*Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Συνέδριο με θέμα «Δημογραφικό – Η Μεγάλη Πρόκληση»*
Ευχαριστώ για την πρόσκληση και για την ευκαιρία που μου δίνετε να αναφερθώ σε ένα ζήτημα το οποίο είναι κρίσιμο για το σήμερα, αλλά είναι εκρηκτικό για το αύριο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι όλοι οι εμπειρογνώμονες προειδοποιούν για την «ωρολογιακή βόμβα» του δημογραφικού προβλήματος. Είναι μία βόμβα, το χρονόμετρο της οποίας κινείται γρήγορα και που καλούμαστε να απενεργοποιήσουμε εγκαίρως και με μεθοδικές κινήσεις, ώστε οι δικαιολογημένες ανησυχίες να μετατραπούν σε στοχευμένες πρωτοβουλίες που θα εκδηλωθούν σε βάθος χρόνου.
Κατ’ αρχάς επιτρέψτε μου κυρίες και κύριοι, κ. Χατζηνικολάου, να επισημάνω ότι το φαινόμενο, το οποίο θα έχετε την ευκαιρία να συζητήσετε στη συνέχεια του Συνεδρίου και θα παρουσιαστούν όλοι οι σχετικοί στατιστικοί δείκτες, δεν είναι ένα αμιγώς ελληνικό φαινόμενο. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο πολιορκεί σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες -θα έλεγα τις περισσότερες, όχι όλες- τις περισσότερες δυτικές κοινωνίες με υψηλό επίπεδο διαβίωσης. Ενώ στον αντίποδα, στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχουμε το ανάποδο πρόβλημα. Εκεί διαγράφεται ο κίνδυνος του υπερπληθυσμού, με έκρηξη των γεννήσεων, η οποία συνεχίζει να καταγράφεται σε ηπείρους όπως π.χ. η Αφρική. Πρόκειται για μία αντιφατική πτυχή της παγκόσμιας πραγματικότητας, η οποία συνδέεται και με πολέμους και με τη μετανάστευση και με την κλιματική κρίση. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι στο δημογραφικό αποτυπώνονται όλες οι προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου.
Ήδη μάλιστα ο αντίκτυπος ξεπερνά τα σύνορα και καθίσταται παράμετρος της ίδιας της κοινωνικής συνοχής κάθε κράτους. Έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι σε μία πρόσφατη έρευνα που διάβασα, της «διαΝΕΟσις», το θέμα του δημογραφικού κατατάσσεται στην πρώτη θέση των μακροπρόθεσμων απειλών για την πατρίδα μας. Είναι πάνω από τα ελληνοτουρκικά, είναι πάνω και από την οικονομία.
Έτσι, ένα υπαρξιακό ζήτημα, το οποίο για δεκαετίες ολόκληρες δρούσε στο υπογάστριο της καθημερινότητας, εισβάλλει τώρα ως επείγουσα πολιτική προτεραιότητα ορμητικά -και καλώς θα έλεγα- στον δημόσιο διάλογο. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που έχω καλέσει επανειλημμένα όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου σε μια διακομματική συνεργασία, γιατί αν όλοι συμφωνούμε ότι πρόκειται για ένα κοινό πρόβλημα, τότε κοινή πρέπει να είναι και η αντιμετώπισή του. Και αν όλοι δεχόμαστε ότι από τη φύση του έχει στρατηγικό και μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, τότε δεν πρέπει να υπονομεύουμε τα επιμέρους μέτρα για τη λύση του. Και αν όλοι εννοούμε όσα λέμε, τότε τα παραπάνω θα πρέπει να ισχύσουν σε βάθος χρόνου και προφανώς ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνά. Και η πιο φλέγουσα διάσταση του ζητήματος -όπως είπατε και στην εισαγωγή σας- δεν είναι προφανώς η θέση κάποιων ακραίων ότι τάχα θα εξαφανιστεί το ελληνικό έθνος. Αυτό έχει αποδείξει για πολλούς αιώνες τώρα ότι και αντέχει και ανανεώνεται και εμπλουτίζεται.
