Στην ιδιαίτερη πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική συγγένεια Ελλάδας και Χιλής, που οφείλεται σε κοινά βιώματα, ιδίως της σύγχρονης ιστορίας τους, αναφέρθηκε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, στην ομιλία που απηύθυνε στο ιστορικό Πανεπιστήμιο της Χιλής, με θέμα «Δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα: 50 έτη από το πραξικόπημα στη Χιλή – 50 έτη από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα».
Η κυρία Σακελλαροπούλου σημείωσε ότι «παρά τη μεγάλη γεωγραφική απόσταση που τις χωρίζει, οι χώρες μας συνδέονται με πολύ στενούς και μακρόχρονους δεσμούς, όπως αποδεικνύει η λειτουργία εδώ του Κέντρου Ελληνικών, Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, αλλά και η δυναμική παρουσία της ελληνικής ομογένειας, που αποτελούσε ανέκαθεν γέφυρα φιλίας μεταξύ των δύο λαών μας».
Επίσης, τόνισε ότι «καταλυτικές και χαραγμένες στο μυαλό όλων των Ελλήνων και Χιλιανών πολιτών είναι οι οδυνηρές μνήμες από τα δικτατορικά καθεστώτα που επιβλήθηκαν την ίδια περίπου περίοδο» και υπενθύμισε: «Όταν η Ελλάδα βάδιζε προς το τέλος της χούντας των συνταγματαρχών, στη Χιλή επιβαλλόταν στρατιωτική δικτατορία. Ο αντίκτυπος αυτού του γεγονότος ήταν εξαιρετικά σημαντικός στη χώρα μου και οι προβολές αναπόφευκτες». Όπως είπε, «ο αγώνας του χιλιανού λαού και ο πόνος των θυμάτων και των οικογενειών που χάθηκαν σε αυτήν τη σκοτεινή και βίαιη περίοδο έγινε αδιαχώριστος με τις δικές μας τραυματικές εμπειρίες και έμεινε χαραγμένος στην ιστορική μας συνείδηση. Ιδίως στη γενιά μου, τη γενιά που έζησε την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Η μελοποίηση του ποιήματος Canto general του Πάμπλο Νερούδα από τον Μίκη Θεοδωράκη αποτελεί ανεξίτηλο σημείο αναφοράς αυτού του συναισθηματικού δεσμού. Από την εποχή εκείνη, η Χιλή, παρότι τόσο μακρινή, παραμένει πάντα οικεία για τους Έλληνες».
Ακολούθως, επεσήμανε ότι «πέρυσι πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις μνήμης για την επέτειο των 50 χρόνων από την επιβολή της δικτατορίας στη χώρα σας, ενώ φέτος εμείς γιορτάζουμε 50 χρόνια από την επάνοδο της δημοκρατίας, τα 50 χρόνια της αποκαλούμενης Μεταπολίτευσης». Ειδικότερα, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποστήριξε πως «σε αυτό το πιο πρόσφατο κομμάτι τήςς κατά τα άλλα ταραχώδους σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της, η πατρίδα μου βίωσε μία πρωτόγνωρη περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας και σταθερότητας των θεσμών, εμπέδωσης του κράτους δικαίου και σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών. Καθοριστική για την πρόοδο και την εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την κοινωνική κινητικότητα των Ελλήνων, υπήρξε η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η επαναπροσχώρηση, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».
«Αντίστοιχα, στην περίπτωση της Χιλής σημαντικό ρόλο στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην ενίσχυση του κράτους δικαίου διαδραμάτισε τις τελευταίες δεκαετίες η Αμερικανική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», υπογράμμισε και παρατήρησε: «Έτσι, τόσο η Ελλάδα όσο και η Χιλή ανήκουμε σήμερα στις ώριμες δημοκρατίες. Ίσως αυτό να ακούγεται φυσιολογικό για τους πολίτες των χωρών μας, ωστόσο πρόκειται για κατάκτηση που επιτεύχθηκε με πολύ κόπο και αίμα. Χρειάστηκαν δεκαετίες πολιτειακών αλλαγών και διεργασιών, που συχνά συνοδεύονταν από βίαιη αναμόχλευση των πολιτικών παθών, μέχρι να καταλήξουμε εδώ». «Δυστυχώς, όλο αυτό το χρονικό διάστημα συνεχίζεται η παράνομη τουρκική κατοχή ενός μεγάλου τμήματος της Κύπρου, μία ανεπίτρεπτη κατάσταση κατά παράβαση κάθε διεθνούς νομιμότητας, που αποτελεί ένα ανεπούλωτο τραύμα για τον ελληνισμό», πρόσθεσε.
