«Ρεαλιστικό είναι το σενάριο επιστροφής μέρους της παραγωγικής δυναμικότητας του κλάδου ειδών ένδυσης από το εξωτερικό στη χώρα και η άνοδος της παραγωγικότητας»
Αυτό σημειώνεται στα συμπεράσματα της νέας μελέτης του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της ΓΣΕΒΕΕ με τίτλο: «Ψηφιακός μετασχηματισμός στις μικρές επιχειρήσεις στον κλάδο ειδών ένδυσης: προοπτική διερεύνηση δεξιοτήτων (skills foresight)».
Στην μελέτη διερευνούνται οι δεξιότητες στον κλάδο κατασκευής ειδών ένδυσης, υπό το πρίσμα των τεχνολογικών μεταβολών της «Βιομηχανίας 4.0» αλλά και της επίδρασης των διεθνών εξελίξεων.
Το ειδικό ενδιαφέρον της έρευνας εστιάζεται στις δεξιότητες που απαιτούνται ή θα απαιτηθούν το επόμενο διάστημα στον κλάδο εφόσον υλοποιηθεί το «κυρίαρχο σενάριο». Πιο συγκεκριμένα, ως προς αυτό, προβλέπεται η μετάβαση σε ένα επιχειρηματικό μοντέλο παραγωγής ενδυμάτων υψηλής ποιότητας και έμπνευσης/δημιουργικότητας σε σύντομα χρονικά διαστήματα με πρόσβαση σε ηλεκτρονικές πωλήσεις, με τη χρήση διατηρήσιμων υλικών καθώς και διαδικασιών παραγωγής.
Το κυρίαρχο σενάριο
Όπως αναφέρεται στην μελέτη, στο πλαίσιο αναγκαιότητας της μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό επιχειρηματικό μοντέλο, σημαντικά στοιχεία του οικοσυστήματος είναι η παραγωγή ενδυμάτων υψηλής ποιότητας και έμπνευσης/δημιουργικότητας, σε σύντομα χρονικά διαστήματα, με πρόσβαση σε ηλεκτρονικές πωλήσεις. Συστατικό της ποιότητας των ενδυμάτων είναι και η χρήση διατηρήσιμων (sustainable) υλικών καθώς και διαδικασιών παραγωγής. «Καθώς οι εταιρείες κινούνται μέσα από την τρέχουσα κρίση, αυτές που θα προχωρήσουν θα είναι εκείνες που συνεχίζουν να επενδύουν και να θωρακίζουν στο μέλλον τις επιχειρήσεις και το εργατικό δυναμικό τους» (Alvanon & MOTIF, 2020, σ. 8).
Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις του κλάδου, ιδιαίτερα οι πιο μικρές και ευάλωτες, που δεν θα μπορέσουν να ακολουθήσουν αυτό το επιχειρηματικό μοντέλο απειλούνται με διακοπή εργασιών. Η απειλή είναι οριζόντια για όλα τα είδη της ένδυσης, αν και κάποια (όπως, για παράδειγμα, εξαιτίας της πανδημίας, το ένδυμα εξόδου) έχουν πληγεί περισσότερο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη των απαραίτητων κεφαλαίων και ο συνεπακόλουθος περιορισμών των διαθέσιμων πόρων για τις απαραίτητες αναδιαρθρώσεις. Στο πλαίσιο διαμόρφωσης μιας νέας πραγματικότητας, η ανάδυση της οποίας σημαδεύεται από τις τρέχουσες μεγάλες διακυμάνσεις στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά, το πρόβλημα εντείνεται και δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη πίεση για μια νέα βιομηχανική πολιτική που θα αντιμετωπίζει, μεταξύ άλλων, και το σκέλος της κεφαλαιακής επάρκειας. Σημαντικός είναι ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα σε αυτήν την κατεύθυνση.
Το σενάριο που ελέγχεται ως κυρίαρχο είναι διαφορετικό για τις μονάδες που θα μεταβούν στο νέο επιχειρηματικό μοντέλο και γι’ αυτές που θα παραμείνουν στον παρόντα τρόπο παραγωγής. Εναλλακτικά, το κυρίαρχο σενάριο μπορεί να διαμορφωθεί με δύο σκέλη. Αναλυτικά, το περιεχόμενο του σεναρίου για κάθε σκέλος είναι τα ακόλουθο. Οι μονάδες που θα αναδιαρθρωθούν στην κατεύθυνση αναβάθμισης του προϊόντος και της διαδικασίας παραγωγής αναμένεται να ακολουθήσουν το αισιόδοξο σενάριο. Οι επιχειρήσεις που έχουν επιβιώσει από τη δεκαετή κρίση και έχουν ήδη καταφέρει να ενταχθούν σε μια πορεία αναβάθμισης, είναι έτοιμες να κάνουν το επόμενο βήμα.
