«Από ό,τι αντιλαμβάνομαι δεν δικαιώθηκαν οι πιο αισιόδοξοι ως προς τη συμμετοχή, από εκεί και πέρα όμως δεν είναι αμελητέο, δεν είναι αμελητέα καμία συμμετοχή, όταν συμπολίτες μας, τα μέλη ενός κόμματος, είτε παλιά είτε νέα, συμμετέχουν σε μια διαδικασία, αυτό μόνο θετικά μπορούμε να το δούμε. Τώρα, ως προς το αν θα αποτελέσει το ΠΑΣΟΚ μία αξιόπιστη εναλλακτική, αυτό θα το δείξει η ιστορία των επόμενων περίπου τριών ετών, λιγότερο πλέον από τρία έτη, μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, όπου θα κληθεί το ΠΑΣΟΚ να διατυπώσει μία εναλλακτική πρόταση για τον τόπο, κοστολογημένη». Αυτό ανέφερε ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, σε συνέντευξή του στην EΡTNews, αναφερόμενος στη συμμετοχή στη διαδικασία της περασμένης Κυριακής για εκλογή προέδρου του ΠΑΣΟΚ ενώ σημείωσε:
«Το πιο εύκολο πράγμα για ένα πολιτικό κόμμα είναι να τάξει περισσότερα, να πει ότι θα αυξήσω – θυμάστε τι έλεγε και ο ΣΥΡΙΖΑ πριν από τις ευρωεκλογές, ότι θα αυξήσει περαιτέρω τις δαπάνες 5,5% για την υγεία. Υπήρχε μία λογική πλειοδοσίας μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό λοιπόν είναι κάτι που προφανώς ο κόσμος δεν το θέλει – πιστεύουμε και αυτό βλέπουμε, αλλά ας μην προδικάζουμε. Έχουμε έναν δεύτερο γύρο μπροστά μας, να δούμε τι θα αποφασίσουν τα μέλη του ΠΑΣΟΚ».
Για το εάν ταυτίζει την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ με την τακτική του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Μαρινάκης τόνισε: «Μέχρι τώρα είχαν πάρα πολλά κοινά σημεία, δεδομένου του γεγονότος ότι ταυτίστηκαν απέναντι στην κυβέρνηση, σε επιλογές που θα έπρεπε το πολιτικό σύστημα να είναι ενωμένο. Δηλαδή, το να μπορεί ένας κάτοικος του εξωτερικού, ο οποίος ούτως ή άλλως αν πάρει το αεροπλάνο και έρθει στην Ελλάδα ψηφίζει, να μπορεί να ψηφίσει από τον τόπο διαμονής του με επιστολική ψήφο, παράδειγμα, ή ένα νέο παιδί στην Ελλάδα, 18 ετών, ενώ θα μπορούσε αν έχει μεγαλύτερη δυνατότητα να πάει στο εξωτερικό -τέλος πάντων, γιατί δεν είναι όλοι πλούσιοι που πάνε στο εξωτερικό- να μπορεί να σπουδάσει σε ένα μη κρατικό πανεπιστήμιο, να μπορεί να το κάνει αυτό και στη χώρα μας. Σας λέω δύο ζητήματα στα οποία θα έπρεπε να έχουμε μια μίνιμουμ συναίνεση. Σε αυτά τα ζητήματα ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ απλά άλλαζαν χρώμα».
Για τον φετινό προϋπολογισμό και τα θετικά στοιχεία του σημείωσε: «Ο πρώτος είναι ότι η Ελλάδα για τις δύο επόμενες χρονιές θα αναπτύσσεται με μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης απ’ ό,τι η Ευρωζώνη. Δηλαδή, 2,2-2,3% για την Ελλάδα, 0,8-1,4 για την Ευρωζώνη. Αυτό τι σημαίνει, ότι θα μειωθεί περισσότερο το χάσμα, το οποίο ήταν πάρα πολύ μεγάλο και ακόμα είναι σημαντικό, που μας χωρίζει από την Ευρώπη. Η δεύτερη σημαντική είδηση είναι ότι τα εισοδήματα το ’25 θα αυξηθούν με μεγαλύτερο ρυθμό από ό,τι ο πληθωρισμός, άρα ουσιαστικά το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, που είναι το μεγάλο ζητούμενο, θα αυξηθεί περισσότερο, ούτως ώστε να μειώσουμε κι άλλο και εκεί την απόσταση που έχουμε από την Ευρώπη. Το τρίτο είναι ότι θα μειωθούν περαιτέρω 12 φόροι. Είναι 12 φόροι, 900 εκατομμύρια ευρώ το κέρδος, ως προς το δημοσιονομικό του ύψος για τους πολίτες. Το τέταρτο είναι ότι θα μειώσουμε κι άλλο το χρέος μας ως προς το ΑΕΠ».
