Έκαναν την εμφάνισή τους διστακτικά πριν από περίπου 25 χρόνια. Στην αρχή η παραδοσιακή αεροπορική αγορά τις αντιμετώπισε ως πυροτέχνημα το οποίο θα σβήσει γρήγορα. Η λάμψη τους όμως δεν έσβηνε και ακολούθησε η ανησυχία στους κόλπους των full service αεροπορικών εταιρειών. Στην πορεία έγιναν διάφορες προσπάθειες, άλλες ήθελαν τις εταιρείες χαμηλού κόστους να μην αποτελούν ανταγωνιστές των παραδοσιακών αερομεταφορέων, καθώς όπως δήλωναν στελέχη της αγοράς «το προϊόν που προσφέρουν δεν έχει καμία σχέση με αυτό που προσφέρουμε εμείς». Στην πορεία όμως η καθιέρωση των εταιρειών χαμηλού κόστους ως υπολογίσιμο μέρος της αεροπορικής αγοράς τις τοποθέτησε στο ίδιο τραπέζι συνομιλιών. Γεγονός πάντως παραμένει ότι ο κλάδος των LCCs (Low Cost Carriers) τάραξε τα νερά του κλάδου. Τα σημερινά ενεργειακά δεδομένα επαναφέρουν στο προσκήνιο τη συζήτηση περί βιωσιμότητάς τους χωρίς ωστόσο να είναι σαφές το τοπίο. «Το αυξανόμενο λειτουργικό κόστος λόγω της ενεργειακής κρίσης καθιστά μη βιώσιμες τις χαμηλού κόστους αεροπορικές εταιρείες» ισχυρίζονται σήμερα στελέχη παραδοσιακών αεροπορικών εταιρειών. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η αγορά χαρακτηρίζεται από έντονες αναταράξεις οι οποίες εκτιμάται ότι θα συνεχιστούν για καιρό. Ποιο είναι όμως σήμερα το μερίδιο αγοράς των LCCs και πού βρίσκονται οι Full Service Carriers;
Σύμφωνα με το EUROCONTROL, το 1998 το μερίδιο αγοράς των LCCs στην Ευρώπη ήταν μόλις στο 1,6%, με την εικόνα αυτή να μεταβάλλεται ραγδαία, καθώς το 2018 αυξήθηκε στο 30,3%,γεγονός που αντιστοιχεί σε 9.100 πτήσεις κατά μέσο όρο ημερησίως.
Για την επίτευξη χαμηλού λειτουργικού κόστους ανά επιβάτη και υψηλής παραγωγικότητας αεροσκαφών, οι LCCs προσφέρουν συνήθως υπηρεσίες point-to-point σε διαδρομές μικρών αποστάσεων με αεροσκάφη τύπου B737 και A320.
Στην αρχή, η ανάπτυξη των LCCs επικεντρώθηκε στη δυτική Ευρώπη, αλλά με τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004, επεκτάθηκαν σταδιακά σε κεντρική και ανατολική Ευρώπη, σημειώνοντας ισχυρή ανάπτυξη στις εν λόγω αναδυόμενες αγορές.
Αν και ορισμένοι LCCs έχουν αρχίσει να επιχειρούν σε μεγάλα ευρωπαϊκά αεροπορικά hubs, παρόλα αυτά εξακολουθούν να πετούν και από δευτερεύοντα αεροδρόμια με μικρότερη συμφόρηση, ενώ σύμφωνα με το EUROCONTROL έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν να εισέλθουν και να εξέλθουν από νέες αγορές σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
«Υψηλές» πτήσεις για Ryanair και Wizz Air
Με τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς που επιβλήθηκαν στην αρχή της πανδημίας το 2020, η αεροπορική επιβατική αγορά επλήγη σημαντικά στο σύνολό της. Οι LCCs ωστόσο επέδειξαν γρήγορα αντανακλαστικά στις αυξομειώσεις της ζήτησης, λαμβάνοντας δραστικά μέτρα που τους επέτρεψαν να ανακάμψουν γρηγορότερα.
Το διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2022, οι χαμηλού κόστους αερομεταφορείς πέτυχαν αύξηση της τάξης του 32,5% έναντι 31,9% το 2019.
Η ιρλανδική Ryanair και η ουγγρική Wizz Air εκμεταλλεύτηκαν την υψηλή ζήτηση για ενδοευρωπαϊκά ταξίδια και ενίσχυσαν τις δραστηριότητές τους στο 109% και 112% αντίστοιχα εν συγκρίσει με τα επίπεδα του 2019.
Παράλληλα, στο 9μηνο του 2022, η Ryanair πραγματοποίησε τις περισσότερες πτήσεις στην Ευρώπη -2.584 πτήσεις κατά μέσο όρο ημερησίως- σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη αεροπορική, γεγονός που αντιστοιχεί σε μια άνοδο 10,1%.
Το EUROCONTROL επισημαίνει ότι, αν και άλλες αεροπορικές είναι πιθανό να αυξήσουν περαιτέρω το μερίδιο αγοράς τους το 2023, είναι πιθανό ότι η αναπτυξιακή πορεία των LCCs θα συνεχίσει και τα επόμενα χρόνια.