Σε χρηματικές διανομές που θα ξεπεράσουν τα 3 δισ. ευρώ προχωρούν οι διοικήσεις των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Θα πρόκειται για χρονιά-ρεκόρ 15ετίας, έμπρακτη επιβεβαίωση της ανθεκτικότητας του μεγαλύτερου μέρους της εγχώριας επιχειρηματικότητας που έχει επενδυτική/χρηματιστηριακή παρουσία.
Πιο συγκεκριμένα, η επίδοση ρεκόρ των €2,4 δισ. του 2022 θα καταρριφθεί το 2023, και το συνολικό ποσό στο τέλος του έτους εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα €3 δισ. Στο εννεάμηνο Ιανουαρίου- Σεπτεμβρίου 2023 οι χρηματικές διανομές ανήλθαν σε €2,8 δισ. αυξημένες κατά 17,5%. Η απόδοση των χρηματικών διανομών για το σύνολο της αγοράς το 2022 διαμορφώθηκε στο 3,6%, ενώ η απόδοση στο 9μηνο Ιανουαρίου- Σεπτεμβρίου 2023 διαμορφώνεται στο 3,4%, σύμφωνα με τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Ιστορικά, το 2008 είχε επιτευχθεί η καλύτερη μερισματική απόδοση της ελληνικής αγοράς με 6,6%, αλλά τότε οι χρηματικές διανομές είχαν φτάσει τα €4,5 δισ. καθώς οι εισηγμένες ήταν πολύ περισσότερες απ’ ό,τι σήμερα και μέρισμα μοίραζαν και οι τράπεζες.
Το 2009 οι εισηγμένες διέμειναν το ποσό των €2,96 δισ., ενώ κατά την τελευταία 15ετία το μεγαλύτερο ποσό καταγράφηκε το 2007 στα €5,42 δισ.
Η μέση μερισματική απόδοση των μετοχών στο ΧΑ διαμορφώνεται στο 3,5%, ενώ αν εξαιρεθούν οι τράπεζες, η μέση μερισματική απόδοση της αγοράς αυξάνει στο 4,5%, στα επίπεδα δηλαδή που κυμαίνεται σήμερα η μέση μερισματική απόδοση των μετοχών μεγάλης κεφαλαιοποίησης.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα για έναν επενδυτή ή ακόμη και απλό ιδιώτη ο οποίος αναζητεί εναλλακτικές πέραν του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι η τεράστια διαφορά απόδοσης. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνά ακόμη και το 10%, την ώρα που οι λογαριασμοί ταμιευτηρίου (αν εξαιρεθεί και ο πληθωρισμός) αφαιρούν ουσιαστικά εισόδημα από τους καταθέτες. Έτσι, ορισμένοι στην αγορά θυμήθηκαν πως παλαιότερα αρκετοί μικροεπενδυτές του ΧΑ επανεπένδυαν μεγάλο μέρος από τα μερίσματά τους μεγιστοποιώντας αφενός την απόδοσή τους σε ανοδικές αγορές, αφετέρου στην επόμενη χρήση εισέπρατταν μεγαλύτερα.
Κατά τη 10ετία της κρίσης, εξάλλου, η ύπαρξη υπολογίσιμου ταμείου στο τέλος κάθε περιόδου ήταν σημαντικότερη ακόμα και από την κερδοφορία της επιχείρησης, καθώς οι συνθήκες ρευστότητας ήταν ιδιαίτερα απαιτητικές, παρατηρούσαν αναλυτές της αγοράς, ενώ οι επενδύσεις και διαπραγματευτική ικανότητα είχαν ως σημείο αναφοράς τη δύναμη των μετρητών στο ταμείο των επιχειρήσεων.
Μετά το 2019 η πολιτική των διοικήσεων έδειξε να αλλάζει και να γίνεται πιο ανοικτή στην αύξηση του ύψους του μερίσματος επί των καθαρών κερδών. Τότε για 42 εισηγμένες οι διανομές σε μερίσματα έφτασαν τα 2,3 δισ. ευρώ. Ενισχυτικά λειτούργησαν αφ’ ενός η χαμηλότερη φορολογία, αφετέρου η εξαίρεση από την εισφορά αλληλεγγύης, σε μία συγκυρία που τα μηδενικά επιτόκια ταμιευτηρίου και η σημαντικά αυξημένη κερδοφορία πολλών επιχειρήσεων ενίσχυσαν τα κίνητρα των διοικήσεων των εισηγμένων. Αποτέλεσμα οι μερισματικές αποδόσεις να αποκτήσουν νόημα και να δελεάσουν πολλούς επενδυτές που έλκονται από τα διανεμόμενα κέρδη.