Ο κ. Μαρινάκης επισήμανε ότι ο πρώτος στόχος της κυβέρνησης είναι η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. «Αυτό φαίνεται ότι επιτυγχάνεται, δηλαδή οι τιμές αυξάνουν με πολύ μικρότερο ρυθμό. Ο επόμενος στόχος είναι ο αποπληθωρισμός. Να φτάσουμε, δηλαδή, να μιλάμε για αρνητικό πληθωρισμό. Στα σούπερ μάρκετ, με βάση τις επίσημες ανακοινώσεις του ΙΕΛΚΑ, που μετρά τις τιμές στα σούπερ μάρκετ, έχουμε έστω 2% μηνιαίως, για 4 συνεχόμενους μήνες, αποκλιμάκωση των τιμών», υπογράμμισε.
Επίσης, ανέφερε ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να αναπτύσσεται συνεχώς η ελληνική οικονομία, να παράγει περισσότερο πλούτο, να αυξάνει το ΑΕΠ της, ούτως ώστε να επιστραφούν στους πολίτες, στους συνταξιούχους, στους δημοσίους υπαλλήλους, στους ιδιωτικούς υπαλλήλους, με τις μειώσεις φόρων στους ελεύθερους επαγγελματίες και στις νεότερες ειδικά γενιές, όλα αυτά τα οποία στερήθηκαν για πάρα πολλά χρόνια.
Για το στεγαστικό ζήτημα είπε ότι οι παρεμβάσεις χωρίζονται σε δύο επιμέρους κατηγορίες: «Η μία είναι η άμεση στήριξη των πολιτών, όπου μπορούμε. Δηλαδή, σε επιδόματα τα οποία έχουν περισσότερο να κάνουν και με τη στέγη, επιδόματα που έχουν να κάνουν και με το ενοίκιο. Για παράδειγμα, με τους φοιτητές, τα οποία τα έχουμε αυξήσει δύο φορές. Και κάποιος ο οποίος συγκατοικεί παίρνει, πλέον, στην περιφέρεια μέχρι και 2.500 ευρώ. Άρα, αν είναι δύο και τρεις μπορεί να φτάνουν και τα 5.000 και τα 7.500 ευρώ ετησίως- σημαντική στήριξη. Αλλά, η δεύτερη κατηγορία που είναι η σημαντικότερη, είναι τα κίνητρα. Παράδειγμα: Ένα κίνητρο είναι το δεύτερο μεγάλο πρόγραμμα “Σπίτι μου”, που 30.000 νέοι άνθρωποι, μέχρι 50 ετών, θα έχουν τη δυνατότητα να βρουν σπίτι δίνοντας τον μήνα πολύ λιγότερα απ’ όσα θα έδιναν για το ενοίκιό τους».
Όσον αφορά το μεταναστευτικό, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρθηκε στη μεγάλη προσπάθεια που κάνει η Ελλάδα για τη φύλαξη των συνόρων και προσέθεσε: «Και έρχεται, μάλιστα, σήμερα -αν δείτε είναι στο πρωτοσέλιδο των ΝΕΩΝ- έρευνα 19 -αν δεν κάνω λάθος- ξένων πανεπιστημίων να το επιβεβαιώσει, ότι πράγματι στην Ελλάδα έχουμε μείωση του αριθμού των μεταναστών. Αυτό πώς συνέβη; Συνέβη γιατί ανέλαβε μία κυβέρνηση, η οποία κατάφερε να οργανώσει ένα σχέδιο φύλαξης των συνόρων, μιας αυστηρής, αλλά δίκαιης μεταναστευτικής πολιτικής και στη στεριά και στη θάλασσα, να αλλάξει τη διαδικασία απονομής του ασύλου και το κυριότερο να πιέσει προς την Ευρώπη για το αυτονόητο. Το οποίο τι λέει; Δεν μπορεί η Ελλάδα, το σύνορο της Ευρώπης, να επωμίζεται το σύνολο των βαρών. Εμείς, λοιπόν, δεν θέλουμε να γκρεμίσουμε αυτήν την επιτυχία, θέλουμε να τη διαφυλάξουμε και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ως κόρην οφθαλμού».
