Ο πόλεμος των δασμών, η οικονομική, και δη η στεγαστική πολιτική, αλλά και η υπόθεση των Τεμπών κυριαρχούν στη συνέντευξη του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Θανάση Κοντογεώργη στην εφημερίδα “Political”. Σε ερώτημα, αναλυτικά, για το αν η ελληνική οικονομία θα αντέξει στον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ απαντά ότι «η ελληνική οικονομία δεν είναι φτερό στον άνεμο, αντίθετα, οι νέες προκλήσεις την βρίσκουν σημαντικά θωρακισμένη».
Εξ άλλου, προσθέτει, «η συστηματική προσπάθεια των τελευταίων ετών έχει αποδώσει καρπούς, με σταθερή ανάπτυξη πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και σημαντική ενίσχυση της απασχόλησης. Οι εξαγωγές μας, επίσης, διαρκώς βελτιώνονται. Το άμεσο αποτύπωμα των αμερικανικών δασμών στην ελληνική οικονομία είναι περιορισμένο, καθώς οι εξαγωγές μας προς τις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν μόλις το 4,9% των συνολικών μας εξαγωγών και αποτελούν πολύ χαμηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ μας από το μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό».
Από την άλλη, είναι «προφανές ότι μια παγκόσμια οικονομική κρίση δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη καμία οικονομία, όσο ισχυρή και αν είναι. ‘Αλλωστε, και η δική μας επηρεάζεται από την εξέλιξη των ευρωπαϊκών οικονομιών. Γι’ αυτό και πιστεύουμε ότι χρειάζεται να εξαντλήσουμε κάθε διπλωματικό μέσο προκειμένου οι ευρωατλαντικές σχέσεις να μην διαταραχθούν, να λειτουργήσουμε όλοι συνετά. Η αναστολή των 90 ημερών στην επιβολή δασμών από ΕΕ και ΗΠΑ είναι θετικές εξελίξεις που μας κάνουν να αισιοδοξούμε, έχουμε όμως μπροστά μας αρκετό δρόμο ακόμα μέχρι να ξεκαθαρίσει το σκηνικό», καταλήγει.
Ερωτηθείς για την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, αναγνωρίζει ότι «η καθημερινότητα έχει σημαντικές δυσκολίες για αρκετούς συμπολίτες μας». Γι’ αυτό και, διαβεβαιώνει, «κορυφαία μας πολιτική προτεραιότητα παραμένει η σταθερή αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, στην οποία είμαστε προσηλωμένοι από την πρώτη μέρα της κυβερνητικής μας θητείας. Το έχουμε επιδιώξει μειώνοντας σημαντικά μία πλειάδα φόρων που πληρώνουν τα μεσαία στρώματα, με απευθείας ενισχύσεις, όπου κρίθηκε απαραίτητο – όπως για παράδειγμα στους λογαριασμούς ρεύματος – αλλά, το πιο δομικό και σημαντικό, με τη διαρκή μέριμνα της κυβέρνησης για τους μισθούς».
Για το τελευταίο ειδικότερα, υπογραμμίζει ότι «η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ από την 1η Απριλίου, η οποία αφορά και τους δημόσιους υπάλληλους, αποτελεί το πέμπτο συνεχόμενο βήμα ενίσχυσής του από το 2019. Συνολικά, ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί κατά 35,4% σε σχέση με τα 650 ευρώ που ήταν το 2019, υπερκαλύπτοντας τον σωρευτικό πληθωρισμό της περιόδου. Από αυτή την αύξηση ωφελούνται άμεσα πάνω από 1,6 εκατομμύρια συμπολίτες μας, συμπεριλαμβανομένων 575.000 εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, δημοσίων υπαλλήλων και δικαιούχων επιδομάτων που συνδέονται με τον κατώτατο μισθό. Συνολικά, στο διάστημα αυτό ο μέσος μισθός έχει αυξηθεί στα 1.342 ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 28,3% από το 2019».
Ταυτοχρόνως, «η ανάκαμψη της οικονομίας μας αποτυπώνεται και στη μείωση της ανεργίας στο 8,7%, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 ετών, με τη δημιουργία 500.000 νέων θέσεων εργασίας από το 2019». Παρά ταύτα, συμπληρώνει, «δεν είμαστε ακόμα στο σημείο που θέλουμε. Αναγνωρίζουμε πλήρως τις δυσκολίες και γι’ αυτό εργαζόμαστε για καλύτερη λειτουργία της αγοράς, προστασία των καταναλωτών, βελτίωση των εισοδημάτων, παρεμβάσεις στους παράγοντες που επηρεάζουν το καθημερινό κόστος διαβίωσης».
Για τις κυβερνητικές πολιτικές στέγης, ο Θ. Κοντογεώργης επισημαίνει: «Εστιάζουμε ιδιαίτερα στη δημιουργία ευκαιριών για τους νέους να αποκτήσουν τη δική τους κατοικία μέσω προγραμμάτων χαμηλότοκης χρηματοδότησης. Τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά, με χιλιάδες πολίτες να έχουν ήδη επωφεληθεί. Το πρόγραμμα “Σπίτι μου 2” ξεκίνησε φέτος με διευρυμένα κριτήρια. Επιπλέον, από τις αρχές του 2025 έχουμε θεσμοθετήσει φορολογικά κίνητρα για την αύξηση της προσφοράς κατοικιών στην αγορά».
Ενώ για τους φοιτητές και τις οικογένειές τους που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες, «έχουμε ενισχύσει σημαντικά τα επιδόματα στέγασης ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες». Και, εν κατακλείδι, «σίγουρα χρειάζονται και άλλες παρεμβάσεις και νέες ιδέες. Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, αλλά είναι ένα ζήτημα το οποίο θα μας απασχολήσει καιρό και χρειάζεται συνεχώς να ενισχύουμε τις πολιτικές μας».
Για τη σιδηροδρομική τραγωδία, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ σημειώνει ότι «το τραγικό συμβάν στα Τέμπη πληγώνει ακόμα όλη την ελληνική κοινωνία. Εξαρχής, η θέση της κυβέρνησης υπήρξε υπεύθυνη και ξεκάθαρη: πλήρης διερεύνηση των γεγονότων και απόδοση των ευθυνών, όπου αυτές ανήκουν. Υποστηρίξαμε με θεσμικές παρεμβάσεις την απρόσκοπτη λειτουργία της δικαιοσύνης, ώστε να προχωρήσει το έργο της με τον απαιτούμενο ρυθμό και την προσοχή που επιβάλλει η σοβαρότητα της υπόθεσης. Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου οργανισμού διερεύνησης ατυχημάτων αποτελεί τεκμήριο της βούλησης της Κυβέρνησης για διαφάνεια».
Στον αντίποδα, συνεχίζει, «ορισμένες πολιτικές δυνάμεις επέλεξαν να καταλήξουν σε συμπεράσματα προτού ολοκληρωθεί η παρουσίαση του πορίσματος. Επικεντρώθηκαν επιλεκτικά σε μέρος των ευρημάτων που τροφοδοτούσαν εικασίες και όχι σε οριστικά συμπεράσματα, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο άλλοι να καταθέσουν πρόταση δυσπιστίας βασισμένη σε αυτά και άλλοι να προχωρήσουν με δηλώσεις τους σε ακρότητες».
Συμπερασματικά, «η διαφορά προσέγγισης είναι ουσιαστική: εμείς επιλέξαμε τον δρόμο της θεσμικής ευθύνης, αναμένοντας την ολοκλήρωση της δικαστικής διερεύνησης. Δεν αξιοποιήσαμε την τραγωδία για πολιτικά οφέλη, σεβόμενοι τον πόνο των οικογενειών και στην ανάγκη της κοινωνίας, και της Κυβέρνησης, για αλήθεια. Παραμένουμε σταθεροί στη δέσμευσή μας: η ανεξάρτητη δικαιοσύνη θα αποδώσει ευθύνες όπου υπάρχουν, χωρίς εξαιρέσεις και προνομιακή μεταχείριση για κανέναν».