Η πιο γρήγορη απάντηση στο ερώτημα «τι θα κάνουμε τώρα που εκτοξεύτηκε η απόδοση του ελληνικού ομολόγου στο 5%» είναι… υπομονή. Διότι για πρώτη φορά εδώ και πολλά-πολλά χρόνια, το πρόβλημα δεν έχει… ελληνικά χρώματα.
Με περιορισμένο πρόγραμμα αποπληρωμών χρέους και για το υπόλοιπο του 2022, αλλά και για ολόκληρο το 2023, με 39 δις. ευρώ ταμειακά διαθέσιμα και ενεργά swaps που γεννάνε κέρδη από την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους διαθέτει πλέον κάτι που δεν διαθέτουν άλλοι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί οργανισμοί.
Την… πολυτέλεια να μην βγει στις αγορές (ή να κάνει επιλεκτικές εξόδους) μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα. Πόσο μπορεί να διαρκέσει αυτό; Ακόμη και πάνω από 2-3 χρόνια αρκεί να γίνει σωστή διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων και να αποφευχθούν τα πρωτογενή ελλείμματα.
Έχει, για παράδειγμα, αντίστοιχη δυνατότητα η Ιταλία η απόδοση του ομολόγου της οποίας είναι στο 4,73%; Η απάντηση είναι όχι διότι το τεράστιο ιταλικό χρέος πρέπει να αναχρηματοδοτείται ανά τακτικότατα χρονικά διαστήματα. Δεν έχουν οι Ιταλοί χρέος σε «επίσημο φορέα» όπως έχουμε εμείς τον ESM. Όλο τους το χρέος έχει προέλθει από τις αγορές και οι επενδυτές ανά τον πλανήτη θα περιμένουν να εξαργυρώσουν τα ομόλογα που λήγουν.
Ακόμη και σε επίπεδο τόκων, οι εκτοξεύσεις στις αποδόσεις των ομολόγων δεν θα προκαλέσουν μεγάλη επιβάρυνση καθώς το 99% του χρέους έχει σταθερό επιτόκιο. Οι τόκοι και το 2023 θα παραμείνουν κοντά στα 4,5 δις. ευρώ και αυτό θα αποτυπωθεί πολύ σύντομα και στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού.
Άρα, όλα καλά παρά την αύξηση των επιτοκίων στα ομόλογα; Προφανώς και δεν είναι όλα καλά. Μπορεί οι επιπτώσεις για το δημόσιο χρέος να είναι σε αυτή τη φάση περιορισμένες, όμως έχουμε και έναν ιδιωτικό τομέα να σκεφτούμε. Τα εταιρικά ομόλογα που θα πρέπει να εκδοθούν για να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις, αλλά και αυτά που θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν.