«Κανείς, πλέον, δεν αμφιβάλλει πως οι χρόνιες “αρρυθμίες” στην παροχέτευση ρευστότητας από τις τράπεζες προς την πραγματική οικονομία, όταν δεν θέτουν εν’ αμφιβόλω τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, οπωσδήποτε καθυστερούν την αναπτυξιακή τους πορεία».
Αυτό σημείωσε ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, Σταύρος Καφούνης, σχολιάζοντας τα ευρήματα ειδικής ανάλυσης επικαιρότητας που εκπόνησε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝ.ΕΜ.Υ) της ΕΣΕΕ με θέμα «Η λειτουργία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και η ενίσχυση της αγοράς».
Αναλυτικά, ο κ. Καφούνης δήλωσε: «Ο εν εξελίξει εξαιρετικά κρίσιμος δημόσιος διάλογος για τη βελτίωση της λειτουργίας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και την ενίσχυση της ρευστότητας της αγοράς βρίσκεται στην κορύφωσή του εντός και εκτός του ελληνικού Κοινοβουλίου. Κανείς, πλέον, δεν αμφιβάλλει πως οι χρόνιες “αρρυθμίες” στην παροχέτευση ρευστότητας από τις τράπεζες προς την πραγματική οικονομία, όταν δεν θέτουν εν’ αμφιβόλω τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, οπωσδήποτε καθυστερούν την αναπτυξιακή τους πορεία. Έχει έλθει η ώρα, η ευρωστία των ελληνικών τραπεζών να αποτυπωθεί σε μία νέα σχέση εμπιστοσύνης με το σύνολο της επιχειρηματικότητας».
«Η ειδική ανάλυση επικαιρότητας του Ινστιτούτου της ΕΣΕΕ εισφέρει ουσιαστικά στη συζήτηση αυτή, καθώς επικεντρώνεται στα επίμαχα ζητήματα των τραπεζικών χρεώσεων και προμηθειών. Επιπλέον, τεκμηριώνει τη μεγάλη απόσταση μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και των επιτοκίων χορηγήσεων που παρατηρείται στη χώρα μας. Κυρίως, όμως, μέσα και από τη σύγκριση με τα δεδομένα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, η ανάλυση επιβεβαιώνει την επιτακτική ανάγκη να εισακουστεί επιτέλους το δίκαιο αίτημα των επιχειρήσεων: Οι ελληνικές τράπεζες να επιτελέσουν τον ουσιαστικό τους ρόλο, που είναι η χορήγηση δανείων στην πραγματική οικονομία. Ως εκ τούτου, η αγορά αναμένει ότι οι επικείμενες αποφάσεις από μέρους της πολιτείας και των ίδιων των τραπεζών θα σηματοδοτούν πραγματικά μία “νέα αρχή” στη σχέση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος με τις επιχειρήσεις».
Όπως σημειώνεται στα συμπεράσματα της ανάλυσης, παρά το γεγονός ότι ο δισταγμός των τραπεζών στη χορήγηση δανείων εδράζεται στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, οπότε και «κουρεύτηκαν» τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που είχαν στην κατοχή τους και χρειάστηκαν τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις για να μπορέσουν να παραμείνουν σε λειτουργία, είναι πλέον περισσότερο από επείγον η ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά. Ταυτόχρονα, η αυξητική τάση των χρεώσεων -παρά το γεγονός ότι αυτές είναι χαμηλότερες από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης- δημιουργούν πιέσεις στη λειτουργία των επιχειρήσεων.