Στη συνέχεια, η κ. Σακελλαροπούλου ανέφερε ότι «η δημοκρατία μας έχει πλέον το δικό της ιστορικό και κοινωνικό βάθος. Πέρα από πολίτευμα, συνιστά ένα βίωμα για τους Έλληνες, έναν τρόπο ζωής, φιλελεύθερο και δημοκρατικό, τον διανοητικό ορίζοντα της κατανόησης του κόσμου μας. Η δημοκρατία δεν εξαντλείται στις ελεύθερες εκλογές ή στην ανάδειξη της κοινοβουλευτικής και κυβερνητικής πλειοψηφίας. Καθορίζει τους βασικούς όρους της συνύπαρξής μας και δίνει νόημα στις θεμελιώδεις αξίες μας, την ελευθερία, την ισότητα, την αλληλεγγύη. Από την ποιότητα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου εξαρτώνται τόσο η ατομική απόλαυση των δικαιωμάτων όσο και η προστασία του κοινού καλού και του γενικού συμφέροντος. Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι παράλληλα και ο τόπος συνάντησης και συναίνεσης των αναπτυγμένων κρατών σε διεθνές επίπεδο, η πιο υψηλή θεσμική εγγύηση για τη διαφύλαξη της ειρήνης και της συνεργασίας, σε κάθε συγκυρία».
Παράλληλα, υποστήριξε, ότι «την τελευταία δεκαετία, παρά τα γερά θεμέλιά της, η δημοκρατία στη χώρα μου, όπως εξάλλου και σε όλον τον κόσμο, βρέθηκε αντιμέτωπη με σημαντικές και αλλεπάλληλες κρίσεις, που συντάραξαν και σε έναν βαθμό κλόνισαν την πίστη των πολιτών σε αυτήν. Οι κρίσεις αυτές δεν άφησαν, μοιραία, άθικτους τους πολιτικούς θεσμούς. Επηρέασαν την ποιότητα της δημοκρατίας και, ίσως ακόμα και τώρα, την πρόσληψή της από τους πολίτες, αυτούς που αξιολογούν, σε μία δημοκρατία, την άσκηση των δημόσιων πολιτικών».
«Η Ελλάδα δοκιμάστηκε σκληρά στο πεδίο της οικονομίας. Βρεθήκαμε στο χείλος της χρεωκοπίας, γεγονός που προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις σε όλους τους τομείς της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Η πτώση του βιοτικού επιπέδου, η διεύρυνση των ανισοτήτων και η ανατροπή στις ζωές πολλών συμπολιτών μας έφεραν αναταραχές πολιτικές, αποδυνάμωσαν την πίστη μας στο πολιτικό σύστημα, έπληξαν καίρια την αξιοπιστία της δημοκρατίας. Η ύφεση στην οικονομία ενίσχυσε φωνές αντιδραστικές και αντισυστημικές, έδωσε χώρο κοινωνικό και πολιτικό στον ευρωσκεπτικισμό και τον λαϊκισμό», σημείωσε.