Ο πρώτος και ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι οικονομικός και κοινωνικός. Είναι η μείωση των οικονομικά ενεργών πολιτών. Η ελάττωση δηλαδή όσων εργάζονται και μέσα από την εργασία τους συντηρούν τον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι μεγάλες προκλήσεις της γήρανσης του πληθυσμού για το ασφαλιστικό μας σύστημα, για το σύστημα υγείας. Τα βάρη αυτά δεν μπορούν να διατηρηθούν αντίρροπα, επί μεγάλο διάστημα, χωρίς να απειληθεί η αστάθεια της ίδιας της κοινωνίας.
Δεν μιλάμε συνεπώς για μια απειλή της ταυτότητάς μας ως Έλληνες, αλλά για την υπονόμευση της δυνατότητας του τόπου να παράγει ατομικό και δημόσιο πλούτο, διατηρώντας ισχυρό τον ιστό που ενώνει τους πολίτες του. Και ακριβώς για αυτό θεωρώ τον κίνδυνο όχι μόνο επίκαιρο αλλά και καθοριστικό. Πολύ περισσότερο όταν αυτός εκδηλώνεται σε μια συγκυρία δύσκολη που ο πλανήτης ολόκληρος βρίσκεται σε μεγάλη αβεβαιότητα σε μια παγκόσμια, θα έλεγα, αναταραχή.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, αρκεί η ανάγνωση των σχετικών δεδομένων και κυρίως των προβλέψεων που κάνουν οι ειδικοί για να αναδειχθεί το μέγεθος της πρόκλησης που έχουμε απέναντί μας. Όπως είπατε, εδώ και μια δεκαετία, από το 2011, ο πληθυσμός της χώρας μας μειώνεται. Τα τελευταία χρόνια οι γεννήσεις υπολείπονται σημαντικά των θανάτων. Ενώ στη διάρκεια της δύσκολης δεκαετίας που διανύσαμε, τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, η μείωση των Ελλήνων υπολογίζεται σε 450.000 άτομα. Αυτός ο αριθμός αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στο αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων – απωλειών. Θυμίζω ότι οι δημογράφοι μάς υποδεικνύουν ότι για να κρατηθεί σταθερός ο πληθυσμός μιας χώρας, η μέση γέννηση, ο μέσος αριθμός γεννήσεων πρέπει να είναι περίπου στο 2,1%. Εμείς είμαστε λίγο κάτω από το 1,4%.
Και ταυτόχρονα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χάσαμε ένα πολύ πλούσιο ανθρώπινο δυναμικό με τη μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων συμπατριωτών μας, οι οποίοι αναζήτησαν τα τελευταία χρόνια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Ήταν ιδίως οι νεότεροι και οι πιο μορφωμένοι συμπολίτες μας. Ο πολυτιμότερος πλούτος που έχουμε, δηλαδή, για την ανοικοδόμηση της χώρας μας μετά την πολυετή οικονομική περιπέτεια.
Και επιτρέψτε μου εδώ μια σύντομη παρένθεση: Θέλω να επισημάνω ότι ένας από τους βασικούς λόγους που ώθησε την πλειονότητα των νέων Ελλήνων με υψηλή μόρφωση να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, δεν ήταν μόνο η αναζήτηση δουλειάς. Ήταν και η αίσθησή τους ότι η Ελλάδα είναι μία βαθιά αναξιοκρατική κοινωνία. Αυτό από μόνο του μας λέει ότι για να γίνει η χώρα μας ένας πιο δίκαιος και πιο ελκυστικός τόπος για να ζουν, να ευημερούν, να δημιουργούν οικογένειες, κυρίως οι νέοι άνθρωποι, δεν πρέπει να μας απασχολεί μόνο η οικονομική διάσταση της πολιτικής.
Χρειάζεται να παλέψουμε και να αγωνιστούμε για κάτι βαθύτερο από την οικονομική ευημερία. Χρειάζεται να παλέψουμε για μια πιο δίκαιη Ελλάδα. Τι σημαίνει πιο δίκαιη Ελλάδα; Σίγουρα είναι το αξιοπρεπές εισόδημα και η δυνατότητα παραγωγής ατομικού πλούτου, είναι όμως ταυτόχρονα η ποιότητα εργασίας, η στέγαση, η δημόσια υγεία, η γνώση, οι δεξιότητες, η ποιότητα του περιβάλλοντος, αλλά και τα ατομικά δικαιώματα, η ασφάλεια, η ισορροπία ζωής – εργασίας, η κοινωνική διασυνδεσιμότητα, η αξιοκρατία, οι ευκαιρίες ώστε ο καθένας να καταφέρνει να γίνει αυτό που ονειρεύεται και μπορεί.