Πρώτον, έχουν υιοθετήσει μια εξαγωγική πορεία, στρεφόμενες προς τις αγορές του εξωτερικού. δεύτερον, έχουν το πλεονέκτημα να εδρεύουν στη μόνη ευρωπαϊκή χώρα που έχει σημαντική παραγωγή πρώτων υλών υψηλής ποιότητας (βαμβάκι, μετάξι, δέρμα κ.λπ.). Η ανακατανομή εργασίας εντός του κλάδου και οι επενδύσεις για υψηλής ποιότητας πρώτες ύλες που έχουν ήδη ξεκινήσει είναι διαδικασίες που, αν ενταθούν και γενικευθούν, μπορούν να δώσουν θετικά αποτελέσματα στις επιχειρήσεις του κλάδου. Τρίτον, μέρος των επιχειρήσεων έχει υιοθετήσει το πρώτο βασικό κύμα τεχνολογικών εξελίξεων καθιστώντας τον κλάδο ως έναν από τους πλέον ψηφιοποιημένους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, τόσο στο σχεδιασμό προϊόντων (συστήματα CAD) όσο και στην υιοθέτηση συστημάτων επιχειρησιακού σχεδιασμού και ηλεκτρονικού εμπορίου (ERP, E-Commerce). Τέταρτον, υπάρχει αναξιοποίητο δημιουργικό ανθρώπινο δυναμικό και σημαντική τεχνογνωσία και παραγωγική εξειδίκευση απ όπου ο κλάδος μπορεί να αντλήσει στοιχεία για την υπαγωγή του στο νέο μοντέλο.
Το σχετικά μικρό μέγεθος των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, πάντα σε σχέση με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, καθώς και το γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν στόχευαν στη μαζική παραγωγή, αλλά στην ευέλικτη και άμεση ανταπόκριση στη ζήτηση (quick response) συμπληρώνουν τους παράγοντες αισιοδοξίας. Εξάλλου, η επίδραση της πανδημίας οδήγησε σε μεγάλα αποθέματα, η ανάγκη μείωσης των οποίων αναμένεται να οδηγήσει σε αναθεώρηση της δομής και της κλίμακας των παραγγελιών ευνοώντας τους παραγωγούς της ευρω-μεσογειακής ζώνης με μικρούς χρόνους παράδοσης. Επιπλέον, κατά την περίοδο αυτή, αναδεικνύεται και διευρύνεται η σημασία ειδικών αγορών (niche markets).
Στο σενάριο αυτό σημαντική είναι η αρνητική επίδραση της οικονομικής κρίσης, των ορίων της κρατικής πολιτικής και του μικρού μεγέθους της εγχώριας αγοράς. Ένας παράγοντας που μπορεί να βοηθήσει στην υπέρβαση αυτών των εμποδίων και στην υλοποίηση του αισιόδοξου σεναρίου είναι η κάλυψη των ελλείψεων σε κεφάλαια για αναβάθμιση αλλά και για κίνηση των αναβαθμισμένων μονάδων. Ένας δεύτερος παράγοντας είναι η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών εκπαίδευσης. Αυτά είναι αναγκαία στοιχεία μιας σταθερής και μακροχρόνιας οικονομικής πολιτικής βιομηχανικής ανασυγκρότησης στον κλάδο και όχι περιστασιακά μέτρα στο πλαίσιο μιας εξαίρεσης λόγω πανδημίας. Το δε χρηματοδοτικό σκέλος θα πρέπει να υπάγεται στις αρμοδιότητες της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, ώστε να προφυλάσσεται η υλοποίηση της νέας βιομηχανικής πολιτικής ενίσχυσης του παραγωγικού ιστού από τις διακυμάνσεις του τραπεζικού συστήματος.
Από την άλλη, οι μονάδες που δεν θα επιτύχουν καμιά αναδιάρθρωση και θα παραμείνουν χωρίς πρόσβαση σε ηλεκτρονικές πωλήσεις θα ακολουθήσουν το καταστροφικό σενάριο. Σε αυτό το σενάριο, η επίδραση της κρίσης είναι τέτοια που δεν επιτρέπει στις επιχειρήσεις ούτε να επιβιώσουν, πόσω μάλλον να αναβαθμιστούν, να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους και να εκμεταλλευτούν τα όποια κενά εις βάρος των εγχώριων και διεθνών ανταγωνιστών τους. Η καθίζηση της ζήτησης γι’ αυτές τις μονάδες, για ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα, τις οδηγεί στο μαρασμό και το κλείσιμο. Η μόνη διέξοδος γι’ αυτές τις επιχειρήσεις θα είναι η προσκόλληση και η υπαγωγή στις προηγμένες επιχειρήσεις του κλάδου με δυσμενείς, όμως, όρους. Η κρατική ενίσχυση δεν θα είναι αποτελεσματική στην περίπτωσή τους.