«Παράλληλα, αποτέλεσε μία τραυματική εμπειρία για το σύνολο των πολιτών, και πρωτίστως για τις νέες γενιές, οι οποίες είδαν ξαφνικά να χάνεται ή να περιορίζεται κάθε προοπτική για επαγγελματική εξέλιξη, ευημερία και πρόοδο. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι την ίδια περίοδο η Ελλάδα υπέστη μία σημαντική απώλεια νέων επιστημόνων σε όλους σχεδόν τους τομείς. Η οικονομική κρίση λειτούργησε διαβρωτικά στη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες. Η δημοκρατία μας, όμως, επέδειξε ανθεκτικότητα και συνοχή, άντλησε δύναμη από την ιστορία της και, χάρη στη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, μπόρεσε να ξεπεράσει την πιο δύσκολη μετά από δεκαετίες κρίση. Η οικονομική ανάταση που ακολούθησε την έξοδο από τα προγράμματα διάσωσης και η αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας επανέφεραν το θετικό κλίμα και έδωσαν στη νέα γενιά περισσότερες ελπίδες για το μέλλον», συμπλήρωσε.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν παρέλειψε να μιλήσει και για την πανδημία της Covid-19, που ακολούθησε την οικονομική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο, τονίζοντας: «Έκτακτες περιστάσεις οδήγησαν σε εξαιρετικά και συχνά πρωτοφανή μέτρα, όπως ο περιορισμός των μετακινήσεων και των κοινωνικών συναναστροφών των πολιτών, η σχεδόν πλήρης ανάσχεση της οικονομικής δραστηριότητας και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός». «Θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών περιεστάλησαν ουσιωδώς, πάντα, όμως, υπό τον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας και με σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας. Ήταν μία εξαιρετικά επώδυνη περίοδος, μία πρωτόγνωρη απειλή για την κοινωνική συνοχή και τη δημόσια ασφάλεια. Η οδύνη από την απώλεια των ανθρώπινων ζωών και η καθημερινή αγωνία και ευθύνη για την αντιμετώπιση της νόσου επέτειναν την αίσθηση της βιοτικής ανασφάλειας και ευαλωτότητας για τους πολίτες. Έφεραν τα συστήματα υγείας στα όριά τους, τις κοινωνίες και τις έννομες τάξεις σε μία ατυπική κατάσταση ανάγκης. Παράλληλα, στην εποχή του ρίσκου, όπως την αποκαλούν οι κοινωνιολόγοι, το μεγαλύτερο βάρος για τη διαχείριση της κρίσης έπεσε στα κράτη και τις δημόσιες υπηρεσίες, που κλήθηκαν να ανταποκριθούν στις επείγουσες συνθήκες και απαιτήσεις των πολιτών», επεσήμανε.
Μάλιστα, εκτίμησε, ότι ως αποτέλεσμα αυτής της περιδίνησης, «πολλοί, από διάφορες πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες, βρήκαν την ευκαιρία να αμφισβητήσουν ανοικτά την αξία του κράτους δικαίου και της φιλελεύθερης δημοκρατίας γενικότερα. Απέναντι στους θεσμούς της ρίζωσε και αναπτύχθηκε, κατά τη διάρκεια των κρίσεων, μία επικίνδυνη καχυποψία, που αποτυπώνεται στην ανάδυση ανελεύθερων δημοκρατιών ή τη διαπίστωση τάσεων δημοκρατικής οπισθοδρόμησης. Στόχος τους η αποδόμηση των φιλελεύθερων και δικαιοκρατικών θεσμικών αντιβάρων, όπως κατ’ εξοχήν η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, η ακαδημαϊκή ελευθερία, η ελευθεροτυπία και η ελεύθερη έκφραση». «Πολλοί είναι αυτοί που επιχειρούν να ταυτίσουν τη δημοκρατία, στη σύγχρονη εκδοχή της, με την αποκλειστική εξυπηρέτηση των ελίτ και των προνομιούχων, υποτιμώντας, ακόμη και όταν η κριτική έχει εύλογη βάση, τη σημασία των θεσμών της και των αντιβάρων της», πρόσθεσε.
Μιλώντας για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, υποστήριξε ότι είναι αλληλένδετα και υπογράμμισε: «Η δημοκρατική αρχή και οι φιλελεύθερες εγγυήσεις, τα δικαιώματα και η διάκριση των εξουσιών δεν μπορούν να διαχωριστούν, καθώς συγκροτούν τον πυρήνα της συνταγματικής μας πολιτείας. Ο πυρήνας αυτός, παρά τις διαφορετικές εθνικές ταυτότητες, τα νομικά συστήματα και τις παραδόσεις, είναι κοινός και εδραιωμένος, τουλάχιστον στις προηγμένες δημοκρατίες του πλανήτη μας. Στο κράτος δικαίου, όλες οι δημόσιες εξουσίες ασκούνται πάντα μέσα στους περιορισμούς που θέτει το Σύνταγμα, σε συμφωνία με τις αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας, υπό τον έλεγχο ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστηρίων, που εγγυώνται την προστασία των θεμελιωδών ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών».
