Για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και την έκθεση Ντράγκι, μετά το τέλος του άτυπου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες μίλησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απαντώντας σε σχετική ερώτηση.
«Είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε μια αναλυτική συζήτηση με τον ίδιο τον κύριο Ντράγκι και να σχολιάσουμε τα πολύ επίκαιρα και κρίσιμα ζητήματα τα οποία αναδεικνύει στην έκθεση του. Όπως είχα την ευκαιρία να πω και χθες πιστεύω ότι υπάρχει μία συμφωνία πια στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ότι πρέπει να περάσουμε από τα λόγια στις πράξεις και ότι τα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας πρέπει να αντιμετωπιστούν με τρόπο πολύ πιο δραστικό από ότι έχουμε κάνει μέχρι σήμερα.
Να σταθώ σε τρεις επιμέρους τομείς τους οποίους θίγει ο κ. Ντράγκι στην έκθεση του. Πρώτον τα ζητήματα καινοτομίας και παραγωγικότητας. Υπάρχει μια γενικότερη αίσθηση, η οποία επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία ότι η Ευρώπη εξακολουθεί να υστερεί σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με την καινοτομία, με τη δημιουργία νέων καινοτόμων επιχειρήσεων, και κατατέθηκαν πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες για το πώς μπορούμε να αρχίσουμε να γεφυρώνουμε αυτό το χάσμα με τις ΗΠΑ. Ίσως η πιο σημαντική θα έλεγα και για το οικοσύστημα των ελληνικών startups, είναι αυτή η ιδέα για τη δημιουργία ενός 28ου ευρωπαϊκού νομικού καθεστώτος το οποίο θα επιτρέπει σε startup εταιρείες να μπορούν να εντάσσονται απευθείας σε ένα ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο χωρίς να χρειάζεται με αυτόν τον τρόπο να αντιμετωπίζουν 27 διαφορετικά κανονιστικά πλαίσια στα κράτη στα οποία θέλουν να δραστηριοποιούνται».
Ο πρωθυπουργός προσέθεσε πως στη Σύνοδο «ασχοληθήκαμε πολύ με τα θέματα της ενέργειας και νομίζω ότι είναι κοινός τόπος το γεγονός ότι η Ευρώπη σήμερα αντιμετωπίζει ένα μεγάλο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας όσον αφορά στην ενέργεια παρά το γεγονός ότι επενδύουμε πολύ στις ανανεώσιμες πηγές» και σημείωσε: «Θεωρώ εξαιρετικά θετικό το γεγονός ότι στην δήλωση της Βουδαπέστης υπάρχει μια ρητή αναφορά στις στρεβλώσεις στις τιμές της αγοράς ενέργειας που πρέπει να αντιμετωπιστούν με τρόπο κατεπείγοντα. Όμως για να μπορέσει η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας να λειτουργεί προς όφελος όλων των ευρωπαίων καταναλωτών, θα πρέπει να γίνουν δύο σημαντικές παρεμβάσεις: Η πρώτη αφορά τις διασυνδέσεις, χρειαζόμαστε περισσότερες διευρωπαϊκές διασυνδέσεις οι οποίες ενδεχομένως να πρέπει να χρηματοδοτηθούν με ευρωπαϊκούς δημόσιους και όχι μόνο με ιδιωτικούς πόρους. Και πιστεύω ότι πρέπει πια να ξαναδούμε ουσιαστικά τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την τιμολόγηση, τον τρόπο τιμολόγησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε να μην καθορίζει το φυσικό αέριο την οριακή τιμή του συστήματος όπως γίνεται σήμερα καθώς το φυσικό αέριο κατά κανόνα είναι πολύ πιο ακριβό από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