Δεξιότητες
Στο πλαίσιο των τεχνολογικών εξελίξεων, οι εργάτες χαμηλής ειδίκευσης, που εκτελούν απλές και επαναλαμβανόμενες εργασίες και παρουσιάζουν έλλειψη ανταπόκρισης και προσαρμογής στο ψηφιακό περιβάλλον, απαξιώνονται. Ταυτόχρονα, όμως, σημειώνεται απώλεια δεξιοτήτων λόγω γήρανσης του εργατικού δυναμικού, συνταξιοδότησης και σταδιακής απόσυρσης της γενιάς των εργαζομένων που διεξάγουν την τρέχουσα παραγωγή. Απαιτείται μεταβίβαση αυτής της τεχνογνωσίας και, συνεπώς, δεν ενδείκνυται η άμεση και χωρίς όρους αντικατάσταση των έμπειρων εργαζομένων. Έχει επισημανθεί η σημασία του mentoring (αξιοποίηση ειδικευμένων έμπειρων εργαζομένων κοντά στην περίοδο αποχώρησης από την εργασία) στην επίλυση αυτής της αδυναμίας.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, επισημαίνεται ότι είχε απαξιωθεί η προοπτική απασχόλησης σε παραγωγικούς κλάδους πριν από το ξέσπασμα της κρίσης του 2008. Η τελευταία είχε επιπλέον αρνητικά αποτελέσματα: η εργατική τάξη είναι συνολικά γερασμένη, η νέα γενιά δεν έχει αποκτήσει εργασιακή εμπειρία γενικά, εκατοντάδες χιλιάδες νέοι επιστήμονες και ειδικευμένοι εργαζόμενοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό, ενώ δεν έγινε εφικτό να απορροφηθούν ειδικευμένοι εργαζόμενοι από τις αθρόες μεταναστευτικές ροές. Ειδικότερα, για το τελευταίο αυτό ζήτημα, σημειώνεται ότι δεν υπάρχει διαδικασία εξέτασης των γνώσεων και δεξιοτήτων των μεταναστών. Αντίθετα, όλο αυτό το έμπειρο και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό κατέληξε σε χώρες της ΕΕ όπου δραστηριοποιούνται ανταγωνίστριες επιχειρήσεις.
Σε αυτήν τη δυσμενή εικόνα, θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς την αποφοίτηση νέων επιστημόνων με επαγγελματική ειδίκευση και επάρκεια από τα ελληνικά πανεπιστήμια, καθώς και σύγχρονα εκπαιδευμένων πολυδύναμων τεχνιτών από τις τεχνικές επαγγελματικές σχολές. Όμως, αυτή η διαδικασία έχει πληγεί από την κρίση μέσω της υποχρηματοδότησης και της υποστελέχωσης των πανεπιστημίων και του κλεισίματος των περισσότερων τεχνικών σχολών του κλάδου. Αυτό το κενό είναι δυσαναπλήρωτο και πρέπει να αντιμετωπιστεί στοχευμένα, με βάση την ανάγκη υπαγωγής του κλάδου στο νέο παραγωγικό μοντέλο. Έχουν διατυπωθεί επιχειρήματα όπως η ανάπτυξη εκπαιδευτικών προγραμμάτων, η αξιολόγηση και επικαιροποίηση των υφιστάμενων παρεχομένων εκπαιδευτικών υπηρεσιών και των διαδικασιών πιστοποίησης, η ανάπτυξη Δομών διά βίου μάθησης και η ενημέρωση του κοινού.
Από το κυρίαρχο σενάριο προκύπτει ότι η αγορά αναμένεται να δημιουργήσει άμεσα πιέσεις για τη δημιουργία εξειδικευμένου και έμπειρου εργατικού δυναμικού. Αυτό το εργατικό δυναμικό είναι απαραίτητος όρος τόσο για τη συντήρηση όσο και για την επέκταση του κλάδου. Αναδεικνύεται, έτσι, η ανάγκη διαμόρφωσης μιας εθνικής στρατηγικής που θα παρέχει τόσο τα μέσα όσο και τα κίνητρα για την απαραίτητη ειδίκευση του εργατικού δυναμικού. Ακόμη, απαιτείται η προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε οι τελειόφοιτοι πολυδύναμοι τεχνίτες να αντιλαμβάνονται το σχέδιο του προϊόντος και τις προδιαγραφές κατασκευής των πρωτοτύπων. Ταυτόχρονα, θα χρειαστεί να αξιοποιηθούν οι επενδύσεις προς αυτήν την κατεύθυνση και να χρηματοδοτηθεί η εκπαίδευση νέων τεχνιτών από τις επιχειρήσεις. Με δεδομένο ότι μια τέτοια πολιτική αργεί να αποδώσει καρπούς, η άμεση διαμόρφωση και υιοθέτησή της είναι επιβεβλημένη.
