Δεν είναι ευχάριστο όταν έρχεται αυτή η ώρα. Να μεταφέρεις δηλαδή προσωπικές εμπειρίες από τη διαδρομή ενός δημόσιου προσώπου που η αγάπη του κόσμου μετέτρεψε σε είδωλο. Αυτό ήταν ο Μίμης Δομάζος. Ένα από τα μεγαλύτερα είδωλα του ελληνικού αθλητισμού.
Δεν προτιμώ τα κλισέ, όμως εάν έχεις γνωρίσει το Μίμη Δομάζο είναι αδύνατον να αποφύγεις το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό: “Νικητής!“. Συνοδεύει πολλούς, απλά επειδή κερδίζουν, όμως ο Μίμης ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Δεν υπήρχε στο μυαλό του καν η ιδέα ότι θα μπορούσε να βγει από το γήπεδο ηττημένος σε οποιοδήποτε αγώνα. Επομένως ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να επικαλεστεί το αληθινό και συνηθισμένο: «Ένα παιχνίδι είναι το ποδόσφαιρο και κάθε ομάδα έχει τις πιθανότητές της σε αυτό».
Για τον Δομάζο δεν ήταν ζήτημα πιθανοτήτων, αλλά εσωτερική μεγάλη ανάγκη να είναι πρώτος και ο καλύτερος. Και ήταν… Η συζήτηση για τον κορυφαίο έλληνα ποδοσφαιριστή όλων των εποχών προφανώς περιλαμβάνει το δικό του όνομα, και μάλιστα πολύ ψηλά, μεταξύ των λίγων υποψήφιων για το “στέμμα”. Είναι αλήθεια πως εάν ρωτήσει κανείς φιλάθλους εκείνης της γενιάς θα ακούσει ίσως από τους περισσότερους, πως πράγματι ο Δομάζος ήταν ο αξεπέραστος. Από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου το όνομά του είχε ισάξια βαρύτητα με το Σύλλογο. Όταν έλεγες για εκείνον μιλούσες για τον Παναθηναϊκό στο σύνολό του…
Μου είχε πει, με το γνωστό χαμόγελό του, το οποίο υπογράμμιζε αφοπλιστικά την υπεροχή του μύθου του: “Δεν τραυματίστηκα ποτέ σοβαρά, διότι όταν είχα τη μπάλα γνώριζα πάντοτε που βρίσκεται ο αντίπαλος και αυτό που σκόπευε να κάνει“.
Οι συμπαίκτες του, εκτός των άλλων, όταν έβλεπαν τον τρόπο χάρη στον οποίο απέφευγε κάθε αντίπαλο τον ρωτούσαν: «Έχεις μάτια και στην πλάτη;». Κι όχι μόνο αυτό. Ήξερε πώς να υποστηρίζει το παιχνίδι όλων. Έλεγε σε εκείνους που θεωρούσε ότι δεν είχαν ιδιαίτερη τεχνική κατάρτιση. “Όταν δεν μπορείς να κρατήσεις τη μπάλα να τη δίνεις σε εμένα και να φεύγεις μπροστά για να σε βρίσκω“.
Οι παλιόφιλοι, με τους οποίους δεν σταμάτησε να παίζει ποδόσφαιρο ακόμη και σε αρκετά μεγάλη ηλικία, τον πείραζαν επειδή δεν δεχόταν να γίνει ούτε αλλαγή στα παιχνίδια των παλαίμαχων. Η λέξη αυτή βέβαια ήταν απαγορευμένη για εκείνον. Δεν ήταν “παλαίμαχος”, αλλά ο Μίμης Δομάζος, τελεία.
Στην εκκίνηση των μεταγραφών στην Ελλάδα, όταν φόρεσε τη φανέλα της ΑΕΚ, έγινε και εκεί πρωταθλητής. Όταν επέστρεψε στον Παναθηναϊκό, την ομάδα καρδιάς του, ήταν η περίοδος όπου δοκιμαζόταν το συναίσθημα των φιλάθλων, καθώς αυτό ακόμη υπερείχε του επαγγελματισμού συνολικά στην Ελλάδα. Τότε χωρίστηκαν οι “πράσινες” εξέδρες στη Λεωφόρο στους “Δομαζικούς” και τους “αντι-δομαζικούς!”.