Επανέρχομαι στους σκληρούς αριθμούς του δημογραφικού. Ειδικά η διάσταση της γήρανσης, πιστεύω ότι αξίζει να επισημανθεί ξεχωριστά. Προσέξτε, πριν από 50 χρόνια, το 1962, μόλις το 8% του ελληνικού πληθυσμού ήταν άνω των 65 ετών. Το 26% του ελληνικού πληθυσμού ήταν κάτω των 14 ετών. Σήμερα το 23% του ελληνικού πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών. Ενώ μόλις το 14% είναι κάτω των 14 ετών. Και αυξήθηκε επίσης πολύ η μέση ηλικία της γυναίκας που αποκτά το πρώτο της παιδί. Είναι 31 έτη σήμερα, ήταν 24 το 1980. Αυτό σημαίνει ότι γερνάμε, ότι αργούμε να ανανεωθούμε και ότι σταδιακά προφανώς λιγοστεύουμε.
Μόνο, λοιπόν, αν δούμε κατάματα την απειλή θα μπορέσουμε να την αντιμετωπίσουμε. Διαφορετικά, όπως είπατε, το 2050 η χώρα μας θα έχει λιγότερους από 9 εκατομμύρια κατοίκους, με έναν στους τρεις να είναι άνω των 65 ετών. Και όπως σημειώνει και ο Καθηγητής της δημογραφίας, ο κ. Κοτζαμάνης -αντιλαμβάνομαι ότι συμμετέχει στη συνέχεια σε κάποιο από τα πάνελ σας- το φυσικό ισοζύγιο θανάτων προς γεννήσεις θα παραμείνει αρνητικό τουλάχιστον μέχρι το 2045. Επί 22 χρόνια, δηλαδή, αναμένουμε να γεννιούνται λιγότερα παιδιά από όσοι συμπολίτες μας θα φεύγουν από τη ζωή.
Και απέναντι σε αυτές τις δυσμενείς διαπιστώσεις, υπάρχει μόνο ο δρόμος της θετικής και πολυμέτωπης αντιμετώπισης από την Πολιτεία. Να πάρω, για παράδειγμα, το brain drain, όπου έχουμε πλέον ουσιαστικές ενδείξεις αναστροφής αυτού του φαινομένου μέσω εργαλείων, όπως η μειωμένη φορολογία και τα κίνητρα που παρέχονται σε Έλληνες που επαναπατρίζονται, ενώ τον ίδιο σκοπό υπηρετούν και σημαντικές επενδύσεις που γίνονται στην πατρίδα μας. Ενδεικτικά αναφέρω το Κέντρο Καινοτομίας της Pfizer στη Θεσσαλονίκη, όπου μου έλεγε ο Άλμπερτ Μπουρλά ότι μία στις τρεις αιτήσεις που λαμβάνει για απασχόληση στη Pfizer είναι από Έλληνες του εξωτερικού οι οποίοι έχουν πάρει πια την απόφαση να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Δεύτερο σημαντικό πεδίο είναι αυτό των διευκολύνσεων των νέων ζευγαριών να τεκνοποιήσουν. Ήμασταν συνεπείς στη δέσμευσή μας και υλοποιήσαμε άμεσα μετά την εκλογή της Κυβέρνησής μας και την ανάληψη των καθηκόντων μας, την ενίσχυση με 2.000 ευρώ για κάθε νέα γέννηση. Αλλά και το αυξημένο αφορολόγητο κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί. Όπως επίσης τον χαμηλό ΦΠΑ για τα βρεφικά είδη, την κατάργηση του φόρου πολυτελείας στους πολύτεκνους που έχουν μεγάλα αυτοκίνητα. Και βέβαια, εξαιρετικά σημαντικό μέτρο, την διετή προσχολική εκπαίδευση και την αύξηση των βρεφονηπιακών σταθμών, ώστε να μπορούν να υποδέχονται όλα τα παιδιά της χώρας.