«Υπάρχει μία προσπάθεια, εδώ και πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, να “κοντύνουμε” την Ελλάδα σε πολλά επίπεδα και κυρίως ως προς αυτό, τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, μεταναστευτικής πολιτικής, γιατί κάποιοι θέλουν να μιμηθούμε την Ευρώπη και να δώσουμε στον κόσμο μία τροφή με fake news, για να αγαπήσει περισσότερο κόμματα ακραία λαϊκιστικά. Ας βάλουν κάτω, όλοι αυτοί οι οποίοι προσπαθούν να χειραγωγήσουν τους πολίτες, την Ελλάδα και να τη συγκρίνουν με την υπόλοιπη Ευρώπη. Κι ας μιλήσουν με έναν Γερμανό πολίτη, έναν Αυστριακό πολίτη, έναν πολίτη της Γαλλίας», συμπλήρωσε.
Για το ζήτημα του ελληνοτουρκικού διαλόγου σημείωσε ότι «η Ελλάδα έχει επιλέξει με την Τουρκία τον δρόμο του διαλόγου. Ένας διάλογος, ο οποίος έχει συγκεκριμένους όρους. Πρώτος και κυριότερος, καμία συζήτηση για ζητήματα κυριαρχίας. Καμία συζήτηση για “κόκκινες” γραμμές. Και δεύτερον, να μη βάλουμε ποτέ στο τραπέζι, δηλαδή όταν έρθει η ώρα, δεν ξέρουμε αν είναι κοντά ή όχι, της Χάγης, καμία διαφορά, πέραν της μοναδικής, που είναι ο καθορισμός ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας».
Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση για τα εσωτερικά της ΝΔ, αφού τόνισε ότι έχει την πιο συμπαγή Κοινοβουλευτική Ομάδα των τελευταίων ετών και πως η ΝΔ παραμένει μία δύναμη η οποία είναι ισχυρή και ο κόσμος την εμπιστεύεται, περιμένοντας να δει και περισσότερα, επισήμανε: «Δεν υπάρχει εσωκομματικό ζήτημα στη ΝΔ. Η ΝΔ, η κυβέρνηση, έχει την απόλυτη στήριξη των βουλευτών, όχι, όμως, άκριτη στήριξη. Έχει μια στήριξη, η οποία βασίζεται στις ανάγκες των πολιτών. Έχει μια στήριξη, η οποία βασίζεται στον έλεγχο της εφαρμογής του προγράμματος, γιατί έχουμε μια κοινοβουλευτική ομάδα, η οποία έτσι αντιλαμβάνεται τον ρόλο της και αυτός είναι ο σωστός ρόλος», ανέφερε. «Ως προς το ζήτημα της Ρηγίλλης, όποιος ήρθε στη Ρηγίλλης κατάλαβε ότι ήταν μια μεγαλειώδης εκδήλωση με πάρα πολύ κόσμο. Μια εκδήλωση, που, όπως είχαμε πει, ήταν αφιερωμένη σε κάθε Νεοδημοκράτισσα και κάθε Νεοδημοκράτη που σε πολύ δύσκολες, ειδικά, περιόδους δεν γύρισαν ποτέ την πλάτη τους στο κόμμα. Για αυτούς όλους πήγαμε. Δεν πρόκειται εμείς να μπούμε στη διαδικασία να σχολιάσουμε μία επιλογή δύο πρώην προέδρων του κόμματός μας. Το έχουμε πει πάρα πολλές φορές: Δεν είναι η δουλειά μας αυτή, να σχολιάζουμε. Εμάς η δουλειά μας είναι να εφαρμόζουμε το πρόγραμμά μας», υπογράμμισε ο κ. Μαρινάκης.