«Έφυγε» από τη ζωή ο περίφημος Paezano, κατά κόσμον Νίκος Χατζηκώστας, ο οποίος υπήρξε η πιο cult φιγούρα της Αθήνας τη δεκαετία του ’80, καθώς συνήθιζε να ντύνεται με κελεμπίες, γούνες, ψηλά καπέλα, λευκά κοκάλινα γυαλιά ηλίου με χοντρό σκελετό και πάντα διατηρούσε μούσι που θύμιζε Ντ’ Αρτανιάν. Σήμα κατατεθέν του ήταν η μαϊμού που είχε πάντα στον ώμο του.
Ιδιοκτήτης του Paesano, του περίφημου ρεστοράν της Κυψέλης, το οποίο βρισκόταν επί της οδού Φωκίωνος Νέγρη, γνωστός και ως «Ζντουπ» ή «Κροκοδειλάκιας», διασκέδαζε την υψηλή κοινωνία της πρωτεύουσας με το χιούμορ του. Ήταν μια πιτσαρία «after». Τότε, ο νόμος απαγόρευε στους μαγαζάτορες να κρατούν ανοιχτά τα καταστήματά τους, καίγοντας ρεύμα μετά τις 2 το βράδυ. Ο εφευρετικός Νίκος Χατζηκώστας κατέβαζε το γενικό του ρεύματος και το λειτουργούσε με κεριά και γι’ αυτό το λόγο οδηγήθηκε στα δικαστήρια της Σανταρόζα πάνω από εκατό φορές για παράβαση του νόμου περί ενέργειας.
Η μασκότ του ήταν η Πουτσίνο και καθόταν πάντα στον ώμο του. Μια μαϊμού που έκανε ζημιές. Έκλεβε… περουκίνια από άντρες πελάτες, τραβούσε τα μαλλιά και χαλούσε κομμώσεις στις κυρίες.
Ανάμεσα στην πυκνή διακοσμητική βλάστηση της μαξιμαλιστικής μεταμεσονύκτιας πιτσαρίας, σύχναζαν επιχειρηματίες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, λογής λογής περσόνες των 80s και των 90s.
Το 1984 ο Paesano (τον αποκαλούσαν και με το όνομα του μαγαζιού του) «πυρπολήθηκε» μπροστά στο μαγαζί του. Τα κηδειόχαρτα τοιχοκολλήθηκαν σε ολόκληρη την Αθήνα. Την επομένη ήταν πρώτο θέμα στις εφημερίδες. Στην πραγματικότητα ήταν ένα καλοστημένο πρωταπριλιάτικο αστείο με μονταρισμένη φωτογραφία.
Το 1996 έπρεπε να αποφασίσει εάν θα έμενε στην περιοχή ή θα έφευγε για την πλατεία Αβησσυνίας που ήταν το νέο στέκι της εποχής. Τελικά αποδέχθηκε την πρόταση να πουλήσει το μαγαζί του και έτσι έκλεισε ένα μεγάλο κεφάλαιο της νυχτερινής Αθήνας. Αργότερα, ο ίδιος επέστρεψε στην Κρήτη μαζί με την γυναίκα της ζωής του και έμεινε σε ένα κτήμα σε ένα βουνό στην Καλή Ράχη, μέχρι το τέλος της ζωής του.