Σημαντικές αλλαγές έχει δρομολογήσει και το Υπουργείο Εργασίας: Επιδοτούμενη γονική άδεια τεσσάρων μηνών και για τους δυο γονείς, οι οποίοι παράλληλα προστατεύονται από την απόλυση, τόσο πριν όσο και μετά την γέννηση του παιδιού. Το Ταμείο Ανάκαμψης χρηματοδοτεί μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία: την διαμόρφωση χώρων φύλαξης βρεφών στους χώρους των επιχειρήσεων. Είναι μια πρωτοβουλία την οποία θα αξιοποιήσουν 120 μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις. Πρέπει να δίνουμε περισσότερες δυνατότητες στις εργαζόμενες μητέρες να μπορούν να είναι σίγουρες ότι κάποιος θα φροντίζει τα παιδιά τους όσο αυτές θα εργάζονται.
Ταυτόχρονα εφαρμόζεται το σήμα ισότητας, εκεί που παρέχονται πολιτικές ίσων ευκαιριών στους εργαζόμενους, ανεξαρτήτως φύλου, και ο πολύ σημαντικός θεσμός των «Νταντάδων της γειτονιάς», ο οποίος πιλοτικά ξεκινά αυτούς τους μήνες. Ένας θεσμός που πάλι διευκολύνει τις γυναίκες να συμμετέχουν περισσότερο στην αγορά εργασίας και με αυτόν τον τρόπο να αισθάνονται πιο άνετα, ότι μπορούν να έχουν την κατάλληλη υποστήριξη, ώστε να προβούν στην πολύ σημαντική απόφαση να ξεκινήσουν οικογένεια ή να περάσουν από το πρώτο στο δεύτερο παιδί. Διότι οι στατιστικές μας δείχνουν ότι πολλές φορές πολλές οικογένειες σταματούν στο πρώτο παιδί και η ιδέα και μόνο απόκτησης δεύτερου ή πόσω μάλλον τρίτου παιδιού, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολη.
Θεσπίστηκε ήδη από την Κυβέρνηση μας η επταήμερη άδεια για τις γυναίκες που υποβάλλονται σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Ενώ θέλω να σταθώ ιδιαίτερα σε μια νέα νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία θα αναρτηθεί σε δημόσια διαβούλευση τις επόμενες μέρες και εκτιμώ ότι θα έχει γίνει νόμος του κράτους μέχρι τα τέλη Ιουλίου. Και αναφέρομαι στον εκσυγχρονισμό του πλαισίου για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Αυξάνουμε -ενδεικτικά αναφέρω μόνο- στα 54 το δυνητικό όριο ηλικίας όσων επιλέγουν αυτές τις διαδικασίες και διορθώνουμε και κάποιες απίστευτες στρεβλώσεις. Δεν ξέρω πόσοι από σας γνωρίζετε ότι σήμερα, με το υφιστάμενο πλαίσιο, αν μία γυναίκα χωρίσει χρειάζεται τη σύμφωνη γνώμη του τέως συζύγου της προκειμένου να αξιοποιήσει μη γονιμοποιημένα ωάρια. Όλες αυτές οι στρεβλώσεις διορθώνονται και αναγνωρίζουμε πια ότι η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή είναι ένα εξαιρετικά πολύτιμο ιατρικό εργαλείο, το οποίο διευκολύνει γυναίκες που, για οποιοδήποτε λόγο, έχουν δυσκολία να αποκτήσουν τέκνα και τις βοηθά να αντιμετωπίσουν αυτές τις σημαντικές προκλήσεις.
Κυρίες και κύριοι σύνεδροι, όπως διαπιστώνετε, οι δράσεις μας εδώ και τρία χρόνια απλώνονται σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Είναι δράσεις που σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία έχουν φανεί αποτελεσματικότερες ακόμα κι από ένα μεγάλο εφάπαξ επίδομα υπέρ κάθε νέας γέννησης.
Όμως είναι αδύνατον -κι εδώ θα πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και ειλικρινείς- μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα να λυθούν βασικά κοινωνικά προβλήματα δεκαετών. Πολύ περισσότερο που ακόμα κι αυτές οι τομές, δυστυχώς, δεν συναντούν συχνά τη συναίνεση όλων των κομμάτων. Αυτές οι δυσκολίες, ωστόσο, δεν αλλάζουν τις κεντρικές μας επιλογές και σε θεσμικό επίπεδο, μετά τη δημιουργία ειδικού χαρτοφυλακίου Υφυπουργού για τις Δημογραφικές Πολιτικές και την Οικογένεια. Ένα Εθνικό Συμβούλιο, πλέον, θα αναλάβει το συντονισμό όλων των σχετικών πρωτοβουλιών που προφανώς διατρέχουν οριζόντια πολλά Υπουργεία και πολλές Υπηρεσίες.