Συμπεράσματα
Το επόμενο διάστημα, λοιπόν, κάθε επιχείρηση του κλάδου δίνει μια μάχη επιβίωσης που σχετίζεται με τη διαχείριση των αποσβέσεων, των αποθεμάτων, των πάγιων εξόδων, των πωλήσεων και των προμηθευτών. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η μάχη είναι και μάχη αναβάθμισης σε ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο όπου η υψηλή παραγωγικότητα θα αντισταθμίζει το υψηλότερο κόστος, σε σχέση πάντα με τις επιχειρήσεις στις χώρες μαζικής παραγωγής ενδυμάτων.
Προφανώς οι επιχειρήσεις δεν ξεκινούν από το ίδιο σημείο εκκίνησης σε αυτή τη μάχη. Η προηγούμενη ανισομετρία, μάλιστα, γίνεται τώρα ακόμα πιο καθοριστική, διευρύνεται και βαθαίνει. Η πρόσβαση σε κεφάλαια τόσο για επένδυση όσο και για κίνηση δεν είναι ίδια για όλες τις επιχειρήσεις, όπως και η πρόσβαση σε ξένες αγορές. Οι μικρότερες, ψηφιακά καθυστερημένες και χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια, επιχειρήσεις απειλούνται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις μεγάλες, ψηφιακά προηγμένες, επιχειρήσεις. Όμως, αυτό το συμπέρασμα, όσο αληθινό και να είναι, είναι άλλο τόσο κοινότοπο.
Το ενδιαφέρον στη περίπτωση της συγκεκριμένης βιομηχανικής παραγωγής είναι ότι υπάρχει ένα μείγμα τάσεων που μπορεί να είναι ευνοϊκό για τον κλάδο – αν αυτές οι τάσεις πραγματοποιηθούν – και ότι υπάρχει το πλαίσιο δημιουργίας των προϋποθέσεων, ώστε αυτές οι τάσεις να πραγματοποιηθούν. Είναι, λοιπόν, ρεαλιστικό το σενάριο επιστροφής μέρους της παραγωγικής δυναμικότητας από το εξωτερικό στη χώρα και η άνοδος της παραγωγικότητας. Σε αυτήν την περίπτωση θα χρειαστεί εξειδικευμένο, πολυδύναμο εργατικό δυναμικό, με υψηλή παραγωγικότητα και εργασιακά δικαιώματα. Αυτό το εργατικό δυναμικό δεν υπάρχει σήμερα άμεσα διαθέσιμο στη χώρα. Προφανώς, μπορούν να αξιοποιηθούν αδρανείς και αποστρατευμένες μάζες εργατικού δυναμικού οι οποίες θα πρέπει να επανεκπαιδευτούν για να μπορέσουν να ενταχθούν στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή. Αλλά αυτή η διαδικασία, όσο κι αν δώσει μια ανακούφιση στις ανάγκες των επιχειρήσεων, και μια ακόμα μικρότερη ανακούφιση στις ανάγκες των εργαζομένων, είναι αμφίβολο αν μπορεί να λύσει το βασικό πρόβλημα παροχής εργατικού δυναμικού κατάλληλου για τη μετάβαση στο νέο επιχειρηματικό μοντέλο. Αυτό μπορεί να λυθεί με μια στρατηγική που θα περιλαμβάνει το κράτος, τους ακαδημαϊκούς, αλλά και τους παραγωγικούς φορείς, τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην υλοποίησή της.
Έξι προτάσεις
Από την έρευνα διαμορφώθηκαν έξι συγκεκριμένες δράσεις και πολιτικές που παρουσιάζονται αναλυτικά. Επιγραμματικά, περιλαμβάνουν, πρώτον, το πρόγραμμα βιομηχανικής ανασυγκρότησης όλης της παραγωγικής αλυσίδας του κλάδου: πρόκειται ουσιαστικά για εξειδίκευση στα εθνικά δεδομένα της ευρωπαϊκής στρατηγικής που βρίσκεται υπό διαμόρφωση· δεύτερον, την αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με αιχμή δύο ιδρύματα· τρίτον, τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό της τεχνικής εκπαίδευσης· τέταρτον, τις απαραίτητες μεταβολές στην εκπαίδευση στο χώρο εργασίας· πέμπτον, την εκπαίδευση των εργαζομένων στο εξωτερικό, και τέλος, τη δημιουργία ενός φόρουμ για τις δεξιότητες στο χώρο της ένδυσης.