«Τέλος συζητήσαμε προφανώς και τα ζητήματα της στρατηγικής αυτονομίας, της άμυνας» συνέχισε ο κ. Μητσοτάκης και συμπλήρωσε:
«Έχω μιλήσει πολλές φορές για την ανάγκη της μεγαλύτερης επένδυσης στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία. Προφανώς απέχουμε ακόμα πολύ από μία συζήτηση για εκείνους τους ευρωπαϊκούς πόρους για την άμυνα, όμως είχα την ευκαιρία και πάλι σήμερα να μιλήσω για μία παρέμβαση η οποία θα μπορεί να δώσει παραπάνω δημοσιονομικό χώρο σε εκείνες τις χώρες που επιλέγουν να επενδύουν σημαντικά ποσά στην άμυνα. Να το εξηγήσω με απλά λόγια, η χώρα μας επενδύει σχεδόν 3% του ΑΕΠ της στην άμυνα, πιστεύω ότι έχει έρθει η ώρα να συζητήσουμε -παρότι συμφωνήσαμε σχετικά πρόσφατα τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες- ένα ποσό από αυτές τις αμυντικές δαπάνες να εξαιρείται από τους υπολογισμούς των οροφών των δαπανών. Είναι μια πρόταση στην οποία θα εξακολουθώ να επιμένω και δεν χρειάζεται αυτή η πρόταση πρόσθετα ευρωπαϊκά χρήματα. Χρειάζεται απλά να δούμε με λίγο διαφορετική ματιά τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζουμε τους δημοσιονομικούς κανόνες από δω και στο εξής. Και τέλος να πω ότι και σε σχέση με την συζήτηση που κάναμε χθες το βράδυ, η εκλογή του Ντόναλτ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες νομίζω ότι κατέστησε απολύτως σαφές σε όλους από εμάς ότι αυτή η αναγκαιότητα για την στήριξη της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας καθίσταται ακόμα πιο κατεπείγουσα μετά από τις εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Σε ερώτηση για τα ελληνοτουρκικά μετά τη συνάντηση Γεραπετρίτη-Φιντάν, τη συζήτηση που είχε με τον Ταγίπ Ερντογάν και ενώ η Τουρκία εξακολουθεί να μιλάει για λύση πακέτο στο Αιγαίο, ο πρωθυπουργός ανέφερε:
«Η κανονικότητα πιστεύω ότι πρέπει να είναι το ζητούμενο στις σχέσεις μεταξύ γειτόνων. Έχω συναντηθεί με τον Πρόεδρο Ερντογάν πολλές φορές και επίσημα και όποτε έχουμε τη δυνατότητα να συναντηθούμε και ανεπίσημα, πάντα θα ανταλλάξουμε μία ευγενική κουβέντα, γιατί αυτό πιστεύω ότι αρμόζει σε γειτονικά κράτη τα οποία πρέπει να έχουν καλές σχέσεις παρά τις μεγάλες διαφορές που ενδέχεται να έχουν. Δεν έχω ενημερωθεί ακόμα λεπτομερώς από τον υπουργό Εξωτερικών, είδα όμως τις δηλώσεις και του κ. Γεραπετρίτη και του κ. Φιντάν και νομίζω ότι και οι δηλώσεις επιβεβαιώνουν ότι υπάρχει ένα καλό κλίμα πάνω στο οποίο μπορούμε να οικοδομήσουμε. Αλλά ταυτόχρονα, ναι, σίγουρα δεν υπάρχει ακόμα ένα κοινό πλαίσιο προκειμένου να συζητήσουμε σε βάθος τη μία μεγάλη μας διαφορά με την Τουρκία που δεν είναι άλλη από την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο.
Το γεγονός όμως ότι έγινε μία συνολική καταγραφή η οποία αναγνωρίστηκε και από τις δύο πλευρές της προόδου που έχουμε πετύχει, η οποία πρόοδος αφορά και τον τρόπο με τον οποίο οι δύο λαοί μας έρχονται πιο κοντά. Για παράδειγμα η πολύ επιτυχημένη χορήγηση βίζας express στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου η οποία στήριξε πολύ τον τουρισμό στα νησιά αυτά, η καλή και μπορεί να γίνει ακόμα καλύτερη συνεργασία που έχουμε στο προσφυγικό, η συνεργασία μας σε διεθνείς οργανισμούς. Όλα αυτά είναι βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Θα επαναλάβω αυτό το οποίο έχω πει πολλές φορές σε όσους ανησυχούν. Θέλω να ξαναπώ ότι η Ελλάδα προσέρχεται σε αυτή τη συζήτηση από μία ισχυρή θέση και είμαστε μια χώρα με ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, με σταθερή και αναπτυσσόμενη οικονομία, με ένα πλαίσιο πολιτικών συμμαχιών το οποίο αναγνωρίζει το δίκαιο των θέσεων μας, με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που θωρακίζουν τις ελληνικές θέσεις. Βεβαίως και συνομιλούμε και θα συνομιλούμε και έστω κι αν δεν μπορούμε να βρούμε ένα πλαίσιο να συμφωνήσουμε στην κεντρική μας διάφορα, οφείλουμε να διαφυλάξουμε τα ήρεμα νερά τα οποία τελικά αποβαίνουν νομίζω προς όφελος και των δύο λαών».
Για τη νίκη του Ντόναλτ Τραμπ και την επόμενη ημέρα των ευρωατλαντικών σχέσεων ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε:
«Πιστεύω, και όλοι μας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πιστεύουμε, στη μεγάλη σημασία των ευρωατλαντικών σχέσεων, είναι σχέσεις που γαλουχήθηκαν εδώ και πολλές δεκαετίες και πιστεύω ότι θα βρούμε τρόπο και με το νέο Πρόεδρο να τις ενισχύσουμε ακόμα περισσότερο, αναλαμβάνοντας ο καθένας το μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί. Είχα την ευκαιρία να πω και μέσα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ότι όταν ο Πρόεδρος Τραμπ έθεσε πολλά ευρωπαϊκά κράτη προ των ευθυνών τους σε σχέση με το γεγονός ότι δεν δαπανούσαν ούτε καν το 2% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες, είχε δίκιο επί της αρχής. Και νομίζω ότι αυτή η παρότρυνσή του, οδήγησε τα ευρωπαϊκά κράτη να αυξήσουν τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς και φυσικά μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την γεωπολιτική αστάθεια στον κόσμο γενικότερά, όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό πια είναι μια αναγκαιότητα. Υπάρχουν ζητήματα τα οποία θα απασχολήσουν συνολικά τις ευρωατλαντικές σχέσεις, αν θα μπούμε για παράδειγμα σε έναν καινούργιο εμπορικό πόλεμο, εύχομαι πως όχι, νομίζω ότι υπάρχει ένα περιθώριο να μπορούμε να δούμε μία αποκλιμάκωση ως προς τη ρητορική για την επιβολή δασμών ένθεν και ένθεν, γιατί προφανώς όταν ξεκινάει ένας τέτοιος πόλεμος δεν σταματάει μόνο στις ενέργειες του ενός μέρους. Και βέβαια να επαναλάβω ότι ως προς τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις αυτές παραμένουν εξαιρετικά ισχυρές, είναι σχέσεις με στρατηγικό περιεχόμενο, είναι σχέσεις θωρακισμένες μέσα από την αμυντική συμφωνία την οποία έχουμε υπογράψει η οποία, θέλω να θυμίσω, έχει πια και πενταετή διάρκεια. Είναι θέσεις εξάλλου οι οποίες επιβεβαιώθηκαν και από το γεγονός ότι όταν κλήθηκα να μιλήσω στο αμερικανικό Κογκρέσο, η πρόσκληση ήρθε και από τους Δημοκρατικούς και από τους Ρεπουμπλικάνους βουλευτές και γερουσιαστές. Εκτιμώ ότι θα έχω την ευκαιρία να συνομιλήσω με τον πρόεδρο Τραμπ τις επόμενες μέρες, εξάλλου όπως γνωρίζετε είμαι ένας από τους παλαιότερους πια Ευρωπαίους ηγέτες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, άρα ένας από αυτούς που είχαν την ευκαιρία να συνεργαστούν μαζί του κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρικής του θητείας».