Ενώ βασική πρακτική μας προτεραιότητα για το άμεσο μέλλον θα είναι η εξασφάλιση προσιτής στέγης για τους νέους ανθρώπους. Γνωρίζουμε – και είναι ίσως το αποτέλεσμα μιας οικονομίας η οποία αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς – η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι το κόστος για αγορά νέου σπιτιού έχει ανέβει σημαντικά, όπως σημαντικά έχουν ανέβει και τα ενοίκια, κάτι το οποίο εκ των πραγμάτων αποτρέπει συχνά νέα ζευγάρια από το να κατοικήσουν σε ένα μεγαλύτερο σπίτι και με αυτόν τον τρόπο να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια. Και γι’ αυτό και μελετάμε ήδη ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που θα εξαντλεί κάθε δυνατότητα που έχουμε, από τη σημαντική ακίνητη περιουσία του δημοσίου η οποία συχνά παραμένει αναξιοποίητη, ως τα αντικίνητρα τα οποία υπάρχουν σήμερα στην αγορά και τα οποία δεν επιτρέπουν σε κλειστά διαμερίσματα να ανακαινιστούν. Και βέβαια, εξετάζουμε και συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα για την ανακαίνιση παλαιών κατοικιών, διότι γνωρίζουμε ότι ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, πρώτα από όλα στην Αθήνα, υπάρχει σημαντικό κτιριακό απόθεμα διαμερισμάτων τα οποία σήμερα είναι αναξιοποίητα. Και με ένα έξυπνο πλαίσιο κινήτρων θα μπορούσαν και να αναβαθμιστούν ενεργειακά και να μπουν στην αγορά ακινήτων, αποσυμφορώντας με αυτό τον τρόπο τη μεγάλη πίεση η οποία υπάρχει κυρίως στις αυξήσεις των ενοικίων.
Παράλληλα όμως, σε τελική ευθεία προετοιμασίας βρίσκονται και μερικές πρωτοβουλίες άμεσης εφαρμογής: Η επέκταση, παραδείγματος χάριν, των παιδικών σταθμών αλλά και των δημοτικών έως τις 18:00 το απόγευμα, ώστε να περιλαμβάνουν και τη μελέτη των παιδιών, ανακουφίζοντας με αυτό τον τρόπο τους γονείς στο σπίτι.
Και τέλος, η στελέχωση των μονάδων υγείας, κυρίως των νησιών, από γυναικολόγους και παιδιάτρους. Μια τελείως ξεχωριστή πρόκληση βέβαια για την οποία δεν θα μιλήσω αναλυτικά σήμερα, είναι η προετοιμασία του Συστήματος Υγείας για έναν πληθυσμό ο οποίος σταδιακά γερνά.
Νέα νοσήματα όπως η άνοια, το Αλτσχάιμερ τα οποία αρχίζουν και αποκτούν πια μία πολύ έντονη παρουσία και στην ελληνική κοινωνία και βέβαια με την αντιμετώπιση χρόνιων νοσημάτων, τα οποία συνδέονται ολοένα και περισσότερο με κακές συνήθειες που δυστυχώς διατρέχουν οριζόντια ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Κλείνω με μία πολύ σύντομη νύξη σε ένα σύνθετο κεφάλαιο το οποίο, ωστόσο, νομίζω ότι πρέπει να ανοίξει επιτέλους και στη δική μας χώρα, χωρίς προκαταλήψεις και ακραίες λαϊκίστικες κορώνες. Και αναφέρομαι στην ένταξη στην ελληνική κοινωνία των νόμιμων μεταναστών. Πρόκειται για μία απάντηση στο μεγάλο πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουμε: την έλλειψη εργατικών χεριών που παρατηρείται τόσο στον πρωτογενή τομέα, όσο και στον κλάδο των κατασκευών. Και όπως ξέρετε υπάρχει ήδη, έχουμε ήδη φαινόμενα σοδειών που δεν μαζεύονται, μεγάλα έργα τα οποία κινδυνεύουν σήμερα να καθυστερήσουν, επειδή πολύ απλά λείπουν από τη χώρα εργατικά χέρια.
