Ο τελευταίος Πρόεδρος της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, κηδεύεται σήμερα, Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου στη Μόσχα. Η πρόσβαση στην αποχαιρετιστήρια τελετή, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις στο κέντρο της Μόσχας, θα είναι ελεύθερη για το κοινό.
Σημειώνεται πως ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν δεν θα παρευρεθεί στην κηδεία, λόγω «βεβαρυμμένου προγράμματος» όπως ανακοίνωσε το Κρεμλίνο.
Ο Μ. Γκορπατσόφ απεβίωσε την Τρίτη 30/8 ,πλήρης ημερών, σε ηλικία 91 ετών.
Ποιος ήταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ
Ο Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Γκορμπατσώφ ήταν ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης από το 1985 μέχρι το 1991. Οι προσπάθειές του για μεταρρύθμιση βοήθησαν να έρθει το τέλος του ψυχρού πολέμου, αλλά και τελείωσαν την πολιτική υπεροχή της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1990 πήρε το Βραβείο Νόμπελ ειρήνης.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ εφάρμοσε οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ήλπιζε ότι θα βελτίωναν το βιοτικό επίπεδο και την παραγωγικότητα των εργαζομένων ως τμήμα της Περεστρόικα (αναδιάρθρωση).
Έχοντας ρωσική και ουκρανική καταγωγή, ο Γκορμπατσόφ γεννήθηκε στο Πριβόλνογιε του Κράι Σταυρούπολης σε μια φτωχή οικογένεια αγροτών. Μεγαλώνοντας στην εποχή του Ιωσήφ Στάλιν, στα νιάτα του δούλευε σε θεριζοαλωνιστικές μηχανές σε αγρόκτημα πριν από την ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο στη συνέχεια κυβέρνησε τη Σοβιετική Ένωση.
Ενώ σπούδαζε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, παντρεύτηκε τη συμφοιτήτριά του Ράισα Τιταρένκο το 1953, πριν πάρει το πτυχίο του το 1955. Μετακόμισε στη Σταυρούπολη, όπου εργάστηκε για την τοπική Κομσομόλ και έγινε ένθερμος υποστηρικτής της αποσταλινοποίησης, που προωθούσε ο Νικίτα Χρουστσόφ. Διορίστηκε Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής της Σταυρούπολης το 1970, όπου επέβλεψε την κατασκευή του Μεγάλου Καναλιού της Σταυρούπολης.
Το 1974 μετακόμισε στη Μόσχα για να γίνει ο Πρώτος Γραμματέας του Ανωτάτου Σοβιέτ και το 1979 έγινε υποψήφιο μέλος του πολιτικού γραφείου του κόμματος. Μέσα σε τρία χρόνια από το θάνατο του Σοβιετικού ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ και μετά τους Γιούρι Αντρόποφ και Κονσταντίν Τσερνιένκο, το πολιτικό γραφείο εξέλεξε τον Γκορμπατσόφ ως Γενικό Γραμματέα, ντε φάκτο επικεφαλής της κυβέρνησης, το 1985.
Αν και υποσχόταν τη διατήρηση του Σοβιετικού κράτους και της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, ο Γκορμπατσόφ πίστευε στην ανάγκη για σημαντική μεταρρύθμιση, ιδιαίτερα μετά το ατύχημα του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986.
Αποσύρθηκε από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και ξεκίνησε στις συνόδους κορυφής με τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν συζητήσεις για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Η πολιτική της Γκλάσνοστ («διαφάνεια») επέτρεψε περισσότερη ελευθερία του λόγου και τύπου, ενώ με την «περεστρόικα» («αναδιάρθρωση») προσπάθησε να αποκεντρώσει τη διαδικασία λήψης οικονομικών αποφάσεων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας.
Ο Γκορμπατσόφ αρνήθηκε να παρέμβει στρατιωτικά, όταν διάφορες Ανατολικές χώρες εγκατέλειψαν τη Μαρξιστική-Λενινιστική διακυβέρνηση το 1989-90.
Εσωτερικά, το αυξανόμενο εθνικιστικό συναίσθημα απείλησε να φέρει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ορισμένοι μαρξιστές-λενινιστές διεξήγαγαν το πραξικόπημα του 1991 κατά του Γκορμπατσόφ.
Τέσσερις μήνες αργότερα, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και ο Γκορμπατσώφ παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο. Το 1992 ίδρυσε το ίδρυμα Γκορμπατσόφ. Κράτησε επικριτική στάση απέναντι στους μετέπειτα Ρώσους Προέδρους Μπόρις Γέλτσιν και Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ ήταν κεντρικό πρόσωπο του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος.