Την θέσπιση κινήτρων για το άνοιγμα κλειστών σπιτιών επιβεβαιώνει σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης. Απέφυγε, όμως, να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για το αν αυτά τα κίνητρα θα είναι φορολογικά. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, «θέλουμε να δώσουμε κίνητρα στους ιδιοκτήτες, ώστε να αυξηθεί η προσφορά, ιδιαίτερα μικρών και μεσαίων διαμερισμάτων, για να καλύψουμε τις ανάγκες των κοινωνικών στρωμάτων που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη πίεση».
Αναφορικά με τις επικείμενες παρεμβάσεις στη βραχυχρόνια μίσθωση, ο υπουργός ανέφερε: «Εξετάζουμε προσεκτικά την κατάσταση σε όλες τις επιμέρους περιοχές και θα παρέμβουμε με πνεύμα δικαιοσύνης. Στόχος μας είναι να μην δημιουργήσουμε προβλήματα στην αγορά βραχυχρόνιων μισθώσεων, αλλά και να μην αγνοήσουμε τις επιπτώσεις, ιδιαίτερα στην Αθήνα».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τις επικρίσεις που δέχεται η κυβέρνηση για καθυστερήσεις και ανεπίλυτα προβλήματα της κοινωνίας, ο κ. Χατζηδάκης τόνισε: «Η Ελλάδα έχει ξεφύγει από τον κίνδυνο και έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο τα τελευταία πέντε χρόνια, αλλά δεν έχει γίνει ούτε Ελβετία ούτε Σουηδία. Η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί με σοβαρότητα, συνδυάζοντας τη δημοσιονομική πειθαρχία με μια φιλoεπενδυτική πολιτική».
Επιπλέον, δήλωσε κατηγορηματικά ότι «η κατεύθυνσή μας εδώ στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, όπως και του Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι οι μεταρρυθμίσεις, με ταχύτητα και αποφασιστικότητα». Πρόσθεσε ότι «προωθούμε τη δημιουργικότητα, τις επενδύσεις, την καινοτομία, την εξωστρέφεια. Στόχος μας είναι να ασκούμε πολιτική που ωφελεί αυτούς που έχουν περισσότερη ανάγκη, και δεν επηρεαζόμαστε από τις πιέσεις των συντεχνιών. Προτεραιότητά μας είναι τα συμφέροντα των πολλών ανυπεράσπιστων Ελλήνων».
Ο κ. Χατζηδάκης, αναφερόμενος στις εξαγγελίες της ΔΕΘ, υπογράμμισε ότι «θα επιδιώξουμε να συνδυάσουμε τρία πράγματα: να επικαιροποιήσουμε την πολιτική μας, απαντώντας σε σύγχρονες προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή, το δημογραφικό και το στεγαστικό, να ανταποκριθούμε στα δικαιολογημένα αιτήματα της κοινωνίας για στήριξη όσων έχουν πραγματικά ανάγκη, αλλά και να διατηρήσουμε τη θετική οικονομική θέση της χώρας».
Ειδική αναφορά έκανε και στο ζήτημα της φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, σημειώνοντας ότι «η φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών είναι μία από τις 11 πρωτοβουλίες που υιοθετήσαμε. Είναι ένα δίκαιο μέτρο απέναντι σε μισθωτούς και συνταξιούχους, μια ήπια παρέμβαση που ανεβάζει την κατά κεφαλήν φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών στο επίπεδο των μισθωτών. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι ως υπουργός Οικονομικών θα αδιαφορώ για δηλώσεις σύμφωνα με τις οποίες ένας ελεύθερος επαγγελματίας ζει με 268 ευρώ το μήνα. Μια τέτοια κυνική και πελατειακή αντίληψη δεν ταιριάζει ούτε σε μένα, ούτε στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν το τεκμήριο, αλλά το έκαναν μόνο λίγες εκατοντάδες. Αυτό κάτι λέει. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι από τους επιπλέον φόρους ενισχύσαμε την παιδεία και την υγεία. Αν το καταργήσουμε, από πού θα βρούμε τα λεφτά;»
Σχετικά φειδωλός ήταν στις επερχόμενες αλλαγές στη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, σημειώνοντας: «Θα προχωρήσουμε σε ορισμένες σημειακές αλλαγές, με κύριο στοιχείο την πλήρη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, κάτι που θα ελαφρύνει τους ελεύθερους επαγγελματίες κατά 325 ευρώ το χρόνο, ενώ θα επεκταθεί και η περίμετρος της έκπτωσης του 50%, που ισχύει για μικρά χωριά».
Όσον αφορά τα επόμενα βήματα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τόνισε ότι «προχωρούμε με το MyDATA, όπου από το τέλος του χρόνου θα μηδενιστεί η απόκλιση του 30% στις δηλώσεις. Θα ακολουθήσει το ψηφιακό δελτίο αποστολής από τις αρχές Δεκεμβρίου σε πιλοτική βάση και η καθολική ηλεκτρονική τιμολόγηση, μετά τη σχετική άδεια από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογίας της ΕΕ. Στόχος μας είναι μία ψηφιακή ΑΑΔΕ. Παράλληλα, συνεχίζουμε τη μάχη με το λαθρεμπόριο καυσίμων, αν και μερικές φορές μας εκπλήσσουν οι αποφάσεις ορισμένων δικαστηρίων, τις οποίες πάντως σεβόμαστε».
Η μάχη αυτή αποδίδει καρπούς. Πέρυσι, είχαμε 9% πρόσθετα έσοδα χωρίς να αυξήσουμε κανέναν φόρο, με ένα σημαντικό μέρος αυτών να προέρχεται από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Το 2024, τα αποτελέσματα θα είναι ακόμη πιο σημαντικά, λόγω των τεκμηρίων και της σύνδεσης ταμειακών μηχανών με POS. Ήδη, το πρώτο εξάμηνο, τα έσοδα από ΦΠΑ αυξήθηκαν περίπου κατά 10%, με τον πληθωρισμό κάτω από το 3%. Αυτή η αύξηση σχετίζεται με την ανάπτυξη και τη χρήση POS».