Η επιστροφή του το 1980 έγινε μετά από πρωτοβουλία του “καπετάνιου” Γιώργου Βαρδινογιάννη. Έκλεισε την τεράστια καριέρα του στο ιστορικό φιλικό προς τιμήν του στις 31/8/1984 στο ΟΑΚΑ με τη Μπόκα Τζούνιορς. Το παιχνίδι είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει στις 9 το βράδυ, αλλά λόγω της πολύ μεγάλης προσέλευσης του κόσμου, ξεκίνησε στις 10:30, μήνα Αύγουστο…
Στη Σαρωνίδα, όπου έκανε διακοπές, έπαιζε βόλεϊ μαζί με το Γαζή τα καλοκαίρια και έμενε μέχρι να νυχτώσει για να πάρει τον αγώνα…”Δεν θέλει να χάνει ούτε στην προπόνηση. Είναι φοβερό αυτό με τον Δομάζο. Περπατά στο δρόμο και βλέπει παιδιά να παίζουν μπάλα και θέλει τρέξει προς την μπάλα, όπως έτρεχε τότε, με την ίδια όρεξη”, είχε πει για το φίλο και συμπαίκτη του ο Αντωνιάδης.
Ο έρωτας με τη μπάλα δεν είχε συγκρίσιμο μέγεθος στη ζωή του. Εκείνος ωστόσο με τη Βίκυ Μοσχολιού ήταν μεγάλος. Είχε σημασία και η αφετηρία αυτής της σχέσης. Η κορυφαία τραγουδίστρια με τον κορυφαίο των γηπέδων. Δύο χαρακτήρες αυθεντικοί, με dna πρωταγωνιστικό, το οποίο επιβεβαίωνε και στους δύο την ποιότητα, την αληθινή σπουδαιότητά τους. Οι δημόσιες εμφανίσεις τους τροφοδοτούσαν το θαυμασμό του κόσμου.
Ο αλληλοσεβασμός και η εκτίμηση του ενός στο πρόσωπο του άλλου παρέμειναν και μετά το τέλος του γάμου τους. Η Βίκυ Μοσχολιού, σε συνεντεύξεις της, αναφερόταν στον Μίμη Δομάζο ως την “πρώτη της αγάπη”, ενώ εκείνος απέφευγε να μιλά δημόσια για εκείνη.
Ο Μίμης Δομάζος θεωρούσε τις ιστορίες που έζησε στα γήπεδα διδακτικές. Ήθελε να τις διηγείται επειδή αυτές, όπως έλεγε, είχαν στοιχεία τα οποία βοηθούσαν τα νέα παιδιά να μάθουν πραγματικά τι είναι το ποδόσφαιρο σε όλες τις εκφάνσεις του. Έκρινε – σωστά – ότι ήταν χρέος του να γνωρίζουν οι επόμενες γενιές όχι μόνο αυτά που κατάφερε αλλά κα πώς τα πέτυχε. Κάπως έτσι στην ακαδημία του στη Νέα Ερυθραία δεν πλήρωναν οι γονείς για τα παιδιά τους…
Θαύμαζε τους δυνατούς χαρακτήρες. Δίπλα του πάντοτε ο Αντώνης Αντωνιάδης, με τον οποίο είχαν τον ορισμό της τέλειας συνεργασίας όταν φορούσαν τη φανέλα του Παναθηναϊκού. “Ο κοντός και ο ψηλός“, λέγαμε στο γήπεδο και εκείνοι το απολάμβαναν. Σπάνιος συνδυασμός παικταράδων οι οποίοι αλληλοσυμπληρώνονταν, την ίδια ώρα που ο καθένας μόνος του λειτουργούσε άκρως αποτελεσματικά. Ο Δομάζος σε συνομιλίες με φίλους τον αποκαλούσε “ψηλό”. Ποτέ Αντώνη…
Του άρεσε που ήταν σταρ, όμως δεν έπαιζε ποδόσφαιρο γι΄αυτό αλλά επειδή δεν ήθελε να κάνει τίποτα άλλο, αφού βέβαια του προέκυψε να είναι ο καλύτερος. Χαρακτήρας με κότσια, δεν μπορούσε να προσποιηθεί, ούτε να κάνει δημόσιες σχέσεις. Κάπως έτσι έμεινε μακριά από διοικητικά σχήματα του Παναθηναϊκού, πολύ απλά διότι όταν δεν έκανες σου το έλεγε στο πρόσωπο!
“Αντώνη δεν με φωνάζουν να μου αναθέσουν ρόλους επειδή ξέρουν ότι δεν μπορώ να λέω ψέματα“, μου είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξη. Όταν μιλούσε σε δημοσιογράφο που ένιωθε άνετα, του έλεγε: “Θα σου απαντήσω σε ό,τι με ρωτήσεις, αν και είμαι βέβαιος πως δεν μπορείς να τα γράψεις όλα…”.
Ο Μίμης που γνωρίσαμε μας μεγάλωσε με αληθινή αγάπη. Μας έμαθε ότι ο αντίπαλος δεν είναι εχθρός. Απλά πρέπει να χάνει…