Ωστόσο, παρατήρησε ότι αυτό το αξιακό, νομικό και ταυτόχρονα πολιτισμικό κεκτημένο δοκιμάζεται, επίσης, από τις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο και διευκρίνισε: «Ο πόλεμος στην Ουκρανία, μετά την απρόκλητη ρωσική εισβολή, εκτός από κατάφωρη παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς δικαίου, παραμένει σοβαρή απειλή για την παγκόσμια ειρήνη και σταθερότητα. Παράλληλα, δημιούργησε συνθήκες ενεργειακής κρίσης και επισιτιστικής ανασφάλειας, που επιτείνονται από τη συνέχισή του». Επιπλέον, ανέφερε πως «μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, η κρίση στη Μέση Ανατολή, τόσο εγγύς στην Ελλάδα και τις ισορροπίες της περιοχής μας, έχει ως αποτέλεσμα η Ευρώπη και η Μεσόγειος να βρίσκονται στο τόξο δύο πολεμικών συγκρούσεων, με εξαιρετικά σημαντικές γεωπολιτικές συνέπειες και τραγικές επιπτώσεις στις ζωές χιλιάδων αθώων πολιτών, ενώ υπάρχει πάντα ο κίνδυνος επέκτασης των συγκρούσεων» και σημείωσε: «Η δεινή ανθρωπιστική κατάσταση στη Γάζα αναδεικνύει την ανάγκη σεβασμού του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και αποτελεσματικής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια ένοπλων συρράξεων».
Όπως τόνισε, στο ίδιο πνεύμα πρέπει να γίνεται και η διαχείριση του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος, που ενεργοποιεί την ευθύνη ολόκληρης της ευρωπαϊκής οικογένειας, η οποία, με αλληλεγγύη και σε στενή συνεργασία με τρίτα κράτη, πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό το θέμα, μένοντας ταυτόχρονα πιστή στις θεμελιώδεις αξίες και τα ιδεώδη που πρεσβεύει.
Ακολούθως, η κ. Σακελλαροπούλου αναφέρθηκε στην κλιματική αλλαγή, λέγοντας ότι έχει ήδη λάβει διαστάσεις κατάστασης έκτακτης ανάγκης και επισημαίνοντας πως οι δημοκρατίες μας καλούνται να αντιμετωπίσουν ακόμη μία υπαρξιακή πρόκληση, που τις καλεί να υπερβούν τα εθνικά σύνορα και να συντονιστούν ταχύτατα σε διεθνές επίπεδο. Επικαλούμενη τα υψηλά ρεκόρ θερμοκρασίας που σημειώθηκαν αυτό το καλοκαίρι και συνεχίζουν να καταγράφονται σε πολλά σημεία του πλανήτη, μαζί με τις περσινές καταστροφικές πλημμύρες και τις πυρκαγιές, που πλήττουν εξίσου τις χώρες μας, υπογράμμισε: «Όλα αυτά δείχνουν, περισσότερο από ποτέ, ότι η κλιματική κρίση αναδεικνύεται στο μεγαλύτερο στοίχημα του αιώνα μας». «Το ζήτημα του περιβάλλοντος υποβάλλει σε έντονη πίεση το δημοκρατικό μας πλαίσιο λόγω των επιπτώσεών του στην οικονομική ανάπτυξη και τη μετανάστευση, στη βιοποικιλότητα και τις φυσικές καταστροφές», συμπλήρωσε.
Περιγράφοντας την κατάσταση στην Ελλάδα, υποστήριξε ότι η χώρας μας επηρεάζεται έντονα από τη ραγδαία μεταβολή του κλίματος, αφού η Μεσόγειος είναι, όπως σημειώνουν οι επιστήμονες, επίκεντρο της κλιματικής αλλαγής. «Υπό μία έννοια, αυτό που συμβαίνει στην περιοχή μας θυμίζει το καναρίνι στο ανθρακωρυχείο. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι Πρόεδροι των περισσότερων ευρωπαϊκών μεσογειακών κρατών υπογράψαμε το περασμένο καλοκαίρι κοινή έκκληση, στην οποία τονίσαμε ότι δεν υπάρχει άλλος χρόνος για χάσιμο και ότι όλες οι χώρες της Μεσογείου πρέπει να συμμετάσχουν σε μία συλλογική προσπάθεια για την αναστροφή των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, με ακόμη πιο ισχυρά και δραστικά μέτρα», πρόσθεσε.
Μιλώντας για τις προσπάθειες αφύπνισης της επιστημονικής κοινότητας, υπενθύμισε ότι έχει προειδοποιήσει «για τους κινδύνους της ανεπαρκούς προετοιμασίας, επισημαίνοντας ότι το κόστος της αδράνειας είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος της πρόληψης. Για να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή χρειάζεται μία αλλαγή παραδείγματος, που θα επιτευχθεί μέσω της συνεργασίας, της γενναίας οικονομικής στήριξης, ιδίως για τους πιο ευάλωτους, και της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, παράλληλα με μία ριζική και ταχεία στροφή σε πράσινες και βιώσιμες ενεργειακές λύσεις. Την ίδια στιγμή, πρέπει να ενισχυθεί η ικανότητα προσαρμογής μας στις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, μέσω της οικοδόμησης της ανθεκτικότητας των κοινωνιών, των πόλεων, των υποδομών και των παραγωγικών οικονομικών τομέων».
