση και το 49% σταθερότητα. Σε χαμηλότερα επίπεδα από το πρώτο εξάμηνο του 2021 -αλλά με συγκρατημένη αισιοδοξία- κινήθηκαν οι απαντήσεις για τις εγχώριες πωλήσεις, καθώς το 90% δήλωσε ότι αυτές είτε θα αυξηθούν είτε θα παραμείνουν σταθερές (42% και 48% αντίστοιχα), με μόλις 10% να αναμένει μείωση. Το 77% του δείγματος επέλεξε τη σταθερότητα ως απάντηση σε ό,τι αφορά το πώς εκτιμά ότι θα διαμορφωθούν μελλοντικά οι εγχώριες οικονομικές συνθήκες, ενώ η απάντηση «θα υπάρξει βελτίωση» συγκέντρωσε το 12% των απαντήσεων, από 50% στο προηγούμενο εξάμηνο. Την «επιδείνωση» επέλεξε το 11% του δείγματος.
Πώς επηρεάζουν τις ελληνικές εξαγωγές οι ανατιμήσεις σε πρώτες ύλες, μεταφορικό κόστος και ενέργεια
Η έρευνα περιλάμβανε και ένα θέμα επικαιρότητας για το δεύτερο εξάμηνο του 2021, το οποίο αναπτύχθηκε με ερωτήματα σε τρεις ενότητες, που αφορούσαν την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και του μεταφορικού κόστους σε διεθνές επίπεδο, καθώς και στην αύξηση του ενεργειακού κόστους, η οποία παρατηρείται στην Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά τις τιμές των πρώτων υλών και το ερώτημα αν αυτές επηρέασαν τις εξαγωγές των επιχειρήσεων στο δεύτερο εξάμηνο του 2021, το υψηλότερο ποσοστό συγκέντρωσε η απάντηση «πολύ» (39%), ενώ σε ό,τι αφορά το ποσοστό κατά το οποίο επηρεάστηκαν αυτές μεταξύ 2020 και 2021 και μεταξύ 2019 και 2021, το 80% και το 77% του δείγματος αντίστοιχα απάντησε «0-50%». Στη δεύτερη ενότητα για την αύξηση του μεταφορικού κόστους και το αν αυτή επέδρασε στις εξαγωγές του δεύτερου εξαμήνου του 2021, η απάντηση «πολύ» ήταν και πάλι η επικρατέστερη (35%), ενώ το 23% και το 24% δήλωσε ότι το 2021 το μεταφορικό κόστος αυξήθηκε πάνω από 100% συγκριτικά με το 2020 και το 2019 αντίστοιχα. Ομοίως, στην τελευταία ενότητα το 35% του δείγματος ανέφερε ότι η αύξηση του ενεργειακού κόστους επηρέασε πολύ τις εξαγωγές στο β’ εξάμηνο του 2021, ενώ από το 2020 στο 2021 και από το 2019 στο 2021, το ενεργειακό κόστος αυξήθηκε κατά 0-50% σύμφωνα με το 68% και το 66% του δείγματος αντίστοιχα. Η επιλογή των επιχειρήσεων του δείγματος έγινε μέσω διαστρωματικής δειγματοληψίας, στα πρότυπα αντίστοιχων ερευνών που πραγματοποιούνται από εγχώριους και διεθνείς οργανισμούς, ενώ για τη συλλογή των στοιχείων των επιχειρήσεων αξιοποιήθηκε η βάση δεδομένων της ICAP. Ειδικότερα, με αρχικό κριτήριο τις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο πάνω από 1 εκατ. ευρώ, το δείγμα περιλαμβάνει επιχειρήσεις από πρωτογενή παραγωγή, βιομηχανία και εμπόριο. Η υλοποίηση της έρευνας έγινε από το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών & Σπουδών (ΙΕΕΣ) του ΣΕΒΕ, με επιστημονικό σύμβουλο τον καθηγητή Ιωάννη Χατζηδημητρίου, διευθυντή του Μεταπτυχιακού Προγράμματος στις Διεθνείς Επιχειρηματικές Δραστηριότητες του Πανεπιστημίου Μακεδονίας