Ωστόσο, πάνω από το 80% των μερισμάτων (2,27 δισ. ευρώ) που διανέμουν το 2023 οι εισηγμένες περιορίζεται σε μόλις 7 εταιρείες: ΟΠΑΠ (781,18 εκατ. ευρώ), Jumbo (400,96 εκατ. ευρώ), Coca-Cola HBC (290,59 εκατ. ευρώ), ΟΤΕ (255,33 εκατ. ευρώ), Helleniq Energy (229,22 εκατ. ευρώ), Μυτιληναίος (177,18 εκατ. ευρώ) και Μotor Oil (135,60 εκατ. ευρώ). Ποσοστό, που μεγεθύνεται (πάνω από το 90% από την στιγμή που θα συνυπολογισθούν οι διανομές των ΤΙΤΑΝ Cement (46,99 εκατ. ευρώ), ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή (44,85 εκατ. ευρώ), Prodea (37,04 εκατ. ευρώ), ΚΑΡΕΛΙΑ (32,56 εκατ. ευρώ), Autohellas (31,60 εκατ. ευρώ), Viohalco (31,10 εκατ. ευρώ), ΟΛΠ (26 εκατ. ευρώ) και ElvalHalcor (22,51 εκατ. ευρώ), που απαρτίζουν την ομάδα των TOP 15 με τις μεγαλύτερες διανομές μερισμάτων σε αξία εφέτος (2,54 δισ. ευρώ). Προφανώς πρόκειται για την “δύναμη πυρός” της εγχώριας (εισηγμένης στο ΧΑ) επιχειρηματικότητας που ακριβώς λόγω της ανθεκτικότητας της μπορεί και σε νέες επενδύσεις να προχωρήσει-δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας- και σε διεύρυνση της εξωστρέφειας να συμβάλει.
Τα στοιχεία (της ΕΥ) ενδεικτικά: σ’ ένα περιβάλλον παγκόσμιων οικονομικών προκλήσεων, η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού εξακολουθεί να ενισχύεται. Το 40% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε έρευνα της EY Ελλάδος σχεδιάζουν να επενδύσουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα μας, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου, ενώ 67% εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί περαιτέρω στα επόμενα τρία χρόνια -το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των υπό σύγκριση ευρωπαϊκών χωρών, όπου πραγματοποιήθηκε η έρευνα φέτος.
Αυτά είναι μερικά από τα ευρήματα της μεγάλης έρευνας EY Attractiveness Survey Ελλάδα 2023, της πέμπτης έκδοσης με θέμα την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, η οποία διενεργήθηκε από την FT Longitude για λογαριασμό της EY Ελλάδος, μεταξύ 3 και 26 Ιουλίου 2023.
Ευρήματα που παρουσίασε ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, Γιώργος Παπαδημητρίου, στο πλαίσιο του 6th InvestGR Forum 2023: Staying the Course, (αρχές Οκτωβρίου).
Ενισχυτική και η Τράπεζα της Ελλάδος, το μερίδιο καθαρού κέρδους (που ορίζεται ως ο λόγος του καθαρού λειτουργικού πλεονάσματος προς την καθαρή προστιθέμενη αξία και εκφράζει την απόδοση του επιχειρηματικού τομέα σε όρους λειτουργικών κερδών) υπερκέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα το 2022 (33,2%), έναντι 24,8% το 2019, αλλά και τα επίπεδα του 2021 (32,5%). Υπολογίζεται πως, το 2023 η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας ήταν διψήφια σε ποσοστό, το μεγαλύτερο από το 2009 μέχρι και το 2022.
Το σύνολο των οικονομικών μεγεθών και αριθμοδεικτών παρουσιάζει ισχυρή βελτίωση, αποτυπώνοντας τη συνεχή προσπάθεια των εισηγμένων για προσαρμογή στις απαιτήσεις της οικονομίας και παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Τα δεδομένα συνηγορούν και στην εκτίμηση ότι ένας σκληρός πυρήνας που δοκιμάστηκε και ανταπεξήλθε δια “πυρός και σιδήρου” επάλληλων κρίσεων, πλέον διαθέτει ισχυρά αντισώματα συνακόλουθα θα είναι σε θέση να ανταμείβει τους μετόχους τις επόμενες χρήσεις.
Και ο τραπεζικός κλάδος στις διανομές
Χρονιά μετάβασης από την επενδυτική…ανομβρία στην χρηματιστηριακή ανταμοιβή των μετόχων/επενδυτών θα είναι το 2023 και για τον επιπλέον λόγο πως θα αποτελέσει την βάση για τον τραπεζικό κλάδο.
Την ευνοϊκή συγκυρία μετά την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική κατηγορία σπεύδουν να εκμεταλλευτούν οι ελληνικές τράπεζες για να χτίσουν πρόσθετα κεφαλαιακά μαξιλάρια, ενόψει της έναρξης των συζητήσεων με τον επόπτη για τη διανομή μερίσματος από τα κέρδη του 2023.
Game changer, κατά γενική εκτίμηση το θεαματικό placement για το 22% του μ.κ της Εθνικής, διαδικασία που ξεπέρασε τις προσδοκίες ακόμη και των υπεραισιόδοξων της κοινότητας. Ακολούθησαν οι “έξοδοι” Eurobank και Πειραιώς με εκδόσεις senior preferred (αντλώντας από 500 εκατ. η κάθε μία, με σχετικά ικανοποιητικούς όρους). Ειδικότερα για την Eurobank, το ετήσιο τοκομερίδιο διαμορφώθηκε στο 5,85%, αισθητά χαμηλότερα από το 7% που είχε “τιμολογηθεί” τον Ιανουάριο σε αντίστοιχη έκδοση. Σημειωτέον πως τότε τα επιτόκια στην ευρωζώνη ήταν 2% (200 μονάδες βάσης) χαμηλότερα. Ακολούθησε η Πειραιώς με αναλυτές να αποδίδουν την υποχώρηση των αποδόσεων τόσο με την ισχυρή ζήτηση που εκδηλώθηκε, όσο και τη μείωση του ρίσκου χώρας μετά την απόδοση της επενδυτικής βαθμίδας και από την Fitch.
Μάλιστα στις 6/12 η απόδοση του GR10Y διόρθωσε θεαματικά στο 3,345% πλησιάζοντας σε απόσταση βολής το αντίστοιχο της Ισπανίας, καθιστώντας εφικτό τον στόχο του ΟΔΔΗΧ για σύγκλιση ακόμη και το χρέος της Γαλλίας.
Για το συστημικό εγχώριο banking “κρησάρα” αποτέλεσαν τα stress tests που Eurobank, Εθνική, Alpha Bank, Πειραιώς ξεπέρασαν (με διαφορετικό rating η κάθε μία) με χαρακτηριστική ευκολία και αρκετά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με όσα αναφέρονται στο τρίτο “HFSF Bulletin” (με θέμα τα αποτελέσματα της Πανευρωπαϊκής Άσκησης Προσομοίωσης Ακραίων Συνθηκών των Ελληνικών Συστημικών Τραπεζών για το 2023) το εγχώριο τραπεζικό σύστημα είναι-ήδη- στον…προθάλαμο της σχετικής διαδικασίας για την απόδοση εσόδων (από κέρδη χρήσης 2023) σε μετόχους/επενδυτές την άνοιξη του 2024.
Σύμφωνα με το ΤΧΣ, οι συστημικές τράπεζες βγήκαν ισχυρότερες από την πιο αυστηρή, μέχρι στιγμής, άσκηση ανθεκτικότητας καταγράφοντας θεαματικά καλύτερες επιδόσεις σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ασκήσεις του 2021 και του 2018. Αποτέλεσμα της δραστικής μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων/ανοιγμάτων (NPLs/NPEs) συνδυαστικά με την αύξηση της κερδοφορίας τους από το 2021 και μετά.
Ενδεικτικό το γεγονός πως το εγχώριο συστημικό banking (Eurobank, Εθνική, Alpha Bank και Πειραιώς) κατέλαβε την 4η θέση μεταξύ 16 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναντι της 11ης (2021) και 15ης θέσης (2022). Παράλληλα βρέθηκε στην 1η θέση μεταξύ των τραπεζικών συστημάτων των χωρών του Νότου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για αυτό και όπως εκτιμά το ΤΧΣ, η απόδοση των τραπεζών δημιουργεί εύλογες προσδοκίες για μείωση των εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων (P2G και P2R), ανοίγοντας τη δυνατότητα για την ανταμοιβή των μετόχων τους με τη μορφή μερισμάτων σε μετρητά ή/και επαναγοράς μετοχών στο άμεσο μέλλον.