Ταυτόχρονα όμως, η ώριμη και κυρίως η συνειδητή ένταξη αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία θα ανακουφίσει και την πληθυσμιακή μας υποχώρηση. Και η εμπειρία μας από το πρώτο κύμα των Αλβανών μεταναστών, είναι μία εμπειρία θετική για την ελληνική κοινωνία και την ελληνική οικονομία. Η δεύτερη γενιά των οικογενειών αυτών έχουν πια ως πατρίδα τους την Ελλάδα και τόπο καταγωγής τη χώρα των γονιών τους. Και η εικόνα των μαθητικών μας παρελάσεων θα αποδεικνύει ότι πράγματι αξίζουν να αποκαλούνται Έλληνες όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας.
Και σε ό,τι αφορά την έλλειψη εργατικών χεριών, η πατρίδα μας προχωρά σε πιλοτικές διμερείς συμφωνίες μετάκλησης εργαζόμενων ορισμένου χρόνου με κράτη τα οποία διαθέτουν τέτοιο δυναμικό. Είναι μια αναγκαία πολιτική σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας που ήδη αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στην πρόσληψη προσωπικού.
Όμως, προσοχή. Η νέα αυτή πολιτική δεν θα γίνει με τρόπο που να αφήσει κανέναν απολύτως στο περιθώριο. Ούτε δηλαδή οι νέοι Έλληνες που είναι άνεργοι να μην βρίσκουν εργασία, αλλά ούτε να επιτρέπει και φαινόμενα εργασιακού μεσαίωνα απέναντι σε ευάλωτους ξένους εργαζόμενους.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο θέμα, όμως, καλούμαστε να φανούμε πιο τολμηροί. Μία χώρα μεσήλικων που γεννά λίγα παιδιά, οφείλει να ανανεωθεί με νεότερους ανθρώπους. Εκείνους που ασπάζονται τις αξίες της και είναι πρόθυμοι να δημιουργήσουν σε αυτήν οικογένεια, οικογένειες τις οποίες θα μπορούν να συντηρήσουν. Και προφανώς δεν μιλώ εδώ για ένα ζήτημα εύκολο, όμως είναι αναγκαίο, επίκαιρο και κρίσιμο να ανοίξει η συζήτηση γύρω από αυτά τα ζητήματα. Και γι’ αυτό και επείγει να το εξετάσουμε με ευθύνη, σοβαρότητα, αλλά και με θάρρος, αξιοποιώντας την πλούσια διεθνή εμπειρία, ακούγοντας τις προτάσεις των ειδικών και μελετώντας τις προτεραιότητες, όσο και τις δυνατότητες του τόπου μας. Και πάνω απ’ όλα, έχοντας εθνική αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη σε έναν πολιτισμό που διαπερνά ακέραιος την ιστορία, φωτίζοντας τους αιώνες.
Αντί επιλόγου λοιπόν, κυρίες και κύριοι, θα ήθελα να επαναλάβω την αισιόδοξη φράση του Χαρίλαου Τρικούπη: «Η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση». Αναγνωρίζω, όμως, ότι όταν μιλάμε για το δημογραφικό, κάθε προσπάθεια μπορεί να μοιάζει άνιση μπροστά στο μέγεθος του στοιχήματος.
Προτιμώ, λοιπόν, να προσανατολίσω την αισιοδοξία μου, πρώτα απ’ όλα στη συνειδητοποίηση του προβλήματος και αμέσως μετά στην ρητή διαβεβαίωση ότι η πολιτεία εργάζεται σήμερα όσο ποτέ για την αντιμετώπισή του. Και όπως είπα και στην αρχή, πρόκειται για ένα εθνικό, υπαρξιακό ζήτημα που απαιτεί την παραίτηση από κάθε κομματική οπτική και τη συστράτευση όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας μας.
Ανάμεσά τους είναι πολλές προσωπικότητες και φορείς που δίνουν το παρόν στο σημερινό Συνέδριό σας. Να ευχαριστήσω τους χορηγούς αλλά και όλους τους επιστήμονες οι οποίοι συμμετέχουν, πολλοί από τους οποίους συμβουλεύουν και την ελληνική Κυβέρνηση στο κρίσιμο αυτό ζήτημα. Θα αναμένω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τα συμπεράσματα και τις προτάσεις σας.
Εύχομαι καλή επιτυχία στο Συνέδριό σας.