«Η λειτουργία του επιτελικού κράτους στη νομοθέτηση: η περίπτωση της Ελλάδας ως φιλοδοξία και έμπνευση» είναι το θέμα εκδήλωσης, την οποία διοργανώνει η Προεδρία της Κυβέρνησης, Γενική Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων, με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με τη συνδρομή της “Expertise France”.
Μετά τους χαιρετισμούς της επιτρόπου Συνοχής και Μεταρρυθμίσεων Ελίσα Φερέιρα και της πρέσβεως της Γαλλίας στη χώρα μας, Λορένς Οέρ, αλλά και την παρέμβαση του προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Τασούλα, οι συμμετέχοντες του πρώτου τραπεζιού κλήθηκαν να ψηλαφίσουν το όραμα, την πρόοδο, τα άμεσα αποτελέσματα αλλά και τις μακροπρόθεσμες επιτυχίες του επιτελικού κράτους και της νομοθέτησης.
Ξεκινώντας από το τέλος, ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης εισαγωγικώς έκανε μια αναδρομή στο παρελθόν και θυμήθηκε ότι το 2007, όταν πρωτοεξελέγη βουλευτής, πολλά από αυτά που σήμερα θεωρούνται δεδομένα, δεν υπήρχαν τότε. Όπως, η διαβούλευση, η δεύτερη ανάγνωση που δίνει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης των παρατηρήσεων των βουλευτών κ.ά.
«Αυτό που έχουμε καταφέρει την τελευταία πενταετία, ειλικρινώς, είναι ένας άλλος νομοθετικός κόσμος, ένα άλλο νομοθετικό περιβάλλον. Είναι μία άλλη νομοθετική κατάσταση» για όσους έχουν ζήσει την ιστορία της νομοθετικής διαδικασίας ειδικά μέσα στο Κοινοβούλιο, δήλωσε ο υπουργός Επικρατείας, ενώ απάντησε όμως και στη στοχοποίηση, όπως ανέφερε, του επιτελικού κράτους από την αντιπολίτευση. Όπως επισήμανε ειδικότερα, ο πρωθυπουργός τώρα έχει «αυτό το καταπληκτικό πράγμα που λέγεται Γενική Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων, έχει μια διευρυμένη Γενική Γραμματεία Συντονισμού, έχει γενικούς γραμματείς και υπουργούς που παρακολουθούν τα συγκεκριμένα ζητήματα. Δίνουν τη δυνατότητα στον πρωθυπουργό να παρακολουθεί και να συντονίζει, πράγματι, το κυβερνητικό έργο, και να χαράσσει μια πολιτική, η οποία στηρίζεται σε δεδομένα».
Στο σημείο αυτό απάντησε, ταυτοχρόνως, και στην κριτική ότι με τον τρόπο αυτό έχουν καταργηθεί τα υπουργεία: «Αντιθέτως, εδώ, αυτή η συγκεκριμένη διοίκηση και προεδρία κατ’ εξοχήν σέβεται την πρωτοβουλία των υπουργών και των υπουργείων. Αλλά, υπάρχει η ανάγκη συντονισμού σύνθετων πολιτικών», σημείωσε ο Μ. Βορίδης, απονέμοντας τα εύσημα στο συνάδελφό του, Γιώργο Γεραπετρίτη για την προεργασία που είχε κάνει για το επιτελικό κράτος πριν την ανάληψη της εξουσίας ακόμη. Ενθυμούμενος, επίσης, περιόδους, που το Υπουργικό Συμβούλιο δεν έπαιζε κανένα ρόλο, έκανε την αντίστιξη με την τρέχουσα κυβερνητική περίοδο, όπου δεν υπάρχει μήνας που να μην συνεδριάζει έστω μία φορά το Υπ. Συμβούλιο.
Για τον θεσμό της διαβούλευσης πρότεινε να ανοίξει συζήτηση για την αξιολόγησή της. Δεν προτείνει την κατάργησή της, διευκρίνισε, αλλά, πρέπει να ανοίξει η συνταγματική συζήτηση για τη νομοθέτηση. «Πρέπει να δεχθούμε την ευρύτερη νομοθετική εξουσιοδότηση προς τους υπουργούς. Την λέει το Σύνταγμα, αλλά την λέει με ένα περιοριστικό, κατά τη γνώμη μου, τρόπο. Θέλουμε μια πιο ευρεία διατύπωση για να γίνεται η δουλειά. Αν δεν το κάνουμε αυτό, η διαβούλευση δεν θα είναι αποτελεσματική, θα χάνουμε τα μεγάλα πολιτικά διακυβεύματα της νομοθεσίας και θα έχουμε φαινόμενα αναλυτικής νομοθεσίας, γιατί όταν οι προηγούμενοι νόμοι έχουν όλα αυτά τα αναλυτικά χαρακτηριστικά, χρειάζεται νομοθεσία», επιχειρηματολόγησε εν προκειμένω. Και, κάνοντας ένα βήμα πιο πέρα, ζήτησε τη συμφωνία του πολιτικού συστήματος στο ότι «οι νόμοι πρέπει να είναι πιο γενικοί και οι υπουργοί να έχουν ευρύτερες εξουσιοδοτήσεις για εξειδίκευση μέσω Υπουργικών Αποφάσεων».
Στο θέμα της μείωσης των τροπολογιών, νωρίτερα, ο γ.γ. του πρωθυπουργού, Στέλιος Κουτνατζής είχε αναφερθεί πώς τα ερανιστικά νομοσχέδια -που αποτελεί ιδέα του Μάκη Βορίδη- συνέβαλαν στη μείωση αυτή. Διαπίστωση με την οποία συμφώνησε ο υπουργός Επικρατείας, αναδεικνύοντας παραλλήλως το πλεονέκτημα των ερανιστικών νομοσχεδίων: σε αυτά η διαβούλευση είναι κανονική, όπως και η κοινοβουλευτική διαδικασία.
Η τοποθέτηση του υπουργού Επικρατείας έκλεισε με ένα πολιτικό ζήτημα: στη διαρκή… διαμάχη πολιτικών και τεχνοκρατών προσέγγισε το θέμα λέγοντας ότι «οι συζητήσεις για την καλή νομοθέτηση πρέπει κυρίως να κοιτάξουν να αναδύουν τις μεγάλες στρατηγικές και κεντρικές επιλογές που τίθενται στο δημόσιο διάλογο. Το τεχνικό κομμάτι έχει την αξία του, αλλά εγώ συνδέω την έννοια της καλής νομοθέτησης με τη μεγάλη δημόσια συζήτηση των επιλογών που κρύβει η κάθε νομοθεσία. Αυτό είναι το μεγάλο και το κρίσιμο, αυτός είναι ο μεγάλος δημόσιος διάλογος», επισήμανε εν κατακλείδι.