Στο ίδιο πλαίσιο, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρατήρησε ότι «για πολύ καιρό θεωρούσαμε την κλιματική αλλαγή ως περιβαλλοντικό πρόβλημα, παρέχοντας τεχνικές λύσεις» και συμπλήρωσε πως «είναι πλέον βέβαιο ότι πρόκειται επίσης για ένα κοινωνικό πρόβλημα, η επίλυση του οποίου περιλαμβάνει οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές και θεσμικές αλλαγές». Ειδικότερα, ανέφερε ότι «ορισμένες από αυτές έχουν τη δυνατότητα να μεταμορφώσουν την κοινωνία, ώστε να αντιμετωπιστούν πολλαπλοί κρίσιμοι στόχοι που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και την ενίσχυση της πρόνοιας, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της φτώχειας και της ανισότητας, της επισιτιστικής και υδατικής ανασφάλειας, της απώλειας της βιοποικιλότητας και των κρίσεων υγείας». «Προκειμένου να το πετύχουμε, πρέπει επίσης να σκεφτούμε και να ενεργήσουμε με όρους κοινωνικής και κλιματικής δικαιοσύνης, ώστε κανείς να μην αφεθεί μόνος του. Αν δεν δοθεί δραστική και αποτελεσματική απάντηση, η δημοκρατία μας θα αποδυναμωθεί και το μέλλον των επόμενων γενεών θα υπονομευθεί σοβαρά», σημείωσε.
Η κ. Σακελλαροπούλου υποστήριξε ότι «στην παγκοσμιοποιημένη συνθήκη, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατίες μας είναι καθολικές και επείγουσες. Διάγουμε, μετά από αλλεπάλληλες και επικαλυπτόμενες κρίσεις, την εποχή του τέλους των ψευδαισθήσεων. Όχι με την κυνική ή παθητική έννοια του όρου, αλλά με την ρεαλιστική, αυτή που υποδηλώνει ότι πλέον οι δημοκρατίες μας έχουν τα εφόδια, γνωστικά, πολιτικά και κοινωνικά, για να αντεπεξέλθουν στις υπαρξιακές απειλές που αντιμετωπίζουν».
Όπως εξήγησε, «η τεχνολογία και η επιστήμη, ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η ταχύτητα της πληροφορίας και της επικοινωνίας δημιουργούν τις προϋποθέσεις μετάβασης σε μία νέα κανονικότητα για την ανθρωπότητα. Οι δημόσιες πολιτικές πρέπει να αξιοποιήσουν όλα αυτά τα εργαλεία προς όφελος των πολλών, την αποκατάσταση των ανισοτήτων και την ενίσχυση των ευάλωτων ομάδων, καθώς αυτές είναι που βάλλονται περισσότερο από τις κρίσεις του καιρού μας».
Ειδικότερα, τόνισε ότι «άξονές μας πρέπει να είναι η ορατότητα και η συμπερίληψη. Κανείς δεν πρέπει να μένει πίσω, στο κοινωνικό μας συμβόλαιο, δίχως προστασία και προοπτική για να μπορεί να υλοποιήσει το σχέδιο της ζωής του» και συμπλήρωσε: «Σε αυτό το πλαίσιο, η διαφύλαξη του δημοκρατικού και φιλελεύθερου κεκτημένου μας είναι η πολιτειακή προϋπόθεση που δεν μπορεί να τεθεί σε καμία αμφισβήτηση, αφού οι αρχές του είναι αυτές που μας ενώνουν και μας εμπνέουν στο κοινό και καθημερινό μας αγώνα για την πρόοδο και την ευημερία του πλανήτη μας».
Νωρίτερα, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε κατ’ ιδίαν συνάντηση με την πρύτανη του Πανεπιστημίου της Χιλής, καθηγήτρια Rosa Deves και ακολούθησε η παρασημοφόρησή της με το Μετάλλιο της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου.
Την κ. Σακελλαροπούλου προλόγισε ο καθηγητής Miguel Castillo Didier, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών, Βυζαντινών και Νέων Ελληνικών Σπουδών «Φώτιος Μαλλέρος».