Στην εποχή των πολυκρίσεων, των κρίσεων που έχουν πλέον μόνιμα χαρακτηριστικά, η επιλογή είναι μία: δημόσιος και ιδιωτικός τομέας να σχεδιάσουν από κοινού, να αποφασίσουν και να προχωρήσουν μαζί. Αυτό ήταν το «δια ταύτα» της ομιλίας του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Θανάση Κοντογεώργη από το βήμα του συνεδρίου του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, υπό τον τίτλο, “2nd Corporate Affairs Forum 2024”.
Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, «η συνεργασία μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου τομέα είναι θεμελιώδης για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη». Ειδικότερα, όμως, «οι ιδιαιτερότητες των γεωπολιτικών συνθηκών τής περιοχής και η χρηματοοικονομική συγκυρία κάνουν τη συνεργασία αυτή επιβεβλημένη. Ο βασικός ρόλος του κράτους είναι η προαγωγή της ευημερίας των πολιτών του. Στο πλαίσιο αυτό ενισχύουμε με τις πολιτικές μας τον ιδιωτικό τομέα και διευκολύνουμε την υγιή λειτουργία του», δήλωσε εν πρώτοις από το βήμα του συνεδρίου ο Θ. Κοντογεώργης, με την ταυτόχρονη διευκρίνιση ότι «η συνεργασία με την αγορά και τον ιδιωτικό τομέα πρέπει να είναι μόνιμη και διαρκής, θεσμική και διαφανής ώστε να αποδίδει τα μέγιστα οφέλη σε όλους. Αυτό αφορά και την παραγωγή δημόσιας πολιτικής».
Γι’ αυτό και, όπως εξήγησε στη συνέχεια, «ήδη από την πρώτη θητεία τής κυβέρνησης έχουμε θεσπίσει κανόνες ακεραιότητας και λογοδοσίας για την ανάπτυξη αυτών των σχέσεων και έχουμε θέσει το πλαίσιο που ρυθμίζει και εποπτεύει την επικοινωνία των θεσμικών εταίρων. Παραδείγματος χάριν, το μητρώο διαφάνειας όπως προβλέπεται από την οικεία νομοθεσία, επιβάλει υποχρεώσεις διαφάνειας ισομερώς και στο κράτος και στους ιδιώτες. Έτσι δομείται όμως και μια σχέση αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης με τους πολίτες. Να μην αισθάνονται ότι πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας έχουν κάποιοι λίγοι που μπορούν με ευκολία να χτυπούν πόρτες και αυτές να ανοίγουν μόνο για εκείνους. Αντίστοιχα, το δημόσιο ύφος και ήθος της εξουσίας είναι σημαντικό. Όλοι έχουμε υποχρέωση, ειδικά όσοι ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα ή είναι πολιτικοποιημένα άτομα, να προωθούν το επίπεδο ηθικής συνείδησης της κοινωνίας. Πολλώ δε μάλλον η κυβέρνηση, τα μέλη αυτής και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Τουλάχιστον, για όσους θεωρούν ότι αυτά τα ζητήματα έχουν αξία».
Έφερε, μάλιστα, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ενσωμάτωσης της λογικής που διέπει τον σχεδιασμό των δημόσιων πολιτικών, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας: «Ο σχεδιασμός τού προγράμματος βασίστηκε στο Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης αλλά και στην ανάλυση, τις προτεραιότητες και τα συμπεράσματα της επιτροπής ”Πισσαρίδη” και του σχεδίου που αυτή παρέδωσε. Η διπλή μετάβαση, η εξωστρέφεια της παραγωγικής δραστηριότητας και η ανθεκτικότητα του κοινωνικού κράτους, αλλά και μια σειρά μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων είχαν περιγραφεί στην έκθεση, με κύριο γνώμονα τις ανάγκες της εθνικής οικονομίας και κατ’ επέκταση και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ταυτόχρονα, υπήρξε εκτενής διαβούλευση και με τον ιδιωτικό τομέα για τις προτεραιότητες, τις στοχεύσεις, τις ευκαιρίες και τους κινδύνους».
Σε αυτό το πλαίσιο, συνέχισε, «η μεγάλη πλειοψηφία από τις 78 μεταρρυθμίσεις και τις 130 επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) ήταν συγχρονισμένες με τις ανάγκες της οικονομίας και τις προκλήσεις μια νέας εποχής». Επί παραδείγματι, «οι νομοθετικές ρυθμίσεις που παρείχαν κίνητρα για εξαγορές και συγχωνεύσεις, το μέτρο των υπεραποσβέσεων, η στρατηγική τής κυβέρνησης για τα βιομηχανικά πάρκα και τις στρατηγικές επενδύσεις, ήταν μερικά μόνο από τα πολλά μέτρα για την παραγωγική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και την επιβοήθηση ιδιωτικών επενδύσεων. Τα αποτελέσματα αυτής της περιόδου δείχνουν ότι βρισκόμαστε σε σωστό δρόμο», εκτίμησε και προσέθεσε:
«Αλλά και από την άλλη, ο μηχανισμός δανείων του ΤΑΑ προς τις επιχειρήσεις, έτσι όπως έχει δομηθεί, όπου τα δάνεια δίνονται μέσω ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων από τις εμπορικές τράπεζες, με tagging για τον πράσινο, ψηφιακό ή εξωστρεφή χαρακτήρα της επένδυσης και το σχήμα χρηματοδότησης που απαιτεί 50% δημόσιους κοινοτικούς πόρους και 50% ιδιωτικούς (τραπεζικό και ιδία συμμετοχή) είναι άλλο ένα ισχυρό παράδειγμα πολιτικής χαραγμένης σε πλήρη συσχέτιση όχι μόνο με τις ανάγκες της Οικονομίας αλλά και τους κανόνες της. Ειδικά τα δάνεια του ΤΑΑ που ανέρχονται σε 17,7 δισ. ευρώ, φιλοδοξούν να αφήσουν ένα ευδιάκριτο αποτύπωμα και να συνεισφέρουν τόσο στην κάλυψη του επενδυτικού κενού, στην διπλή μετάβαση και την εξωστρέφεια του παραγωγικού μοντέλου, αλλά και στην ευρύτερη κινητοποίηση κεφαλαίων για την εθνική οικονομία», σημείωσε επίσης.
Παράλληλα, «σε μια σειρά τομέων βοηθάμε στη σύγκλιση δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας», υπογράμμισε ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ φέρνοντας τα παραδείγματα του τομέα της υγείας, της παιδείας, της αγοράς εργασίας, της κλιματικής κρίσης, του περιβάλλοντος, του οικονομικού πεδίου.
Ενώ, στο ερώτημα εάν υπάρχουν περαιτέρω τομείς και ευκαιρίες για τη σύμπραξη δημόσιων πολιτικών, ο Θ. Κοντογεώργης δήλωσε πως «η απάντηση είναι σαφώς θετική. Η τεχνητή νοημοσύνη και η κλιματική κατάρρευση, η αντιστροφή των τάσεων στην παγκοσμιοποίηση και το διεθνές εμπόριο, το nearshoring, τα γεωπολιτικά ρήγματα και η ενίσχυση των απομονωτικών τάσεων, οι υβριδικές απειλές για την ισορροπία των κοινωνικών κρατικών και οικονομικών συστημάτων και οι δημογραφικές τάσεις και το quantitative tightening δημιουργούν την ανάγκη για τη συμπόρευση ιδιωτικού τομέα και κράτους. Μια σειρά μακροσκοπικών τάσεων που δημιουργούν προκλήσεις και ευκαιρίες αναδεικνύουν την ανάγκη μιας διαδικασίας μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού σε συνδυασμό με τη διαχείριση του παρόντος. Μιας διαδικασίας που απαιτείται να λάβει υπόψη της τις επιδιώξεις του ιδιωτικού τομέα για προστασία από αυτούς τους κινδύνους αλλά και την προετοιμασία για εκμετάλλευση των ευκαιριών που προκύπτουν».
Σε αυτό το πλαίσιο, στην προεδρία της κυβέρνησης «ανανεώνουμε τη λειτουργία και το σχεδιασμό μας, ώστε να αναπτύξουμε τις λειτουργίες του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, να ενσωματώσουμε σε αυτές έναν επίσημο θεσμικό διάλογο με την αγορά και να προβλέψουμε πώς οι δημόσιες πολιτικές αντιμετωπίζουν τις μακροσκοπικές τάσεις και σενάρια και πώς περιλαμβάνουν τις επιδιώξεις του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού».
Εν κατακλείδι, «στην εποχή των πολυκρίσεων, των κρίσεων που έχουν πλέον μόνιμα χαρακτηριστικά, η επιλογή είναι μία. Να σχεδιάσουμε, να συζητήσουμε, να αποφασίσουμε και να προχωρήσουμε όλοι μαζί», κατέληξε ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ.